Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Εὐαγόρας Παλληκαρίδης - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα

Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά


Αρχές μηνὸς Δεκεμβρίου. 

Σήμερα, θὰ ἤθελα νὰ δηλώσω πὼς ἕνας μαθητὴς τοῦ Γυμνασίου Πάφου δὲν ὁλοκλήρωσε τὴν φοίτησή του. Άφησε τὸ σχολειὸ στὴν Ε΄τάξη. Αρχές μηνὸς Δεκεμβρίου. 

Τὸ ἔγραψε καὶ στὸν μαυροπίνακα, προς γνῶσιν δασκάλων, συμμαθητῶν, γονέων, κηδεμόνων, ἀδελφῶν. Καὶ ὁπωσδήποτε, πρὸς γνῶσιν καὶ ἐνημέρωσιν Μεγάλων καὶ μικρότερων Δυνάμεων καὶ μόλις ἐστεμμένων φρεσκονυμφευμένων Βασιλισσῶν. Καὶ βεβαίως, μεγαλόψυχων μειοδοτῶν παρελθόντων καὶ μελλοντικῶν ἐτῶν, ἔνθεν-κακεῖθεν. Κι ἔτσι μὲ τὰ δάχτυλα ἀκόμα λευκὰ ἀπὸ τὴν κιμωλία, πῆρε τὴν ἀνηφοριά, ἀκριβῶς ὅπως τὸ δήλωσε στὸν μαυροπίνακα τῆς Ε΄Τάξης τοῦ Γυμνασίου Πάφου. 

"Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά 

θὰ πάρω μονοπάτια 

νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια 

ποὺ πὰν΄στη λευτεριά..." 

Μαθητὴς ἐτῶν 17, φέρων ἀρχαιοελληνικό, ἐπικίνδυνο ὄνομα: Εὐαγόρας. 

Καὶ ἀκόμη πιὸ ἐπικίνδυνο ἐπίθετο: Παλληκαρίδης. 

Ὅλα αὐτὰ σ’ένα ἀκόμη πιὸ ἐπικίνδυνο νησί, ἕνα ἀληθινὰ πεισματάρικο νησί, τόσο πεισματάρικο ποὺ εἶχε τὸ θάρρος νὰ "κεῖται μακράν". Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ ἔχει, ἔστω κι ἂν κάποτε κόπηκε στὴ μέση. Περίπου... Γιατί βλέπετε οἱ γηραιὲς προστάτιδες Δυνάμεις, ἔστω κι ἂν προσωρινῶς καμώνονται τὶς ἀνήξερες, στὴν οὐσία προνοοῦν γιὰ ὅλα. 

Στὴ μέση; Καὶ ὁ Πενταδάκτυλος, τὸ μέγα ρος; Στὴ μέση κι αὐτός; Δύσκολο! Εἶναι δυνατὸν τὸ πέντε (5), ἀριθμὸς μονός, νὰ κοπεῖ στὴ μέση; Τὸ νησί,μάλιστα! Ἔτσι μὲ τὴν ὡραία μεσαιωνικὴ σοφία, ποὺ μόνον οἱ παλιὲς δοκιμασμένες αὐτοκρατορίες -κληρονομικῷ δικαίῳ- κατέχουν ,ἀποφάσισαν. Ἐν κρυπτῷ, βεβαίως. Ἀλλὰ οἱ καλύτερες ἀποφάσεις λαμβάνονται στὴν ἤρεμη ὥρα τοῦ τεΐου -τσαγιοῦ βαρβαριστί- καὶ σίγουρα πρὶν τὸ δεῖπνο. Διότι τὸ νὰ μοιράζεις νήσους -ἔστω κι ἂν ὑπῆρξαν πρώην ἀποικίες- ὅσο νὰ’ναι πέφτει βαρὺ στὸ στομάχι. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ εὐγενῆ στομάχια εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητα. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς πέντε (5) ἔχει τὴν ἰδιοτροπία νὰ παραμένει μονός, ἀποφασίστηκε στὰ γρήγορα καὶ πρὶν ἀλλάξουν οἱ χορηγοὶ τῆς ἱστορίας γνώμη, νὰ δοθεῖ τὸ πεισματάρικο ὅρος τῆς πείσμονος νήσου ὁλόκληρο. Μάλιστα. Ἔτσι ἀνταμείβουν οἱ κραταιὲς Δυνάμεις τοὺς συνεταίρους, οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν καὶ τὴ δύσκολη δουλειά! Διότι, ποὺ νὰ ξεσηκώνεται κοτζὰμ Στέμμα καλοκαιριάτικα καὶ νὰ τρέχει νὰ μαζεύει τὰ ἀπείθαρχα πετράδια, τὶς κατὰ κόσμον ἀποικίες, ποὺ εἶχαν τὸ θράσος νὰ ἀποστατήσουν; Ἀναλαμβάνει τὸ ἔργον, κατ’ανάθεσιν, ὁ ραβδοῦχος τῆς περιοχῆς, ἐνῷ οἱ χορηγοὶ ἔχουν ὅλον τὸν καιρὸ νὰ ἑτοιμάσουν δάκρυα ἀγανάκτησης καὶ νὰ τὰ προβάρουν σὲ παγκόσμιες εἰδήσεις, ἔστω καὶ ἀσπρόμαυρες! 

Ἔτσι ὡραῖα καὶ νοικοκυρεμένα, ἕνα θερμὸ μεσογειακὸ θέρος, τακτοποίησε τὸ Στέμμα τὰ πετράδια του, γιὰ νὰ μάθουν νὰ ἀφήνουν ἄσπλαχνα τὶς βασιλικὲς τιᾶρες παραπονεμένες καὶ τραγικὰ ξεδοντιασμένες. Καὶ παραλλήλως, ἀποκατέστησε καὶ ἀρχαῖα καταξιωμένα πολιτεύματα σὲ ἀρχαῖες, ἐπίσης πείσμονες, χῶρες. Ποὺ δὲν φθάνει τὸ γεγονὸς ὅτι πονόψυχες Δυνάμεις κάποτε τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ γίνουν προτεκτορᾶτο τους καὶ νὰ δανείζονται ἐς ἀεὶ μὲ ἐπαχθῆ ἐπιτόκια, ἔχουν τὸ θράσος νὰ παριστάνουν καὶ τὶς μάννες σὲ ἀπείθαρχα νησιά. Καὶ ἀπὸ πάνω νὰ βάζουν τοὺς ποιητές τους, νὰ τὰ παινεύουν ὡς χρυσοπράσινα φύλλα ριγμένα στὸ πέλαγος

Ἔτσι τὸ θέρος ἐκεῖνο, λίγο κουραστικὸ ἀλήθεια, γιατί ταυτοχρόνως τὰ εὐγενῆ τέϊα καὶ οἱ χορηγοί τους, εἶχαν νὰ ἑτοιμάσουν : ἐπιθέσεις (κι ἀντε νὰ ἐλέγξεις τὸν πλεονέκτη ραβδοῦχο). Ἀλλαγὲς ἐξουσιῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἔχεις ἐπιβάλλει (καὶ ἄντε νὰ βολέψεις τοὺς χρήσιμους μειοδότες ποὺ τόσα χρόνια ἐποιοῦσαν τὴν νῆσσαν). Καὶ τὸ πλέον ἐξοντωτικὸ ὅλων: ἐπιλογὴ σωτῆρος μὲ τὰ ἁρμόζοντα στὴν περίσταση προσόντα. Δηλαδή να ἔχει τὸ εἰδικὸ βάρος, νὰ γνωρίζει ἁπλὰ μαθηματικὰ καὶ νὰ κατέχει στοιχειώδεις γνώσεις γεωγραφίας. Καὶ τοῦτο διότι ὀφείλει, ἅμα τῇ ἀφίξει, νὰ πείσει τὰ ἐνθουσιώδη πλήθη γιὰ δύο βασικὰ πράγματα: ὅτι μία νῆσος -ἔστω καὶ Μεγαλόνησος- ἀπαιτεῖ κόπον, ἔξοδα καὶ ἱκανὲς γνώσεις ἀριθμητικῆς γιὰ νὰ χωριστεῖ στὴ μέση, κυρίως ὅταν κεῖται μακράν. Αὐτά. Ἁπλὰ μαθήματα γεωπολιτικῆς. Ἄ! καὶ κάτι ἀκόμη. Τελευταῖον, ἀλλὰ πολὺ σημαντικό, διότι βάζει παρακαταθῆκες γιὰ τὸ μέλλον: Τὰ νησιά, ὅπως καὶ κάποια ἔτη πρίν, τὰ παράλια, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν μαννάδες. Μόνον μητριές. 

Αὐτὰ ἔπραξε τὸ Στέμμα τὸ θέρος ἐκεῖνο καὶ κατακουρασμένο τράβηξε γιὰ ἐναπομείνασες πιστὲς ἐξωτικὲς ἀποικίες, ἀφήνοντας τοὺς χορηγοὺς νὰ ἐπιτηροῦν τὴν λεία καὶ νὰ κόβουν τὴν ὄρεξη στοὺς ἀχόρταγους ραβδούχους. Διότι, ὡς γνωστόν, τὰ νησιὰ δὲν χωνεύονται εὔκολα. Ἡ ἀργὴ διαδικασία της πέψεως διαρκεῖ ἔτη πολλά. Μπορεῖ καὶ πενῆντα! Καὶ ἄντε μετὰ ξανὰ ἀπ΄την ἀρχή. Μὰ ἐπί τέλους! Εἶναι Ἀρχιπέλαγος αὐτὸ μὲ τόσα νησιά; Ἡ πλειονότης τῶν ὁποίων κεῖται μακράν. Πολὺ μακράν... 

Ὡστόσο καὶ χρόνους πρὶν τὶς μοιρασιές, ὁ μαθητης τῆς Ε΄ Γυμνασίου Πάφου, Εὐαγόρας, τὰ ἔγραψε ὅλα αὐτὰ στὸν μαυροπίνακα τῆς τάξης. 

Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά.. 

Ἔτσι εἶπε, ποιητὴς κιόλας αὐτός, στὰ 17 του. 

Δὲν εἶπε: Θὰ πάρω ἕνα δρόμο 

θὰ πάρω ἕνα στρατί 

θὰ πάρω μιὰν λεωφόρο... 

Σὲ ἀνηφοριὰ ἀναφέρθηκε. Ἀπ' εὐθείας. Εὐκρινῶς καὶ πεντακάθαρα: Ἀνηφοριά! 

Ἤξερε ὁ σοφὸς νέος ποιητὴς πὼς ὁ δρόμος γιὰ τὴν λευτεριὰ μόνον ἀνηφοριὰ μπορεῖ νὰ εἶναι. Γιατί ἂν δὲν εἶσαι σοφὸς στὰ 17 σου, πότε μπορεῖ νὰ εἶσαι; 

Ἔτσι τράβηξε αὐτὸς γιὰ τὴν ἀνηφοριά του καὶ οἱ ὑπόλοιποι γιὰ τὴν κατηφοριὰ τῆς κοινῆς λογικῆς. Αὐτῆς, ποὺ ξέρει μιὰ χαρὰ νὰ στέλνει φλογερὰ μαῦρα μάτια στὰ ἰκριώματα , στὶς καταπακτὲς καὶ στὰ φυλακισμένα μνήματα. Ὅσο γιὰ τὶς χρυσοπράσινες μεγαλονήσους... Ἔ! Ἂς ἀσχοληθοῦν καὶ λίγο οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί! Καμμιὰ πενηνταριὰ χρόνια συζητήσεων, διαβουλεύσεων καὶ πολυτελῶν πηγαινέλα καὶ βλέπουμε. Στὸ κάτω-κάτω τόσα κόστισαν οἱ σπουδαῖοι αὐτοὶ ὀργανισμοί! Ἂς παράξουν καὶ κάτι. Διότι τὸ νὰ καταφέρνεις νὰ ἀποκοιμίζεις τόσους καὶ τόσους ἐπὶ πενῆντα συναπτὰ ἔτη, εἶναι ἔργον, πὼς νὰ τὸ κάνουμε! Ἄσε ποὺ ὑπάρχει πάντα καὶ τὸ παράπλευρο κέρδος: Ὑπάρχει ὅλος ὁ ὠφέλιμος χρόνος νὰ ὁλοκληρώσεις τὶς γνώσεις στὶς μαθηματικὲς ἐπιστῆμες. Διότι ἀρκετὸς ὁ κόπος νὰ χωριστεῖ ὁλάκερη μεγαλόνησος στὴ μέση. Ἡ ἐμπειρία διδάσκει: Τὰ νησιά, ὅταν ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου νὰ δοθοῦν, καλύτερα νὰ πᾶνε ὁλόκληρα. Ὅπως οἱ ὀροσειρές. Τοῦ Πενταδάκτυλου ἂς ποῦμε. Κι ἂς λὲν πὼς ἔχει τὸ σημάδι της ἀπαλάμης του Διγενῆ στὴν κορυφή του... 

Στὸ μεταξὺ ὁ μαθητὴς Εὐαγόρας εἶχε ἤδη πάρει μιὰν ἀνηφοριά.. Καὶ παρ' ὅλο ποὺ γρήγορα ἑτοίμασαν τὸ σύνηθες γιὰ τὶς περιπτώσεις ἰκρίωμα μὲ σχοινὶ φτιαγμένο ἀπ’τους κάμπους τῆς χρυσοπράσινης Μεγαλονήσου καὶ παρ' ὅλο ποὺ ἄνοιξαν στὰ πόδια του μιὰν καταπακτὴ φτιαγμένη ἀπὸ δέντρα του Πενταδάκτυλου, ἐκεῖνος δὲν κατέβηκε. Ἔκαμε τὸ σταυρό του, τραγούδησε τὸ σὲ Γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη καὶ ἔτσι ὡραῖος καὶ ἀγέρωχος συνέχισε νὰ ἀνεβαίνει... 

Παρ’όλα αὐτὰ τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ σπουδαῖοι τετράγωνοι νόες μακροημέρευσαν, ἐτιμήθησαν, ἐδοξάσθησαν καὶ σὰν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς δικῆς τους καταπακτῆς, προτίμησαν την εὐκολία τῆς λεωφόρου-ἀσχέτως ἂν εἶναι ἐπικλινής. Διότι τὶς ἀνηφοριὲς καὶ τὰ μονοπάτια λίγοι καὶ διαλεγμένοι ἀπὸ παλιά, τὶς ἀντέχουν. Ἡ νεαρὴ ἐστεμμένη, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τῆς χαλοῦν τὸ image νεαροὶ ἀνυπότακτοι ποιητές, μεγάλωσε κι αὐτή, μακροημέρευσε, ἔγινε σύμβολο σταθερότητος καὶ εὐημερίας καὶ ἔτσι πλήρης ἡμερῶν φωτογραφήθηκε μὲ το πολύτιμο στέμμα, λίγο πρὶν κατεβεῖ τὴν μεγάλη καταπακτή. Ὄχι βέβαια αὐτὴ ποὺ ἀνοίχθηκε γιὰ τὰ σγουρόμαλλα παλληκάρια τῆς πείσμονος μεγαλονήσου. Γιατί βλέπετε, ὑπάρχουν καταπακτὲς καὶ καταπακτές. Αὐτὸ δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ μάθουν οἱ τετράγωνοι νόες. Ἀλλὰ τί νὰ πρωτομάθει πιὰ κανεὶς μὲ τόσες σπουδαῖες ἔγνοιες! 

Ἔτσι, οἱ καταπακτὲς τῆς νήσου ὁδήγησαν σὲ μιὰν ἀνηφοριά, σὲ κάτι μονοπάτια ποὺ πὰν στὴ λευτεριά. Καὶ τὰ φυλακισμένα μνήματα ἀπολαμβάνουν λεύτερη πνοή. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται; Κάποιοι λὲν ἀπ’την μεγάλην ὀροσειρὰ καὶ ἀπ΄του Διγενῆ τὰς χέρας. Εἶναι -λένε- ἐκεῖ καιρὸ πολὺ ὁ Ἀκρίτας. Μπορεῖ καὶ πενῆντα χρόνια...Τι φτιάνει; Ποιός ξέρει...Κάποιοι λένε πὼς πλέκει σχοινὶ τεράστιο. Ποὺ τὸ βρῆκε; Μὰ ἀπ΄τα ἰκριώματα ποὺ ἡ Μεγάλη Δύναμη ἔπλεκε -μὲ τόση εὐγένεια- γιὰ τοὺς μελαχροινους ἀνυπότακτους αὐχένες...Τί κρῖμα, τόσο ὡραῖοι, τόσο νέοι... Και μάλιστα, ὁ τελευταῖος ἀπ’ αὐτοὺς ἦτο κιόλας ποιητὴς φτασμένος... Ἂς εἶναι... 

Στὸ μεταξύ, ὁ Διγενὴς πλέκει τὸ σχοινί, τὸ τεράστιο, τὸ μεγάλο. Τόσο μεγάλο ποὺ μπορεῖ νὰ τυλίξει γύρω-γύρω ἕνα χρυσοπράσινο φύλλο, ριγμένο στὸ πέλαγος. Κι ὕστερα μπορεῖ νὰ φτιάξει ἱστία. Και καράβι νὰ γένει τὸ νησί. Το νησὶ τὸ πονεμένο,το πολυαγαπημένο. Και ἅμα λύσει τὰ σκοινιά, ποιός τάχα μπορεί νὰ τ’αρπάξει; 

-Καὶ μετά; 

Ξέρει αὐτός. Ολόκληρος Διγενής, να μὴν ξέρει; 

-Καὶ εἶναι μοναχός του; 

Ἔχει κάμποσους... Ἕναν Χαρίλαο, δυὸ Μιχάληδες, εἶναι κι Στέλιος, ὁ μεγάλος κι ὁ μικρός, ὁ Γιάκωβος, ὁ Κυριάκος, οἱ τρεὶς Ἀντρέηδες, ο Μάρκος καὶ πίσω ἄλλοι κι ἄλλοι. Καὶ στερνά-στερνὰ δυὸ ὀμορφόπαιδα, λεβεντονιοί, ἴδιοι ἀρχαῖοι Κοῦροι

-Καὶ πῶς τὰ λένε τὰ παιδιά, αὐτὰ ποὺ πᾶνε ἀντάμα; 

Ὁ πιὸ μεγάλος εἶναι ὁ Γρηγόρης. Κι ὁ πιὸ μικρὸς εἶναι ὁ Εὐγόρας, μαθητὴς τῆς Ε΄ Τάξης τοῦ Γυμνασίου Πάφου. Αὐτὸς ἦταν ἄριστος μαθητής. Μὰ δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸ σχολειό. Ἴσως γι’αυτό δὲν ἔμαθε ποτὲ πὼς οἱ ὀροσειρές -ὅπως τοῦ Πενταδάκτυλου- δίδονται ὁλόκληρες καὶ αἱ νῆσοι -κυρίως οἱ Μεγαλόνησοι- κόβονται στὴ μέση. Περίπου... Διότι ὡς γνωστὸν κεῖνται μακράν... 

Μακράν; Μὰ τί νὰ πρωτομάθει ἐπί τέλους κι ὁ Βαγορής... Γιὰ κεῖνον τὸ νησί του δὲν ἦταν μακριά. Ἦταν τόσο κοντά του ποὺ ὧρες-ὧρες ἄκουγε τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του. 

-Μὰ ἔχουν τὰ νησιὰ καρδιά; 

Ἔχουν. Κι εἶναι μεγάλη. Τόσο μεγάλη ποὺ χωρᾶ πολλὲς καρδιές: Τοῦ Χαρίλαου, τῶν Μιχάληδων, τοῦ Γιάκωβου, τῶν Στέλιων, τοῦ Κυριάκου, τοῦ Ἀντρέα, τοῦ Ἀντρέα, τοῦ Ἀντρέα,του Μάρκου, τοῦ Γρηγόρη. Καὶ τοῦ μικροῦ γενναίου ποιητῆ: του Εὐαγόρα. 

Κι ἂν ἀγαπήσανε ἐτοῦτοι τόσο τὸ νησί τους καὶ ἄφησαν τὸ ὄνειρο μιᾶς γλυκιᾶς ἀνέφελης ζωῆς γιὰ νὰ ὑψωθοῦν στὰ ἰκριώματα καὶ στὶς καταπακτὲς τοῦ μίσους , τὸ νησὶ τοὺς ἀγάπησε τόσο πολὺ ποὺ οὔτε λεπτὸ δὲν τοὺς ἄφησε στὰ φυλακισμένα μνήματα. Εὐθὺς ἀνύψωσε τὰ νεανικὰ κορμιὰ καὶ κεῖνα σβέλτα καὶ ἑτοιμοπόλεμα πῆραν τὴν ἀνηφοριά. Αὐτήν, τὴν μοναδικὴ ἀνηφοριά του Εὐαγόρα. 

Υ.Γ. Είναι γνωστὸ πλέον ὅτι: 

Τὶς νύχτες ἀπ’τον Πενταδάκτυλο 

κατεβαίνουνε τραγούδια. 

Τὸ ἀρχαῖο αἷμα ἀναθαρρεῖ. 

Ὁ Διγενὴς ξυπνάει. 

Οἱ νέοι ἀνακλαδίζονται. 

Στολίζονται καὶ λένε: 

Ποτέ μου δὲ σ’αρνήθηκα 

ποτὲ δὲ σὲ ξεχνάω. 

Γιὰ λίγο ἀναπαύθηκα 

μὰ τώρα νά! ξυπνάω. 

Στὸ μεταξὺ ὁ Κοῦρος ἔχει ἤδη ἐγερθεῖ. Κάποιοι τὸν εἶδαν ν’ανηφορίζει μαζὶ μὲ ἕναν νεαρὸ μελαχροινὸ μὲ βλέμμα ἀετίσιο. Πολὺ νέος ὅμως. Ἴσως μαθητὴς ἀκόμη... Καὶ τί περίεργο! Ἔτσι ὅπως σήκωσε τὸ χέρι του γιὰ ἀντήλιο, τὰ ὡραῖα ποιητικὰ δάχτυλα ἦταν στὶς ἄκρες κατάλευκα, σὰν ἀπὸ κιμωλία...