Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


Ἡ παρηγοριὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ νησιά. 

Καὶ ἀπὸ τοὺς Κούρους τῆς αἰωνιότητας. 


Εἶναι σίγουρο πὼς ἡ Νάξος, συνεχίζει νὰ καλεῖται Νάξος καὶ τὸ μεγάλο της βουνό, ὁ Ζς-Ζεὺς ἔχει μονοπάτια μυστικὰ κι ἐκεῖ ψηλὰ ἀντικρὺ τοῦ Ἀρχιπελάγους πέτρινο δρομὶ φθάνει στὸν ἕναν: Εκείνον τὸν μαρμάρινο κοιμώμενο Κοῦρο. 


Ἀρχαῖα λατομεῖα, μαρμάρινοι γιγάντιοι καλλίκομοι νέοι, λίγο πρὶν σηκωθοῦν προτείνοντας σὲ ἀέναο βηματισμὸ τὸ ἀριστερὸ πόδι. Άνδρες στὴν πρώτη νιότη, ἕτοιμοι νὰ ξυπνήσουν. 

Ὁ Κοῦρος τῆς Νάξου. Φύλακας ἑνὸς ἀρχαίου μυστικοῦ. Από αἰῶνες διορισμένος. Ξέρει πότε θὰ ἐγερθεῖ. Προς Ἀνατολάς. Αργά, μεθοδικά κινεῖ τὰ μέλη ἑνὸς μεγάλου σώματος. Είναι ἡ διαδρομὴ τῆς συνέχειας στὶς μαρμάρινες φλέβες. Αὐτὴ ποὺ θερμαίνει καὶ ὁδηγεῖ τὴ φωνὴ τοῦ αἵματος. Προς Ἀνατολάς.

Εἶναι καὶ ὁ ἦχος. Από τὴν καρδιὰ τῆς παλιᾶς βελανιδιᾶς, αὐτῆς ποὺ αἰῶνες νανούριζε τὰ ὄνειρά του κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο της. Τώρα, τὴν ὁρισμένη ὥρα, ἀποφασίζει νὰ θροϊσει καὶ νὰ ρίξει φύλλα καὶ μικροὺς παιδικοὺς καρπούς, τριγύρω στὸ ἀγαπημένο σῶμα τοῦ ἐν ἐνυπνίῳ νέου. Τρέχουν τά φύλλα καὶ οἱ μικροὶ πρόθυμοι καρποί, γοργὰ συγυρίζουν καὶ στολίζουν μὲ ὡραῖο διάδημα τοὺς βοστρύχους. Συγχρόνως ἕνας ἀραιὸς αἰθέρας, εἰδοποιημένος κι αὐτός, διατρέχει τὸ Ἀρχιπέλαγος. Τρεμουλιαστά, πάνω σὲ προβατόσχημα κύματα, νότες ἐντεταλμένες γιὰ τὴν συγκεκριμένη στιγμή, φτιάχνουν διαδρόμους φωτός. 

Ἔρχεται. Η ὥρα. Η καθορισμένη. Από πρῶτα. Από παλιά. Από τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν. Και ἡ Φωνή: Ἐγέρθητι! 

Καὶ ἀκολουθεῖ. Η μεγαλειώδης στιγμὴ ποὺ ἡ μοναξιὰ αἰώνων σιωπῆς, γίνεται μουσικὴ καὶ ὁ ἦχος -μὰ καὶ ὁ ἀχός- φέρνει τὸ πρωτοξύπνημα. Ἐγέρθητι! Προς Ἀνατολάς. Πάντα. 

Πρότασις ἀριστεροῦ ποδός. Και ταυτοχρόνως στὸ λαμπρὸ πρόσωπο, κάτω ἀπὸ τοὺς ἀμυγδαλόσχημους ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν εὐθεῖα γραμμὴ ρινός, εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει. Το πρῶτο χαμόγελο τοῦ ἀνθρώπου. Στο Αἰγαῖο. Αιώνες πρίν. Σήμερα. 


Καὶ τώρα; 

Μὰ ποὺ κοιτᾶ ὁ Κοῦρος, ο παλαιός, ὁ μαρμάρινος, ὁ ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους; 

Καὶ πῶς, ἀκόμα δὲν πρόλαβε νὰ ξυπνήσει, χαμογελάει κιόλας; 

Καὶ ποὺ τὸ βρῆκε τοῦτο τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα, τελείως ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴ σκόνη των αἰώνων ποὺ διάβηκαν τόσο γοργὰ ποὺ ἴσα-ἴσα πρόλαβε ὁ νέος νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ λίγο, ξαπλωμένος ἐκεῖ στὸ μυστικὸ περιβόλι, στὸ ὅρος Ζάς, της νήσου ,τῆς εἰσέτι καλουμένης, Νάξου; Και ἐν τέλει, τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ αὐτὸ τὸ μειδίαμα, που ἐνῷ ἀχνοφαίνεται σχεδιασμένο πάνω στὴ νιότη ποὺ σὰν πολύτιμη πάχνη ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν διαφάνεια τοῦ μαρμάρου, ωστόσο κι ἂν ἀχνοφαίνεται, δὲν ἔχει ἴχνος φόβου; 

Εἶναι δυνατὸν, σὲ τούτη τὴν ἐποχὴ ποὺ λάτρεψε τὸν φόβο, που τὸν ἔστησε σὲ βάθρο καὶ τὸν ἀνακήρυξε θεό: "Ιδού, ὁ Μέγας Φόβος!"

Εἶναι δυνατὸν, αὐτὸς ὁ φρεσκοξυπνημένος νέος, ὁ πρώην κοιμώμενος, της Νάξου τὸ γέννημα, νὰ μειδιᾶ χωρὶς καθόλου φόβο; Καὶ ὁ Φόβος; Ποῦ; Τι νὰ λέει καὶ πῶς νὰ θρηνεῖ; 

-"Μὰ δὲ φοβᾶται πιὰ τίποτα αὐτὸ τὸ Ἀρχιπέλαγος;"

Χρόνια ἀμέτρητα μᾶς καθηλώνει μὲ τὴν ὀμορφιά του, μᾶς μαραζώνει μὲ τὰ τραγούδια του, μᾶς τυφλώνει μὲ τὸ φῶς του! Δεν φτάνει αὐτό; Δὲν φτάνουν τὰ ὁλόλευκα νησιά, τὰ μυστικὰ λιμάνια, οἱ μισοκρυμμένες στὰ βράχια Παναγιές, οἱ Καλές, οἱ Μεγαλομάτες, οἱ Γρηγοροῦσες, οἱ Γλυκοφιλοῦσες, οἱ Θαλασσινές, τόσες πολλὲς νὰ προστατεύουν το Ἀρχιπέλαγος, νὰ κρύβουν τὰ νησιὰ στὴν ἀγκαλιά τους, να τὰ σκέπουν, να τὰ κανακεύουν, να τὰ γλυκοφιλον; Κι ὕστερα ἔρχονται κι ἄλλοι, κι αὐτοὶ ἔχουν μέρη μυστικὰ καὶ ἕνα σωρὸ ξωκκλήσια! Είναι -λέει- οἱ Ἀρχάγγελοι, αὐτοί μὲ τὶς Μεγάλες Φτεροῦγες, ποὺ ὧρες- ὧρες χτυποῦν μὲ μανία καὶ διώχνουν μακριά την Ἐπιβουλὴ καὶ τὸ Ἀρχαῖο Μῖσος. 

"Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν φοβοῦνται πιὰ οὔτε τὰ ἀγάλματα καὶ νὰ φοβᾶται ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φόβος;"


Ὡστόσο, ὁ Νέος ἔχει ἤδη ἐγερθεῖ. 

Τὸ ὡραῖο μέτωπο. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ πρῶτο βῆμα. Μετά ἀπὸ αἰῶνες. 

Πρὸς Ἀνατολάς. 

Χωρὶς φόβο.

...εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει.
.