Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Εὐαγόρας Παλληκαρίδης - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα

Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά


Αρχές μηνὸς Δεκεμβρίου. 

Σήμερα, θὰ ἤθελα νὰ δηλώσω πὼς ἕνας μαθητὴς τοῦ Γυμνασίου Πάφου δὲν ὁλοκλήρωσε τὴν φοίτησή του. Άφησε τὸ σχολειὸ στὴν Ε΄τάξη. Αρχές μηνὸς Δεκεμβρίου. 

Τὸ ἔγραψε καὶ στὸν μαυροπίνακα, προς γνῶσιν δασκάλων, συμμαθητῶν, γονέων, κηδεμόνων, ἀδελφῶν. Καὶ ὁπωσδήποτε, πρὸς γνῶσιν καὶ ἐνημέρωσιν Μεγάλων καὶ μικρότερων Δυνάμεων καὶ μόλις ἐστεμμένων φρεσκονυμφευμένων Βασιλισσῶν. Καὶ βεβαίως, μεγαλόψυχων μειοδοτῶν παρελθόντων καὶ μελλοντικῶν ἐτῶν, ἔνθεν-κακεῖθεν. Κι ἔτσι μὲ τὰ δάχτυλα ἀκόμα λευκὰ ἀπὸ τὴν κιμωλία, πῆρε τὴν ἀνηφοριά, ἀκριβῶς ὅπως τὸ δήλωσε στὸν μαυροπίνακα τῆς Ε΄Τάξης τοῦ Γυμνασίου Πάφου. 

"Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά 

θὰ πάρω μονοπάτια 

νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια 

ποὺ πὰν΄στη λευτεριά..." 

Μαθητὴς ἐτῶν 17, φέρων ἀρχαιοελληνικό, ἐπικίνδυνο ὄνομα: Εὐαγόρας. 

Καὶ ἀκόμη πιὸ ἐπικίνδυνο ἐπίθετο: Παλληκαρίδης. 

Ὅλα αὐτὰ σ’ένα ἀκόμη πιὸ ἐπικίνδυνο νησί, ἕνα ἀληθινὰ πεισματάρικο νησί, τόσο πεισματάρικο ποὺ εἶχε τὸ θάρρος νὰ "κεῖται μακράν". Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ ἔχει, ἔστω κι ἂν κάποτε κόπηκε στὴ μέση. Περίπου... Γιατί βλέπετε οἱ γηραιὲς προστάτιδες Δυνάμεις, ἔστω κι ἂν προσωρινῶς καμώνονται τὶς ἀνήξερες, στὴν οὐσία προνοοῦν γιὰ ὅλα. 

Στὴ μέση; Καὶ ὁ Πενταδάκτυλος, τὸ μέγα ρος; Στὴ μέση κι αὐτός; Δύσκολο! Εἶναι δυνατὸν τὸ πέντε (5), ἀριθμὸς μονός, νὰ κοπεῖ στὴ μέση; Τὸ νησί,μάλιστα! Ἔτσι μὲ τὴν ὡραία μεσαιωνικὴ σοφία, ποὺ μόνον οἱ παλιὲς δοκιμασμένες αὐτοκρατορίες -κληρονομικῷ δικαίῳ- κατέχουν ,ἀποφάσισαν. Ἐν κρυπτῷ, βεβαίως. Ἀλλὰ οἱ καλύτερες ἀποφάσεις λαμβάνονται στὴν ἤρεμη ὥρα τοῦ τεΐου -τσαγιοῦ βαρβαριστί- καὶ σίγουρα πρὶν τὸ δεῖπνο. Διότι τὸ νὰ μοιράζεις νήσους -ἔστω κι ἂν ὑπῆρξαν πρώην ἀποικίες- ὅσο νὰ’ναι πέφτει βαρὺ στὸ στομάχι. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ εὐγενῆ στομάχια εἶναι ἰδιαιτέρως εὐαίσθητα. Διὰ τοῦτο καὶ ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς πέντε (5) ἔχει τὴν ἰδιοτροπία νὰ παραμένει μονός, ἀποφασίστηκε στὰ γρήγορα καὶ πρὶν ἀλλάξουν οἱ χορηγοὶ τῆς ἱστορίας γνώμη, νὰ δοθεῖ τὸ πεισματάρικο ὅρος τῆς πείσμονος νήσου ὁλόκληρο. Μάλιστα. Ἔτσι ἀνταμείβουν οἱ κραταιὲς Δυνάμεις τοὺς συνεταίρους, οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν καὶ τὴ δύσκολη δουλειά! Διότι, ποὺ νὰ ξεσηκώνεται κοτζὰμ Στέμμα καλοκαιριάτικα καὶ νὰ τρέχει νὰ μαζεύει τὰ ἀπείθαρχα πετράδια, τὶς κατὰ κόσμον ἀποικίες, ποὺ εἶχαν τὸ θράσος νὰ ἀποστατήσουν; Ἀναλαμβάνει τὸ ἔργον, κατ’ανάθεσιν, ὁ ραβδοῦχος τῆς περιοχῆς, ἐνῷ οἱ χορηγοὶ ἔχουν ὅλον τὸν καιρὸ νὰ ἑτοιμάσουν δάκρυα ἀγανάκτησης καὶ νὰ τὰ προβάρουν σὲ παγκόσμιες εἰδήσεις, ἔστω καὶ ἀσπρόμαυρες! 

Ἔτσι ὡραῖα καὶ νοικοκυρεμένα, ἕνα θερμὸ μεσογειακὸ θέρος, τακτοποίησε τὸ Στέμμα τὰ πετράδια του, γιὰ νὰ μάθουν νὰ ἀφήνουν ἄσπλαχνα τὶς βασιλικὲς τιᾶρες παραπονεμένες καὶ τραγικὰ ξεδοντιασμένες. Καὶ παραλλήλως, ἀποκατέστησε καὶ ἀρχαῖα καταξιωμένα πολιτεύματα σὲ ἀρχαῖες, ἐπίσης πείσμονες, χῶρες. Ποὺ δὲν φθάνει τὸ γεγονὸς ὅτι πονόψυχες Δυνάμεις κάποτε τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ γίνουν προτεκτορᾶτο τους καὶ νὰ δανείζονται ἐς ἀεὶ μὲ ἐπαχθῆ ἐπιτόκια, ἔχουν τὸ θράσος νὰ παριστάνουν καὶ τὶς μάννες σὲ ἀπείθαρχα νησιά. Καὶ ἀπὸ πάνω νὰ βάζουν τοὺς ποιητές τους, νὰ τὰ παινεύουν ὡς χρυσοπράσινα φύλλα ριγμένα στὸ πέλαγος

Ἔτσι τὸ θέρος ἐκεῖνο, λίγο κουραστικὸ ἀλήθεια, γιατί ταυτοχρόνως τὰ εὐγενῆ τέϊα καὶ οἱ χορηγοί τους, εἶχαν νὰ ἑτοιμάσουν : ἐπιθέσεις (κι ἀντε νὰ ἐλέγξεις τὸν πλεονέκτη ραβδοῦχο). Ἀλλαγὲς ἐξουσιῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἔχεις ἐπιβάλλει (καὶ ἄντε νὰ βολέψεις τοὺς χρήσιμους μειοδότες ποὺ τόσα χρόνια ἐποιοῦσαν τὴν νῆσσαν). Καὶ τὸ πλέον ἐξοντωτικὸ ὅλων: ἐπιλογὴ σωτῆρος μὲ τὰ ἁρμόζοντα στὴν περίσταση προσόντα. Δηλαδή να ἔχει τὸ εἰδικὸ βάρος, νὰ γνωρίζει ἁπλὰ μαθηματικὰ καὶ νὰ κατέχει στοιχειώδεις γνώσεις γεωγραφίας. Καὶ τοῦτο διότι ὀφείλει, ἅμα τῇ ἀφίξει, νὰ πείσει τὰ ἐνθουσιώδη πλήθη γιὰ δύο βασικὰ πράγματα: ὅτι μία νῆσος -ἔστω καὶ Μεγαλόνησος- ἀπαιτεῖ κόπον, ἔξοδα καὶ ἱκανὲς γνώσεις ἀριθμητικῆς γιὰ νὰ χωριστεῖ στὴ μέση, κυρίως ὅταν κεῖται μακράν. Αὐτά. Ἁπλὰ μαθήματα γεωπολιτικῆς. Ἄ! καὶ κάτι ἀκόμη. Τελευταῖον, ἀλλὰ πολὺ σημαντικό, διότι βάζει παρακαταθῆκες γιὰ τὸ μέλλον: Τὰ νησιά, ὅπως καὶ κάποια ἔτη πρίν, τὰ παράλια, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν μαννάδες. Μόνον μητριές. 

Αὐτὰ ἔπραξε τὸ Στέμμα τὸ θέρος ἐκεῖνο καὶ κατακουρασμένο τράβηξε γιὰ ἐναπομείνασες πιστὲς ἐξωτικὲς ἀποικίες, ἀφήνοντας τοὺς χορηγοὺς νὰ ἐπιτηροῦν τὴν λεία καὶ νὰ κόβουν τὴν ὄρεξη στοὺς ἀχόρταγους ραβδούχους. Διότι, ὡς γνωστόν, τὰ νησιὰ δὲν χωνεύονται εὔκολα. Ἡ ἀργὴ διαδικασία της πέψεως διαρκεῖ ἔτη πολλά. Μπορεῖ καὶ πενῆντα! Καὶ ἄντε μετὰ ξανὰ ἀπ΄την ἀρχή. Μὰ ἐπί τέλους! Εἶναι Ἀρχιπέλαγος αὐτὸ μὲ τόσα νησιά; Ἡ πλειονότης τῶν ὁποίων κεῖται μακράν. Πολὺ μακράν... 

Ὡστόσο καὶ χρόνους πρὶν τὶς μοιρασιές, ὁ μαθητης τῆς Ε΄ Γυμνασίου Πάφου, Εὐαγόρας, τὰ ἔγραψε ὅλα αὐτὰ στὸν μαυροπίνακα τῆς τάξης. 

Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριά.. 

Ἔτσι εἶπε, ποιητὴς κιόλας αὐτός, στὰ 17 του. 

Δὲν εἶπε: Θὰ πάρω ἕνα δρόμο 

θὰ πάρω ἕνα στρατί 

θὰ πάρω μιὰν λεωφόρο... 

Σὲ ἀνηφοριὰ ἀναφέρθηκε. Ἀπ' εὐθείας. Εὐκρινῶς καὶ πεντακάθαρα: Ἀνηφοριά! 

Ἤξερε ὁ σοφὸς νέος ποιητὴς πὼς ὁ δρόμος γιὰ τὴν λευτεριὰ μόνον ἀνηφοριὰ μπορεῖ νὰ εἶναι. Γιατί ἂν δὲν εἶσαι σοφὸς στὰ 17 σου, πότε μπορεῖ νὰ εἶσαι; 

Ἔτσι τράβηξε αὐτὸς γιὰ τὴν ἀνηφοριά του καὶ οἱ ὑπόλοιποι γιὰ τὴν κατηφοριὰ τῆς κοινῆς λογικῆς. Αὐτῆς, ποὺ ξέρει μιὰ χαρὰ νὰ στέλνει φλογερὰ μαῦρα μάτια στὰ ἰκριώματα , στὶς καταπακτὲς καὶ στὰ φυλακισμένα μνήματα. Ὅσο γιὰ τὶς χρυσοπράσινες μεγαλονήσους... Ἔ! Ἂς ἀσχοληθοῦν καὶ λίγο οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί! Καμμιὰ πενηνταριὰ χρόνια συζητήσεων, διαβουλεύσεων καὶ πολυτελῶν πηγαινέλα καὶ βλέπουμε. Στὸ κάτω-κάτω τόσα κόστισαν οἱ σπουδαῖοι αὐτοὶ ὀργανισμοί! Ἂς παράξουν καὶ κάτι. Διότι τὸ νὰ καταφέρνεις νὰ ἀποκοιμίζεις τόσους καὶ τόσους ἐπὶ πενῆντα συναπτὰ ἔτη, εἶναι ἔργον, πὼς νὰ τὸ κάνουμε! Ἄσε ποὺ ὑπάρχει πάντα καὶ τὸ παράπλευρο κέρδος: Ὑπάρχει ὅλος ὁ ὠφέλιμος χρόνος νὰ ὁλοκληρώσεις τὶς γνώσεις στὶς μαθηματικὲς ἐπιστῆμες. Διότι ἀρκετὸς ὁ κόπος νὰ χωριστεῖ ὁλάκερη μεγαλόνησος στὴ μέση. Ἡ ἐμπειρία διδάσκει: Τὰ νησιά, ὅταν ἔλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου νὰ δοθοῦν, καλύτερα νὰ πᾶνε ὁλόκληρα. Ὅπως οἱ ὀροσειρές. Τοῦ Πενταδάκτυλου ἂς ποῦμε. Κι ἂς λὲν πὼς ἔχει τὸ σημάδι της ἀπαλάμης του Διγενῆ στὴν κορυφή του... 

Στὸ μεταξὺ ὁ μαθητὴς Εὐαγόρας εἶχε ἤδη πάρει μιὰν ἀνηφοριά.. Καὶ παρ' ὅλο ποὺ γρήγορα ἑτοίμασαν τὸ σύνηθες γιὰ τὶς περιπτώσεις ἰκρίωμα μὲ σχοινὶ φτιαγμένο ἀπ’τους κάμπους τῆς χρυσοπράσινης Μεγαλονήσου καὶ παρ' ὅλο ποὺ ἄνοιξαν στὰ πόδια του μιὰν καταπακτὴ φτιαγμένη ἀπὸ δέντρα του Πενταδάκτυλου, ἐκεῖνος δὲν κατέβηκε. Ἔκαμε τὸ σταυρό του, τραγούδησε τὸ σὲ Γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη καὶ ἔτσι ὡραῖος καὶ ἀγέρωχος συνέχισε νὰ ἀνεβαίνει... 

Παρ’όλα αὐτὰ τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ σπουδαῖοι τετράγωνοι νόες μακροημέρευσαν, ἐτιμήθησαν, ἐδοξάσθησαν καὶ σὰν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς δικῆς τους καταπακτῆς, προτίμησαν την εὐκολία τῆς λεωφόρου-ἀσχέτως ἂν εἶναι ἐπικλινής. Διότι τὶς ἀνηφοριὲς καὶ τὰ μονοπάτια λίγοι καὶ διαλεγμένοι ἀπὸ παλιά, τὶς ἀντέχουν. Ἡ νεαρὴ ἐστεμμένη, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τῆς χαλοῦν τὸ image νεαροὶ ἀνυπότακτοι ποιητές, μεγάλωσε κι αὐτή, μακροημέρευσε, ἔγινε σύμβολο σταθερότητος καὶ εὐημερίας καὶ ἔτσι πλήρης ἡμερῶν φωτογραφήθηκε μὲ το πολύτιμο στέμμα, λίγο πρὶν κατεβεῖ τὴν μεγάλη καταπακτή. Ὄχι βέβαια αὐτὴ ποὺ ἀνοίχθηκε γιὰ τὰ σγουρόμαλλα παλληκάρια τῆς πείσμονος μεγαλονήσου. Γιατί βλέπετε, ὑπάρχουν καταπακτὲς καὶ καταπακτές. Αὐτὸ δὲν πρόλαβαν νὰ τὸ μάθουν οἱ τετράγωνοι νόες. Ἀλλὰ τί νὰ πρωτομάθει πιὰ κανεὶς μὲ τόσες σπουδαῖες ἔγνοιες! 

Ἔτσι, οἱ καταπακτὲς τῆς νήσου ὁδήγησαν σὲ μιὰν ἀνηφοριά, σὲ κάτι μονοπάτια ποὺ πὰν στὴ λευτεριά. Καὶ τὰ φυλακισμένα μνήματα ἀπολαμβάνουν λεύτερη πνοή. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται; Κάποιοι λὲν ἀπ’την μεγάλην ὀροσειρὰ καὶ ἀπ΄του Διγενῆ τὰς χέρας. Εἶναι -λένε- ἐκεῖ καιρὸ πολὺ ὁ Ἀκρίτας. Μπορεῖ καὶ πενῆντα χρόνια...Τι φτιάνει; Ποιός ξέρει...Κάποιοι λένε πὼς πλέκει σχοινὶ τεράστιο. Ποὺ τὸ βρῆκε; Μὰ ἀπ΄τα ἰκριώματα ποὺ ἡ Μεγάλη Δύναμη ἔπλεκε -μὲ τόση εὐγένεια- γιὰ τοὺς μελαχροινους ἀνυπότακτους αὐχένες...Τί κρῖμα, τόσο ὡραῖοι, τόσο νέοι... Και μάλιστα, ὁ τελευταῖος ἀπ’ αὐτοὺς ἦτο κιόλας ποιητὴς φτασμένος... Ἂς εἶναι... 

Στὸ μεταξύ, ὁ Διγενὴς πλέκει τὸ σχοινί, τὸ τεράστιο, τὸ μεγάλο. Τόσο μεγάλο ποὺ μπορεῖ νὰ τυλίξει γύρω-γύρω ἕνα χρυσοπράσινο φύλλο, ριγμένο στὸ πέλαγος. Κι ὕστερα μπορεῖ νὰ φτιάξει ἱστία. Και καράβι νὰ γένει τὸ νησί. Το νησὶ τὸ πονεμένο,το πολυαγαπημένο. Και ἅμα λύσει τὰ σκοινιά, ποιός τάχα μπορεί νὰ τ’αρπάξει; 

-Καὶ μετά; 

Ξέρει αὐτός. Ολόκληρος Διγενής, να μὴν ξέρει; 

-Καὶ εἶναι μοναχός του; 

Ἔχει κάμποσους... Ἕναν Χαρίλαο, δυὸ Μιχάληδες, εἶναι κι Στέλιος, ὁ μεγάλος κι ὁ μικρός, ὁ Γιάκωβος, ὁ Κυριάκος, οἱ τρεὶς Ἀντρέηδες, ο Μάρκος καὶ πίσω ἄλλοι κι ἄλλοι. Καὶ στερνά-στερνὰ δυὸ ὀμορφόπαιδα, λεβεντονιοί, ἴδιοι ἀρχαῖοι Κοῦροι

-Καὶ πῶς τὰ λένε τὰ παιδιά, αὐτὰ ποὺ πᾶνε ἀντάμα; 

Ὁ πιὸ μεγάλος εἶναι ὁ Γρηγόρης. Κι ὁ πιὸ μικρὸς εἶναι ὁ Εὐγόρας, μαθητὴς τῆς Ε΄ Τάξης τοῦ Γυμνασίου Πάφου. Αὐτὸς ἦταν ἄριστος μαθητής. Μὰ δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸ σχολειό. Ἴσως γι’αυτό δὲν ἔμαθε ποτὲ πὼς οἱ ὀροσειρές -ὅπως τοῦ Πενταδάκτυλου- δίδονται ὁλόκληρες καὶ αἱ νῆσοι -κυρίως οἱ Μεγαλόνησοι- κόβονται στὴ μέση. Περίπου... Διότι ὡς γνωστὸν κεῖνται μακράν... 

Μακράν; Μὰ τί νὰ πρωτομάθει ἐπί τέλους κι ὁ Βαγορής... Γιὰ κεῖνον τὸ νησί του δὲν ἦταν μακριά. Ἦταν τόσο κοντά του ποὺ ὧρες-ὧρες ἄκουγε τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του. 

-Μὰ ἔχουν τὰ νησιὰ καρδιά; 

Ἔχουν. Κι εἶναι μεγάλη. Τόσο μεγάλη ποὺ χωρᾶ πολλὲς καρδιές: Τοῦ Χαρίλαου, τῶν Μιχάληδων, τοῦ Γιάκωβου, τῶν Στέλιων, τοῦ Κυριάκου, τοῦ Ἀντρέα, τοῦ Ἀντρέα, τοῦ Ἀντρέα,του Μάρκου, τοῦ Γρηγόρη. Καὶ τοῦ μικροῦ γενναίου ποιητῆ: του Εὐαγόρα. 

Κι ἂν ἀγαπήσανε ἐτοῦτοι τόσο τὸ νησί τους καὶ ἄφησαν τὸ ὄνειρο μιᾶς γλυκιᾶς ἀνέφελης ζωῆς γιὰ νὰ ὑψωθοῦν στὰ ἰκριώματα καὶ στὶς καταπακτὲς τοῦ μίσους , τὸ νησὶ τοὺς ἀγάπησε τόσο πολὺ ποὺ οὔτε λεπτὸ δὲν τοὺς ἄφησε στὰ φυλακισμένα μνήματα. Εὐθὺς ἀνύψωσε τὰ νεανικὰ κορμιὰ καὶ κεῖνα σβέλτα καὶ ἑτοιμοπόλεμα πῆραν τὴν ἀνηφοριά. Αὐτήν, τὴν μοναδικὴ ἀνηφοριά του Εὐαγόρα. 

Υ.Γ. Είναι γνωστὸ πλέον ὅτι: 

Τὶς νύχτες ἀπ’τον Πενταδάκτυλο 

κατεβαίνουνε τραγούδια. 

Τὸ ἀρχαῖο αἷμα ἀναθαρρεῖ. 

Ὁ Διγενὴς ξυπνάει. 

Οἱ νέοι ἀνακλαδίζονται. 

Στολίζονται καὶ λένε: 

Ποτέ μου δὲ σ’αρνήθηκα 

ποτὲ δὲ σὲ ξεχνάω. 

Γιὰ λίγο ἀναπαύθηκα 

μὰ τώρα νά! ξυπνάω. 

Στὸ μεταξὺ ὁ Κοῦρος ἔχει ἤδη ἐγερθεῖ. Κάποιοι τὸν εἶδαν ν’ανηφορίζει μαζὶ μὲ ἕναν νεαρὸ μελαχροινὸ μὲ βλέμμα ἀετίσιο. Πολὺ νέος ὅμως. Ἴσως μαθητὴς ἀκόμη... Καὶ τί περίεργο! Ἔτσι ὅπως σήκωσε τὸ χέρι του γιὰ ἀντήλιο, τὰ ὡραῖα ποιητικὰ δάχτυλα ἦταν στὶς ἄκρες κατάλευκα, σὰν ἀπὸ κιμωλία...

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα

Ἡ καρδιὰ τοῦ πρίγκιπα 


Ὁ Πρίγκηψ 

ἐγεννήθη μῆνα Δεκέμβριο. 

Στὴν Πόλη. 


Ὁ ἀκριβὴς χρόνος ἐπιστροφῆς του ἐκεῖ 

ἐναπόκειται εἰς τὰς χεῖρας 

τοῦ μόνου Δικαίου. 


Στὸ μεταξὺ ὑπάρχει μιὰ καρδιά. 


Κρυμμένη. 

Σὲ μιὰν ἄλλη πόλη. 

Στὴ μεγάλη ἀρχαία. 

Σὲ μικρὸ παρεκκλήσι. 

Κρυμμένο, πνιγμένο σχεδόν 

ἀπ’το σκυρόδεμα σκληρῶν ἐπιγόνων. 

Ἂς εἶναι ὅμως... 

Ἡ μεγάλη καρδιά 

ξέρει νὰ περιμένει. 


Γιατί εἶν’ ἡ καρδιά 

τοῦ νεαροῦ πρίγκηπος. 

Ἐκείνου ... 

Τοῦ Ἀλέξανδρου. 


Μὰ τί ἄλλο μπορεῖ ἀλήθεια νὰ πράξει μιὰ τρυφερὴ καρδιά, ὅταν λησμονημένη ἀπ’όλους σχεδόν, κοιμᾶται τὸν προσώρας ὕπνο της σὲ λήκυθο ἀττική; Καὶ πόσο μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ συνεχίσει τὴν ἀέναη συνομιλία μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ ποὺ φυλαγμένη κι αὐτὴ σὲ λήκυθο παρόμοια, φυλὰ τὸν τολμηρὸ πρωτότοκο νὰ μὴν διαβεῖ παράκαιρα τὸν παγωμένο ποταμό, τὸν Προῦθο; 

Γιατί -εἶν’εδώ ποὺ τὰ λέμε- μέρες αὐτοῦ τοῦ χειμῶνα, τοῦ χειμῶνα ποὺ καταφθάνει ἀνυπόδητος σχεδὸν καὶ ἀδυνατῶν προσέτι νὰ παρηγορήσει τὴν πάλαι ποτὲ ἐνδοξη πολιτεία, εἶναι μέρες αὐτὲς κατάλληλες γιὰ νουθεσίες καὶ ρήσεις ἀδελφικές; 

Ἢ μήπως εἶναι τὸ τοπίο τῆς πόλης αὐτῆς, ποὺ ἀλαφιασμένη προΐσταται προσώρας τῆς ἔρημης χώρας, τόπος αἰώνιας ἀνάπαυσης; Πῶς ν’αναπαυθούν οἱ καλὲς καρδιὲς ποὺ λαχταροῦν τὸ Φώς, μέσα στὴν ἀντάρα ποὺ ὡς σκοτεινὸς ἀγγελιοφόρος τοῦ Κακοῦ διατρέχει τὴν πόλη ἀπ’άκρη σ’άκρη; 


Τὴν πόλη, τὴν μεγάλη, τὴν ξακουστὴ γιὰ τ’αγάλματα τὰ ὡραῖα, ποὺ ὅμως μεγαλώνοντας μίκρυνε καὶ κατέλαβε τὰ πάντα σὰν ἄτεχνος ὑπερφυσικὸς ἀνδριάντας ἀλαζόνα Ρωμαίου αὐτοκράτορα. Καὶ ἔτσι σκέπασε σχεδὸν μὲ βαριὰ σκιὰ ὅλη τὴν ὡραία ξακουστὴ χώρα. Τέτοια βαριὰ κι ἄτεχνη σκιά, ποὺ ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς νὰ περιγελοῦν κι αὐτοὺς ποὺ λὲν πὼς κατοικοῦν στὸ ἄστυ νὰ τρέχουν γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπ’τον μεγάλο ἴσκιο ποὺ τοὺς κλέβει τὶς μνῆμες. Κι ἔτσι ἄνοες καὶ σὲ λήθη βαθιὰ λησμονοῦν τὶς μεγάλες καρδιές. Ποὺ εἶν’εξάλλου τόσο ἄβολες μ’αυτή τους την ἀψηφησιά, νὰ ἐγκαταλείψουν ἄσκεφτα τιμὲς καὶ μεγαλεῖα καὶ νὰ ἐγκατασταθοῦν -προσωρινῶς ἔστω- σὲ παρεκκλήσια φύσει στενάχωρα καὶ σὲ ληκύθους( ἄκου λή- κύ- θοῦ- ς!). Στενάχωρες κι αὐτές. Ἀττικὲς ἴσως -κάτι νὰ σημαίνει ἡ λέξη- μὰ στενάχωρες κι αὐτές. 

Μὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι μέρες αὐτὲς γιὰ νὰ χωρέσουν μεγάλες καρδιές; 


Ὡστόσο, τοῦ πρίγκΙπος ἡ καρδιὰ ὑπομένει. Καὶ ἀναμένει. 

Μεγάλη καρδιά, ποὺ διάβηκε τὸν Προῦθο. Τὸν Προῦθο ποταμό. 

Ὁ ὡραῖος νεαρὸς πρίγκηψ. Ὁ ὡραῖος νεαρὸς μονόχειρ. Κρατῶντας στὸ μοναδικό του πιὰ χέρι, τ’αριστερό, ἕνα σπαθί. Τοῦ ἄλλου μεγάλου γενναίου. Ἐκείνου ποὺ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὴν Πόλη, γιατί λέει δὲν ἤτανε δικιά του. Ἄλλη ἄβολη ἀλήθεια! 

Μὰ εἶναι καιροὶ τώρα αὐτοί, νὰ μὴν μοιράζεσαι καὶ νὰ μὴν παραδίδεις πόλεις, χῶρες καὶ πελάγη- ἰδίως αὐτὰ τελείως ἀπροστάτευτα μὲ τόσα νερὰ τριγύρω- ἔστω καὶ γαλάζια! Εἶναι καιροὶ αὐτοὶ ν’ ἁρπάζεις παλαιολόγεια παλιὰ σπαθιὰ καὶ νὰ διαβαίνεις παγωμένα ποτάμια, πρίγκιπας ἐσύ, μονόχειρ ὅμως. Καὶ ποῦ εἶναι ὁ αὐτοκράτωρ ὁ κραταιός, ὁ ὁμόδοξος, αὐτὸς ποὺ εἴκοσι χρονὼ ἐσύ, τοῦ χάρισες τὸ εὐγενικό σου χέρι τὸ δεξί, ἐκεῖ στὶς τευτονικὲς πεδιάδες, πολεμῶντας γιὰ τὴ δόξα τῆς ὁμόδοξης κραταιᾶς δύναμης; Ποῦ εἶναι τὰ χρυσοποίκιλτα ἄμφια τὰ μεγαλόστομα, ποὺ κρατοῦν αἰῶνες τώρα τὶς Πύλες τὶς Ὡραῖες; Ποῦ σὲ ἄφησαν μόνον ἐσένα καὶ τοὺς ἀδελφούς, μόνον ἐσένα καὶ μιὰ χούφτα ὡραίους νέους -ἀψήφιστους κι αὐτούς- μὲ μόνη ἁρματωσιὰ ἕνα παλιὸ σπαθὶ κι ἕνα ἀρχαῖο αἷμα; Τὸ αἷμα μιᾶς μακρινῆς λυπημένης χώρας. 

Κι ἔτσι, μὲ τὴν εὐχὴ μιᾶς μάνας ἀρχόντισσας, ἀψήφιστης κι αὐτῆς ποὺ δὲν κάθισε νὰ λογαριάσει μήτε τὰ πολλά της πλούτη, μήτε τοὺς πολλούς της γιούς, μὲ τὴν εὐλογία κάτι ράσων ταπεινῶν -γι'αυτό γενναίων- ἅρπαξες τοῦ προγόνου τὴ σπάθα μὲ τὸ μοναδικὸ γενναῖο σου χέρι καὶ διέβης τὸ παγωμένο τῆς Εὐρώπης, ποτάμι. 

Καὶ ἡττήθηκες, προδομένος. Καὶ νίκησες, ἡττημένος. 

Καὶ ἔγινε ὁ Προῦθος, τὸ δικό σου σύνορο. 

Καὶ ἔμεινες στὶς σκοτεινὲς φυλακὲς λαμπερῶν αὐτοκρατοριῶν -παρ ὀλίγον ὁμοδόξων αὐτῶν- χρόνους δέκα. Μὲ μόνη παρηγοριά, τὸ ὄνειρο μιᾶς λυπημένης χώρας. Ξεχασμένης ἀπ’όλους. Σχεδόν. Βλέπετε, ἀγαπητὲ πρίγκηψ, τὴν ἀψηφισιὰ σᾶς ζήλεψαν κι’άλλοι. Κάτι ξεχασμένοι πάνω στὰ βουνὰ τῆς μοναχικῆς χώρας. Καὶ κάτι ἄλλοι, ἁλιεῖς αὐτοί, στὰ γαλάζια νησιά. Καὶ μαζευτήκαν. Καὶ ἔγιναν, σὰν τοὺς ἐλάχιστους ἁπλοϊκοὺς ποὺ ἀκολούθησαν Ἐκεῖνον. Καὶ κάποιοι εἶπαν : "Μά, δὲν εἶχαν καὶ τίποτα νὰ χάσουν!" 

Καὶ κεῖνοι σήκωσαν τοὺς ὤμους καὶ ἀκολούθησαν. Τὴν ἀψηφισιά. Τὴ δική σου. Καὶ δὲν σὲ ξέχασαν. Καὶ συχνὰ ἄναβαν κεράκια μυστικὰ γιὰ τὴ λευτεριά σου. Καὶ τῆς μικρῆς θλιμμένης πατρίδας. 


Καὶ ἦλθε ἡ ὥρα. Ἡ προκαθορισμένη. 

Ἐλευθερώθη ἡ πατρίς. Ποταμοὶ αἵματος πότισαν τὴν καρδιὰ τοῦ τόπου καὶ τὴν καρδιά του πρίγκιπα. Ἡ πρώτη ἄντεξε. Μὰ ἡ καρδιὰ τοῦ γενναίου πρίγκιπα ἔσβησε ἀποκαμωμένη. Εἶναι φαίνεται πολλὰ τὰ δέκα χρόνια στὶς φριχτὲς φυλακὲς τῶν ἐκλεπτυσμένων εὐγενῶν τῶν μεγάλων δυτικῶν Δυνάμεων... 


Ἔτσι ὁ πρίγκηψ, ὁ γεννημένος στὴν Πόλη, κοιμήθηκε σὲ μιὰν ἄλλη πόλη, τῆς παλιᾶς ἠπείρου κι αὐτή, πόλη λίγο πιὸ φρέσκια, ἀνέμελη καὶ ἐντελῶς ἀδιάφορη γιὰ πρίγκιπες ποὺ διέθεσαν πλοῦτο καὶ δόξα,απλώς γιὰ νὰ διασχίσουν ἕνα ποτάμι καὶ νὰ διασώσουν τὸ μισοσβησμενο καὶ ἄβολο ὅραμα ἀρχαίας ἐνδόξου, γαλανῆς καὶ μὲ ὑγιεινὸ κλίμα -ὅπως λέγεται-χώρας. Δηλαδή, μιᾶς μελλοντικῆς ὑποψήφιας παραθεριστικῆς γωνιᾶς, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς παλιᾶς ἠπείρου. 

Αὐτὰ εἶπε ἡ λαμπερὴ πρωτεύουσα καὶ συνέχισε νὰ στροβιλίζεται στὸν ρυθμό των βάλς. 


Μὰ βλέπετε οἱ καρδιὲς τῶν τολμηρῶν, συχνὰ κρίνουν κατὰ τὴ δική τους βούληση. 

Κι ὅταν ὁ πρίγκιπας κοιμήθηκε γιὰ πάντα, ἡ καλή του καρδιὰ ἀποφάσισε πὼς ὁ μόνος τόπος γιὰ ν’αναπαυθεί λίγο κι αὐτή, εἶναι ἐκεῖ, στὴν μακρινὴ λυπημένη πατρίδα. Καὶ ἦλθε. Καὶ βρῆκε φωλιὰ ἐκεῖ ποὺ ξαποσταίνουν ὅλες οἱ μεγάλες προδομένες καρδιές. 

Σ’ένα ἐκκλησάκι. 

Κι ὕστερα...ξεχάστηκε. 

Γιατί...Γιατί ἡ ἀρχαία ἔνδοξη πόλη πάλιωσε. Καὶ μαζὶ τῆς πάλιωσαν οἱ ἄνθρωποι. Κι ἔγιναν τόσο παλιοί, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ θυμηθοῦν τίποτα. Οὔτε κὰν τὴν καρδιὰ τοῦ πρίγκιπα μὲ τὰ μεγάλα ρεμβώδη μάτια. Ἐκείνου ποὺ’χε τὴν τόλμη νὰ διαβεῖ τον Προῦθο. 


Βέβαια οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν. 

Ὅμως, ἡ καρδιὰ θυμᾶται. 

Καὶ κρυμμένη προσώρας στὴν προστασία τῆς ἀττικῆς της ληκύθου, ἀναμένει... 


Υ.Γ. Ἡ Καρδιὰ τοῦ πρίγκιπος Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν Βιέννη, στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ 1828, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία του ἐπιθυμία, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Νικολάου. Οἱ Καρδιὲς τῶν δύο Ὑψηλάντηδων βρίσκονται ταριχευμένες καὶ φυλαγμένες σὲ ληκύθους, στὸ ἐκκλησάκι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Στησιχόρου, ἀρ.6, στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. 


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα






Ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ Ἄθω


Κάποτε, πάνε χρόνοι πολλοί, σ’ἕνα νησί, εκεί εἰς τοῦ Ἄθω τὴν σκιάν, γεννήθηκε ἕνα ἀγόρι. 

Τὸ ἀγόρι ἀγάπησε τὸ νησί. Μπορεί καὶ τὸ νησὶ ν' ἀγάπησε τὸ ἀγόρι. 


Κι ὅταν αὐτὸ τὸ λευκῆς ψυχῆς παιδί, αὐτὸ ποὺ λαχταροῦσε νὰ "ἦταν πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη" καὶ νὰ μὴν ξεύρει ἀκόμα ἄ λ φ α, για νὰ εἶναι εὐτυχής",  βρέθηκε στὶς στενὲς κάμαρες τῆς μεγάλης πόλης, τότε τὸ μικρὸ νησὶ θέριεψε κι ἔγινε ὁ κόσμος ὅλος.
Και στὰ ρόδινα ἀκρογιάλια του καὶ στὰ πέτρινα καλντερίμια του καὶ στα μακρινά του ξωκκλήσια, χώρεσε ὅλα τὰ πάθια καὶ ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς μικρὲς χλωμὲς χαρὲς τοῦ κόσμου.
Και χώρεσε καὶ τὰ φτερὰ τοῦ ἀγοριοῦ, εκείνα τὰ διπλωμένα, τα σχεδὸν ντροπαλά, που προσεκτικά, σχεδὸν εὐλαβικά, ἔκρυψε στὴν παλιὰ βαλίτσα, πρὶν μπεὶ στὸ καράβι, γιὰ τὴν μεγάλη πολιτεία. 

Γιατί ἤξερε τὸ ἀγόρι, γνώριζε ἐξ ἀρχῆς.Το εἶπε ἐξαλλου, το ἔκανε τραγούδι, το ἔστειλε στὴ μάνα του, νά’ χει

κι αὐτὴ νὰ παρηγοριέται: 

Μάνα μου, 

ἐγὼ εἶμαι τὸ ἄμοιρο 

τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι 

ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος 

βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.



Γιατί κι ἡ μάνα ἤξερε, γνώριζε ἐξ ἀρχῆς: Πως τοῦτο ἐδῶ -ἀπ ὅλα τὰ σπλάχνα της- ἦταν ἕνα μοναχικὸ πετούμενο, μετέωρο ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ σ’ἐκεῖνον τὸν ἄλλον, τὸν ξεκάθαρο, τον διάφανο, τον κόσμο τοῦ Θεοῦ. Εκεί, που ὁ ἄνεμος δὲν λυσσομανάει, αλλά γίνεται αὔρα ἁπαλὴ τοῦ πελάγου καὶ ἡ βροχὴ μοιάζει μὲ εὐλογία σιωπηλή, καθώς πέφτει -τρυφερά σχεδόν- πάνω στὶς μικρὲς φτεροῦγες καὶ στολίζει παραμύθια καὶ ψαλμωδίες σιγανές, ἀνακατεμένες μὲ νανουρίσματα καὶ παιδικὰ φθογγίσματα καὶ ἐαρινοὺς ὕμνους γιὰ τὸν Πάνυ Ὡραῖον. Εκείνον, ποὺ ἔκανε μὲ τὸ αἷμα Του, πιὸ ἐλαφρὺ τὸν σταυρὸ ὅλων τῶν ἄμοιρων φτωχῶν πλασμάτων, που μέσα στοὺς ἀμέτρητους αἰῶνες προσπαθοῦν νὰ κάνουν δυὸ φτωχὰ χέρια, φτερά... 

Ἔτσι, ἡ εὐχὴ τῆς μάνας, ἡ συμπόνια τοῦ Γλυκοῦ Ἔαρος καὶ τοῦ Ἄθω ἡ μεγάλη σκιά, συντρόφεψαν τὴν μοναχικὴ ψυχὴ τοῦ μικροῦ ντροπαλοῦ τρυγονιοῦ. Και γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ φοβισμένο στοὺς σκοτεινοὺς δρόμους τῆς μεγάλης πόλης, άρχισαν νὰ τοῦ λένε ἱστορίες. Φρόντισε βέβαια καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἀγόρι -ἄντρας πιά- νὰ ξαναφορὰ τὶς νύχτες τὸ παιδικὸ του λευκό ροῦχο. Ύστερα, ἄναβε ἕνα καντήλι μὲ ψαλμωδίες παρμένες ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπ’τὸν "Χριστὸ στὸ Κάστρο". Ἔτσι καθάριζε τὴν ψυχή του ἀπό τὴν ἀνθρωπίλα τὴν πολλὴ καὶ τὴν γκρίζα στάχτη τῆς μεγάλης πολιτείας. Διότι καὶ βεβαίως, δεν ἦταν ἀλαφροΐσκιωτος καὶ ἀληθινὰ γνώριζε γιὰ ποιές ψυχὲς φέγγει κάποτε τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ. Ήξερε, γνώριζε. Γιατί, στὸ μεταξύ, βουτοῦσε κι αὐτὸς κάθε μέρα στὴ σκοτεινιὰ τοῦ κόσμου τούτου. Όμως ...ἔτσι σὰν ἀπὸ θαῦμα… τὸ ροῦχο του τὸ ταπεινό, το πονεμένο, το σκεβρωμένο ἀπὸ παλιὰ ἀλμύρα καὶ νέα δάκρυα, τὸ ἀκούμπαγε κάθε βράδυ στὴ μοναδικὴ καρέκλα του κελιοῦ του καί -τί παράξενο- τὸ ξημέρωμα τὸ 'βρισκε κατάλευκο! Ετσι, σὰν ἀπὸ θαῦμα ... 

Καὶ μὲ τὸ μελάνι του σὲ παλιὰ χαρτιά, ἄρχιζε τότε νὰ ζωγραφίζει. Και τί περίεργο! Ζωγράφιζε μὲ γράμματα! Γράμματα ποὺ σχηματίζαν λέξεις. Λέξεις ἑλληνικές. Λέξεις ποὺ φτιάχναν ξανά, σιωπηλά καὶ ἀθόρυβα, μιὰ καινούργια γλῶσσα. Παλιά, αρχαία, νησιώτικη καὶ στεργιανή, από τοῦ Μυστρᾶ τὴν καστροπολιτεία, στὶς ἐκκλησιὲς τῆς Πόλης κι ὕστερα στῆς Ἰωνίας τὰ ἀκρογιάλια μπροστὰ στὰ θαυμαστὰ μάτια τοῦ Ὁμήρου. Μια λαλιὰ ποὺ ἤξερε ἀπ' ἔξω νὰ ἀπαγγέλλει τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν τους, γνώριζε ἀπὸ τὸ σχολειὸ τὴν Ἰλιάδα καὶ τοῦ Ὀδυσσέα τὸ νόστο. Μα θυμόταν καὶ τὰ νανουρίσματα τῆς μάνας στὸ παραγώνι καὶ τὰ ὑμνητικὰ γιὰ τὸ Νιογέννητο Μικρό. Ἐκεῖνον τὸν Ἕναν, τον πρὸ αἰώνων, που κουρνιασμένος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μικρομάνας τῆς Καλῆς, απολάμβανε, τοὺς αἴνους τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν πίστη τῶν αἰπόλων. Και ἴσως ἀπολάμβανε αὐτὴν τὴν ἀρχαία καινούργια λαλιὰ καί ἔδινε στὸ μικρὸ πιστὸ τρυγόνι τὴν φώτιση νὰ ζωγραφίζει καὶ τὸ κουράγιο νὰ ἱστορεῖ τὶς ἱστορίες ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ, που πρασινόχρυσο φώλιαζε στὴ γωνιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους. Ενός ἀληθινὰ μικροῦ ἑλληνικοῦ νησιοῦ ποὺ εὐτύχησε νὰ γίνει ὁ κόσμος ὁλάκερος. Και ἀκόμα -τί ταπεινὴ περηφάνεια- ἀξιώθηκε τὸ νησὶ αὐτό, ἐκεῖ ὑπὸ τοῦ Ἄθω τὴν σκιάν, να ἀκούσει τὴν λαλιά του μέσα ἀπὸ τὴ γλῶσσα τοῦ Γένους του. Αυτήν, ποὺ ζυμωνόταν χρόνια καὶ αἰῶνες πολλοὺς γιὰ νὰ στάξει σὰν αἷμα στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ τρυγονιοῦ, του ἀγοριοῦ τῆς ἱστορίας μας, που στὸ μεταξὺ εἶχε μεγαλώσει καὶ μεγαλώσει καὶ μεγαλώσει... Μὰ κρατοῦσε πάντα ἐκείνη τὴν παιδικὴ ματιά, ποὺ κούρνιαζε ντροπαλὴ γιὰ τὶς χάρες της καὶ τὰ δωρήματα τὰ ἄνωθεν σταλθέντα, κάτω ἀπὸ τὰ χαμηλωμένα βλέφαρα. 

Κι ἂν ὁ ἴδιος ἦταν σιωπηλὸς καὶ κρατιόταν μακριὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς συναναστροφὲς καὶ γαλήνευε ὑπὸ τοῦ Ἄθω τὴν στοργικὴ σκιά, οι λέξεις του εἶχαν θάρρος,κουράγιο ἀστείρευτο, καρδιὰ θεριοῦ. Προχώραγαν σὲ δρόμους κακοτράχαλους, σκαρφάλωναν σὲ κορφὲς ἀπάτητες, ψηφούσαν χαράδρες ποὺ γνωστικοὶ καὶ γραμματικοί -δουλεύοντας ἀκούσια ἢ καὶ ἑκούσια γιὰ τοὺς Ἐμπόρους τῶν Ἐθνῶν- ἀνοίγουν μὲ μαεστρία, για νὰ γκρεμίσουν καὶ νὰ θάψουν καὶ να ἀφήσουν λησμονημένο, κάθε τί τὸ ἀληθινό. 

Λέξεις γενναῖες, που ἔφτιαξαν μιὰ γενναία γλῶσσα. Κάποιοι τὴν εἶπαν ἐπίπλαστη, ενώ εἶναι αὐθεντική. Καὶ τὴν εἶπαν καὶ ψεύτικη, ἐνῷ εἶναι ἀληθινή. Και τὴν εἶπαν καὶ ἀκατανόητη, ενώ εἶναι καθαρὴ σὰν του Πουλιοῦ τὴν Βρύση. Και τὴν εἶπαν καὶ δύσκολη. Αλλά τί νὰ ποὺν καὶ οἱ καημένοι οἱ δυσκολεμένοι, οι ἔχοντες τὰ μάτια τῆς ψυχῆς θεόκλειστα.. . Παρόλα ταῦτα, οι λέξεις τοῦτες οἱ σκληρομαθημένες κινδύνευσαν, ἀλλὰ ἐν τέλει διεσώθησαν. Ως ἐκ θαύματος κι αὐτές. Και μαζὶ διέσωσαν μιὰ γλῶσσα παλιὰ μὰ καθόλα φρέσκια κι ἑτοιμοπόλεμη. Μια γλῶσσα, ποὺ ἀφοῦ διέτρεξε αἰῶνες κι αἰῶνες λάμψης καὶ διωγμῶν, πότε λεύτερη καὶ ρέουσα, πότε κυνηγημένη ὡς μικρὸς καρδιοκτυπὼν λαγός, ἐν τέλει διεσώθη. Ἴσως γιατί σὰν τὴν Φραγκογιαννοῦ κι αὐτὴ στὸ τέλος προσβλέπει 

μόνον στὸ Θεῖον Ἔλεος. Και ἂν ἀκόμη ἡ ἴδια ἡ Φόνισσα κυνηγημένη ἀπὸ ὅλους 

προσπαθῶντας νὰ διαβεῖ εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, βούλιαξε στὴν παλίρροια σὰν μεγάλο μαῦρο πουλί, πρὶν προλάβει νὰ φωλιάσει στὶς φτεροῦγες τοῦ Φιλάνθρωπου, εκεί
εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξύ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, ἡ ὡραία γλῶσσα ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸ παιδὶ τοῦ νησιοῦ, (ποὺ στὸ μεταξὺ ὁλοένα μεγάλωνε, πέρασε τὸ μεσασμὸ κι ἔγειρε πρὸς τὸ δείλι) ἡ ὡραία γλῶσσα -σὰν ἀπὸ θαῦμα- διεσώθη. Και σὰν ἀπὸ θαῦμα πάλι -πὼς ἀλλιῶς- διέσωσε καὶ μιὰν ὁλάκερη χώρα. Γιατί τὸ παιδὶ μὲ τὰ χαμηλωμένα μάτια, κρατῶντας κοντυλοφόρο παλιὸ χώρεσε τὰ ὄνειρα του σὲ ἕνα νησί. 

Κι ἔτσι βρῆκαν τόπο νὰ σταθοῦν ὄνειρα καὶ τρόποι αἰώνων. 

Καὶ βρῆκαν πιὰ τὰ ὄνειρα μιὰ χώρα. 


Τὴν χώρα του κυρ-Ἀλέξανδρου. 



Στὴ χώρα τοῦ κυρ Ἀλέξανδρου δὲ νυχτώνει ποτέ γιατί καὶ ἡ νύχτα εἶναι φῶς. Φῶς ἱλαρόν καὶ τὰ ὡραῖα νί νὰ τραβοῦν τὰ ἁμαξάκια τῶν οὐσιαστικῶν. Καὶ τὰ σπουδαῖα ρῷ νὰ φέρουν κορωνίδα. Μικροὶ βασιλιᾶδες αὐτά χωρὶς αὐλικούς χωρὶς ὑποτακτικούς μόνον φίλους φωτεινούς μόνον φίλους. Τί ὡραία χώρα!


Ἀκόμη καὶ ἡ πίκρα ἡ ξενιτιά ὁ θάνατος ναὶ αὐτός! μοιάζει νὰ μὴν εἶναι ὁριστικός. Γιατί στὴ χώρα αὐτή ὅλα ρέουν . Τὸ ρῷ μὲ τὴν κορώνα του τὰ τραβάει ὅλα σὲ μιὰν ἀδιάκοπη ροή. Κι ἔτσι ἡ ξενιτιά γίνεται στέφανο γάμου καὶ ἡ πίκρα ἀπαντοχή. Κι ὁ μεγάλος ἀπών ὁ θάνατος ὁ μέγας Φόβος μοιάζει κι αὐτὸς νὰ ἀναμετριέται μὲ τὸ Φῶς καὶ νὰ μπερδεύεται στὰ θήτα τῆς θάλασσας τῆς θάλασσας μὲ τὰ κοχύλια καὶ μὲ τὰ μοιρολόγια ποὺ μικρὲς φώκιες μουρμουρίζουν στὰ βράχια της καὶ πλέκουν καημούς καὶ ἐξηγοῦν ὄνειρα καὶ γίνονται μάντισσες καὶ ἄστρα παλιά. Τί ὡραία χώρα! Ὁ θάνατος παντοῦ μὰ δὲν χωρᾶ πουθενά. Γιατί εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τοῦ Μεγάλου, τοῦ Παντοδύναμου, τοῦ Ἀληθινοῦ. Εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἡ χείρ Του ἡ Δεξιά, ἡ Δίκαιος ποὺ ξεδιαλύνει τὸ Σκοτάδι καὶ λέει ἐδῶ! Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδός καὶ ἡ Ἀλήθεια Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ Σκοτίᾳ ἀλλ ‘ἕξει το Φῶς τῆς Ζωῆς. Ἀκοῦς κύρ Ἀλέξανδρε; Μὰ τί ὡραία χώρα ἔφτιαξες!





Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


Ἡ παρηγοριὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ νησιά. 

Καὶ ἀπὸ τοὺς Κούρους τῆς αἰωνιότητας. 


Εἶναι σίγουρο πὼς ἡ Νάξος, συνεχίζει νὰ καλεῖται Νάξος καὶ τὸ μεγάλο της βουνό, ὁ Ζς-Ζεὺς ἔχει μονοπάτια μυστικὰ κι ἐκεῖ ψηλὰ ἀντικρὺ τοῦ Ἀρχιπελάγους πέτρινο δρομὶ φθάνει στὸν ἕναν: Εκείνον τὸν μαρμάρινο κοιμώμενο Κοῦρο. 


Ἀρχαῖα λατομεῖα, μαρμάρινοι γιγάντιοι καλλίκομοι νέοι, λίγο πρὶν σηκωθοῦν προτείνοντας σὲ ἀέναο βηματισμὸ τὸ ἀριστερὸ πόδι. Άνδρες στὴν πρώτη νιότη, ἕτοιμοι νὰ ξυπνήσουν. 

Ὁ Κοῦρος τῆς Νάξου. Φύλακας ἑνὸς ἀρχαίου μυστικοῦ. Από αἰῶνες διορισμένος. Ξέρει πότε θὰ ἐγερθεῖ. Προς Ἀνατολάς. Αργά, μεθοδικά κινεῖ τὰ μέλη ἑνὸς μεγάλου σώματος. Είναι ἡ διαδρομὴ τῆς συνέχειας στὶς μαρμάρινες φλέβες. Αὐτὴ ποὺ θερμαίνει καὶ ὁδηγεῖ τὴ φωνὴ τοῦ αἵματος. Προς Ἀνατολάς.

Εἶναι καὶ ὁ ἦχος. Από τὴν καρδιὰ τῆς παλιᾶς βελανιδιᾶς, αὐτῆς ποὺ αἰῶνες νανούριζε τὰ ὄνειρά του κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο της. Τώρα, τὴν ὁρισμένη ὥρα, ἀποφασίζει νὰ θροϊσει καὶ νὰ ρίξει φύλλα καὶ μικροὺς παιδικοὺς καρπούς, τριγύρω στὸ ἀγαπημένο σῶμα τοῦ ἐν ἐνυπνίῳ νέου. Τρέχουν τά φύλλα καὶ οἱ μικροὶ πρόθυμοι καρποί, γοργὰ συγυρίζουν καὶ στολίζουν μὲ ὡραῖο διάδημα τοὺς βοστρύχους. Συγχρόνως ἕνας ἀραιὸς αἰθέρας, εἰδοποιημένος κι αὐτός, διατρέχει τὸ Ἀρχιπέλαγος. Τρεμουλιαστά, πάνω σὲ προβατόσχημα κύματα, νότες ἐντεταλμένες γιὰ τὴν συγκεκριμένη στιγμή, φτιάχνουν διαδρόμους φωτός. 

Ἔρχεται. Η ὥρα. Η καθορισμένη. Από πρῶτα. Από παλιά. Από τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν. Και ἡ Φωνή: Ἐγέρθητι! 

Καὶ ἀκολουθεῖ. Η μεγαλειώδης στιγμὴ ποὺ ἡ μοναξιὰ αἰώνων σιωπῆς, γίνεται μουσικὴ καὶ ὁ ἦχος -μὰ καὶ ὁ ἀχός- φέρνει τὸ πρωτοξύπνημα. Ἐγέρθητι! Προς Ἀνατολάς. Πάντα. 

Πρότασις ἀριστεροῦ ποδός. Και ταυτοχρόνως στὸ λαμπρὸ πρόσωπο, κάτω ἀπὸ τοὺς ἀμυγδαλόσχημους ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν εὐθεῖα γραμμὴ ρινός, εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει. Το πρῶτο χαμόγελο τοῦ ἀνθρώπου. Στο Αἰγαῖο. Αιώνες πρίν. Σήμερα. 


Καὶ τώρα; 

Μὰ ποὺ κοιτᾶ ὁ Κοῦρος, ο παλαιός, ὁ μαρμάρινος, ὁ ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους; 

Καὶ πῶς, ἀκόμα δὲν πρόλαβε νὰ ξυπνήσει, χαμογελάει κιόλας; 

Καὶ ποὺ τὸ βρῆκε τοῦτο τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα, τελείως ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴ σκόνη των αἰώνων ποὺ διάβηκαν τόσο γοργὰ ποὺ ἴσα-ἴσα πρόλαβε ὁ νέος νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ λίγο, ξαπλωμένος ἐκεῖ στὸ μυστικὸ περιβόλι, στὸ ὅρος Ζάς, της νήσου ,τῆς εἰσέτι καλουμένης, Νάξου; Και ἐν τέλει, τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ αὐτὸ τὸ μειδίαμα, που ἐνῷ ἀχνοφαίνεται σχεδιασμένο πάνω στὴ νιότη ποὺ σὰν πολύτιμη πάχνη ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν διαφάνεια τοῦ μαρμάρου, ωστόσο κι ἂν ἀχνοφαίνεται, δὲν ἔχει ἴχνος φόβου; 

Εἶναι δυνατὸν, σὲ τούτη τὴν ἐποχὴ ποὺ λάτρεψε τὸν φόβο, που τὸν ἔστησε σὲ βάθρο καὶ τὸν ἀνακήρυξε θεό: "Ιδού, ὁ Μέγας Φόβος!"

Εἶναι δυνατὸν, αὐτὸς ὁ φρεσκοξυπνημένος νέος, ὁ πρώην κοιμώμενος, της Νάξου τὸ γέννημα, νὰ μειδιᾶ χωρὶς καθόλου φόβο; Καὶ ὁ Φόβος; Ποῦ; Τι νὰ λέει καὶ πῶς νὰ θρηνεῖ; 

-"Μὰ δὲ φοβᾶται πιὰ τίποτα αὐτὸ τὸ Ἀρχιπέλαγος;"

Χρόνια ἀμέτρητα μᾶς καθηλώνει μὲ τὴν ὀμορφιά του, μᾶς μαραζώνει μὲ τὰ τραγούδια του, μᾶς τυφλώνει μὲ τὸ φῶς του! Δεν φτάνει αὐτό; Δὲν φτάνουν τὰ ὁλόλευκα νησιά, τὰ μυστικὰ λιμάνια, οἱ μισοκρυμμένες στὰ βράχια Παναγιές, οἱ Καλές, οἱ Μεγαλομάτες, οἱ Γρηγοροῦσες, οἱ Γλυκοφιλοῦσες, οἱ Θαλασσινές, τόσες πολλὲς νὰ προστατεύουν το Ἀρχιπέλαγος, νὰ κρύβουν τὰ νησιὰ στὴν ἀγκαλιά τους, να τὰ σκέπουν, να τὰ κανακεύουν, να τὰ γλυκοφιλον; Κι ὕστερα ἔρχονται κι ἄλλοι, κι αὐτοὶ ἔχουν μέρη μυστικὰ καὶ ἕνα σωρὸ ξωκκλήσια! Είναι -λέει- οἱ Ἀρχάγγελοι, αὐτοί μὲ τὶς Μεγάλες Φτεροῦγες, ποὺ ὧρες- ὧρες χτυποῦν μὲ μανία καὶ διώχνουν μακριά την Ἐπιβουλὴ καὶ τὸ Ἀρχαῖο Μῖσος. 

"Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν φοβοῦνται πιὰ οὔτε τὰ ἀγάλματα καὶ νὰ φοβᾶται ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φόβος;"


Ὡστόσο, ὁ Νέος ἔχει ἤδη ἐγερθεῖ. 

Τὸ ὡραῖο μέτωπο. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ πρῶτο βῆμα. Μετά ἀπὸ αἰῶνες. 

Πρὸς Ἀνατολάς. 

Χωρὶς φόβο.

...εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει.
.