Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

 Τὸ χέρι τοῦ Κολοκοτρώνη




 

Ἡ Μεγάλη Ἀρχαία ἔχει ἁλωθεῖ. 
Οἱ κάτοικοι δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθεῖ. 
Καὶ προχωροῦν ἀμέριμνοι. 

Τὸ ἄγαλμα ὅμως γνωρίζει. 
Καὶ ἔτσι 
καβάλα στὸ ἄλογο 
τείνει τὸ χέρι τὸ δεξί. 
Καὶ δείχνει.
 
Στ΄αριστερό 
κρατᾶ τὴ σπάθα. 
Τὸ αἷμα ποὺ δὲν στέγνωσε 
στάζει στοῦ ἄλογου 
τὸ ἀνασηκωμένο πόδι. 

Τὶς νύχτες 
τὶς νύχτες 
ποὺ ἡ πολιτεία τῶν νεκρῶν 
βυθίζεται σὲ ὕπνο ταραγμένο 
ὁ Ἀναβάτης σκύβει 
στοῦ ἀλόγου τὸ αὐτί 
Σὲ γλῶσσα γνώριμη 
τοῦ ψιθυρίζει: 
-Κοντεύουμε, 
ἀγάντα! 
Ἐκεῖνο 
ἑτοιμάζεται 
Σηκώνει ποδάρι. 
Καὶ ἔτσι τοὺς βρίσκει τὸ πρωί... 

Τὸ ἄλογο σὲ ἐκκίνηση. 
Ὁ Γέρος νὰ δείχνει. 
Καὶ οἱ ὑπνωτισμένοι 
νὰ ἀποροῦν: 
-Μὰ πρὸς τὰ ποῦ πάει 
τὸ ἄλογο 
κι ὁ καβαλάρης ποιός; 
Τί σήκωσε πρωί- πρωί 
τὸ χέρι τὸ δεξί; 
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο γραμμή 
κάτι μᾶς δείχνει. 
Καὶ πρὸς τὰ ποῦ κινάει; 
Κι ὕστερα... 
Γιατί στρέφει τὴν κεφαλή 
καὶ πίσω του κοιτάει; 
Ποιούς περιμένει νὰ τὸν ἀκολουθήσουν; 
Μήπως ἐμᾶς; 
Μὰ δὲν ξέρει πόσο εἴμαστε κουρασμένοι; 
Καὶ ἐπί τέλους 
τί τὰ θέλουμε πιά 
αὐτὰ τὰ ἀγάλματα; 
Ὦ! Ἂς συσταθεῖ μιὰ ἐπιτροπὴ σοφῶν 
νὰ ἀποφασίσει! 
Οἱ ἁρμόδιοι! 
Μὰ δὲν βλέπουν πιά 
πόσο κουραστικά 
εἶναι αὐτὰ τὰ ἀγάλματα; 



ΜΑΣ ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΡΕΛΛΟΥΣ.
ΗΜΕΙΣ, ΑΝ ΕΙΜΕΘΑ ΤΡΕΛΛΟΙ 
ΔΕΝ ΕΚΑΝΑΜΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.





-Βέβαια, ἐσὺ Στρατηγέ μου, δὲν ξέρεις ἀπὸ ἐπιτροπές, ἁρμόδιους, σοφούς, προσκυνημένους καὶ ἄλλα τέτοια, ποὺ σ΄έκαναν νὰ ρίχνεις πίσω τὴν κεφαλὴ καὶ νὰ γελᾶς μὲ γέλιο πλούσιο, χορταστικό, ποὺ χόρταινε κι ἐσένα καὶ τὰ παλληκάρια σου ποὺ σὲ ἀγαποῦσαν καὶ σὲ πίστευαν καὶ δὲ χαμπάριαζαν ἀπὸ Νενέκους ποὺ σούρνονταν στὴ γῆς καὶ προσκυνοῦσαν. Ναί. Γέλαγες μὲ κάτι τέτοια καμώματα, γέλαγες ὅταν δὲν θύμωνες. Καὶ εἶχες ἕναν θυμό! Σὲ τρόμαζαν καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας! Ἕναν θυμό! Αὐτός μας ἐλευθέρωσε. Γιατι εἶπες μέσα σου, Στρατηγέ μου, εἶπες μέσα σου τόσο σιγανά, ποὺ μόνον ἐσὺ καὶ ἡ Παναγιὰ τ΄ακούσατε, εἶπες: Ὡς ἐδῶ! Τέλος ἡ σκλαβιά! 

Καὶ τέλειωσε. Ὄχι εὔκολα, ὄχι ξεκούραστα, ὄχι σὲ μιὰ μέρα... Μὰ τέλειωσε. Γιατι πρῶτα εἶχε τελειώσει στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά σου. Καὶ εἶπες: Ποτὲ πιὰ ραγιᾶς! Καὶ τράβηξες καὶ τοὺς ἄλλους. Εἶχες τέτοιον θυμό, ποὺ τράβηξες- ὄχι μόνον τοὺς ἕτοιμους ποὺ μοιάζαν λὲς καὶ σὲ περίμεναν νὰ φανεῖς ἀπὸ τὰ Τρίκορφα γιὰ νά ΄ρθοῦν στὸ κατόπι σου- ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ τρέμαν καὶ φοβόνταν καὶ ἔλεγαν:- ἄντε καὶ φέτο τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους μας. Κεφάλι προσκυνημένο, δὲν πέφτει ποτέ.Ἔτσι ἔλεγαν καὶ ἔσκυβαν. Μὰ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει τὸ θυμό σου. Τὸ θυμό σου- ποὺ σὰν ἀρχαῖο κοιμισμένο γιὰ αἰῶνες θεριό- ξύπνησε μὲς τὰ σωθικά σου, ἄνοιξε τὸ ἕνα μάτι, ὕστερα τὸ ζερβί, ἀνακλαδίστηκε, τεντώθηκε, πάτησε πόδι. Καὶ τότε φάνηκε τὸ μέγεθος καὶ τὸ μεγαλεῖο. Τέτοιος θυμὸς ποὺ ὧρες- ὧρες τὸν ἐτρόμαζες καὶ σὺ ὁ ἴδιος. Ναί. Σὲ τρόμαζε, Στρατηγέ μου, ὁ ἴδιος ὁ θυμός σου. Καὶ σὲ ποιόν νὰ τὸ πεῖς καὶ σὲ ποιόν νὰ τὸ μολογήσεις; Πρόστρεχες τότε στὴν Παναγιά, Τὴν εἶχες σὲ ἐκτίμηση, Μάνα σου Βασίλισσα καὶ Μάνα τοῦ λαοῦ σου. Πρόστρεχες καὶ ἔσκυβες ἐμπρός Της, ποιός; Ἐσύ! Ποὺ Τοῦρκο δὲν φοβήθηκες, οὔτε ἀγᾶ, οὔτε μπέη. Σ’Αυτήν ὅμως προσκύναγες καὶ ἔκλεινες τὸ γόνυ. Καὶ ἔλεες καὶ ἔλεες, ἱστοροῦσες τὸν καημό σου καὶ τὸν ἀρχαῖο τὸν θυμό. Καὶ ζήταγες συγγνώμη. Μὰ σὰ σήκωνες τὸ βλέμμα στὸ Ἅγιο Πρόσωπό Της, τὴν ἔβλεπες κι Αὐτὴ Θυμωμένη. Καὶ σὰ νὰ’χε πετάξει τὴν καλύπτρα καὶ στὸ κεφάλι φόραγε τὴν περικεφαλαία. Θαῦμα μέγα! Καὶ τότε ἀνασηκωνόσουν, σκούπιζες τὰ μάτια, φοροῦσες τὴν δική σου περικεφαλαία, τίναζες γιὰ λίγο τὴ χαίτη τὴν ἀλογίσια, ἅπλωνες τὸ χέρι μπροστὰ καὶ σιγοσφύριζες. Τὰ παλληκάρια στὸ κατόπι σου, ὁρκίζονταν πὼς ἄκουγαν στὸ σφύριγμά σου ἐπάνω, τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τὸν μέγα ὕμνο. Καὶ πρὶν τὶς μάχες ἔβλεπαν μιὰ γυναῖκα πανώρια νὰ τραβᾶ μπροστὰ ἀρματωμένη καὶ ξέραν καὶ γνωρίζανε πὼς ἦταν θυμωμένη. Κι ἔτσι, ἔτσι ἀκριβῶς Στρατηγέ μου, ἑνώθηκαν οἱ θυμοί σας καὶ μᾶς λευτέρωσαν. Ὄχι ὅλους, ὄχι ὅλα, μὰ ἦρθε μιὰ λευτεριά. Μὲ πόνο, μὲ αἷμα, μὲ δάκρυα, μὲ λεβεντιὰ καὶ προδοσία, μὲ ὅλα καὶ μὲ πολὺ θυμό. Ἔτσι ἦρθε. Κι ἂν χάθηκαν πολλοί, ποὺ ἄξιζαν νὰ ζοῦν καὶ νὰ χαροῦν, κι ἂν ἦρθαν ἄλλοι ποὺ τοὺς ἄξιζε τὸ μαῦρο τὸ σκοτάδι κι ἂν ἀνέβηκαν σὲ θρόνους καὶ κατέβασαν ἐσένα σὲ φυλακή, τί μ’αυτό; Κι ἂν γκρέμισαν τὸν Ὀδυσσέα καὶ λάβωσαν τὸν Γιώργη καὶ τύφλωσαν τὸν Νικήτα καί χτύπησαν στὴν καρδιὰ τὸν Κυβερνήτη, τί μ’αυτό; Ἐσὺ ξανανέβηκες στὸ ἄλογο. Φόρεσες τὴν περικεφαλαία, σήκωσες τὸ χέρι τὸ δεξὶ καὶ δείχνεις. Δείχνεις καὶ περιμένεις, Καὶ σὰν στρέφεις τὴν κεφαλή, βλέπεις πίσω σου λαό. Καὶ σὰν μισοκλείνεις τὰ μάτια καὶ κοιτάζεις καλύτερα, βλέπεις ἀνάμεσό τους, τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Γιώργη, τὸν Νικήτα μὲ τὰ μάτια του νὰ λάμπουν καὶ τὸν Πάνο σου, τὸν πρωτογιό, τὸ καμάρι σου. Καὶ ναί! Ὁ μαυροφορεμένος ἄνδρας μὲ τὸ ἀσημένιο κεφάλι ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σὲ ὅλους, εἶναι ἐκεῖνος: Ὁ πρῶτος, ὁ ἀκέραιος, ὁ μόνος Κυβερνήτης. Μὴν κοιτᾶς, Στρατηγέ μου τὴν πληγὴ στὸ στῆθος του. Καὶ μὴ φοβᾶσαι πὼς θὰ ξανανοίξει. Ξέχασε το. Συχώρεσε το. Ὁ ἴδιος τὸ’χει κιόλας συχωρήσει. Καὶ μαζὶ ἔχει συχωρήσει κι ὅλους ἐμᾶς. Ποὺ σᾶς ἀφήσαμε. Καὶ σᾶς ξεχάσαμε. Καὶ δώσαμε στὰ παιδιὰ μας, τῆς λήθης τὸ νερό. 

Καὶ σκύψαμε. Καὶ ἔτσι σκυφτοὶ καὶ δίχως μνήμη, περιμένουμε τὸ τέλος.

Μὴν μᾶς ἀκοῦς, Στρατηγέ! Δὲν ξέρουμε ποὺ πᾶμε καὶ πρὸς τὰ ποὺ βαδίζουμε. Μᾶς θόλωσαν τὸ νοῦ μαυροκορδάτοι καὶ ὕαινες. Τί θαρρεῖς; Μόνον ἐσένα ρῖξαν στὰ μπουντρούμια καὶ στὰ κάγκελα τὰ σιδερένια; Ἐσὺ καὶ πίσω ἀπ’τα κάγκελα, ἤσουν λεύτερος. Γιατι ἡ ψυχὴ σου δὲ γνώρισε σκλαβιά. Τώρα τὰ κάγκελα εἶναι παντοῦ. Στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας. Γιαυτὸ μὴν μᾶς ἀκοῦς, Στρατηγέ. Ἐσὺ μπροστά! Ἔχεις θυμό. Ἔχεις σχέδιο. Ἔχεις ἔγκριση. Ἔχεις τάξιμο νὰ ξεπληρώσεις. Γιατι Της τὸ εἶπες καὶ Τῆς τὸ ἔταξες καὶ φίλησες τὴν ἄκρια τοῦ σπαθιοῦ σου.Τί; 

Ὦ! Μὴν ξεχνᾶς, Στρατηγέ μου καὶ μὴν θυμώνεις γιὰ τὴν δική μας ἀτολμιά. Ἐσὺ κράτα. Καὶ πᾶρε τὸν Κυβερνήτη μαζὶ στὸ ἄλογό σου. Καὶ ὁ ἕνας μὲ τὴ φουστανέλα του κι ὁ ἄλλος μὲ τὸ μαῦρο του τὸ ροῦχο, ξεκινῆστε. Πίσω, ἔρχονται οἱ δικοί σας. Καὶ παραπίσω, ἐμεῖς. Γιατι νὰ ξέρεις καὶ τὸ ξέρεις βέβαια, γιαυτὸ μισογελᾶς κάτω ἀπὸ τὰ μουστάκια, πὼς κάποιοι δὲν ἤπιαν ἀπ’ τῆς λήθης τὸ νερό. Καὶ ἄλλοι τὸ μισογεύτηκαν καὶ τὸ’φτυσαν ἀμέσως. Καὶ θυμοῦνται. Καὶ σᾶς θυμοῦνται. Καὶ περιμένουν. Πότε θὰ ξεκινήσεις. 

Στὸ μεταξύ- καὶ ἐρήμην τῶν ἁρμοδίων καὶ τῶν σοφῶν- τὰ κάγκελα τῶν φυλακῶν μας λυγίζουν. Καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ φωτιά, μήτε ἀπὸ λεπίδι. Ἕνας ὕμνος παλιός, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ παιδιοῦ μουρμουρητὸ καὶ πέρασε στὰ στόματα τοῦ πλήθους, θέριεψε κι ἔγινε φωνὴ καὶ γκρέμισε τὶς φυλακές. Ἕνας ὕμνος. Τὸν ξέρεις. Σὲ νανούριζε ἡ μάνα σου μωρὸ καὶ στὸ’γραψε μὲς τὴν ψυχή σου. Ἐσὺ ξέρεις τί ψάλλει ὁ λαός σου.

 Εἶναι τὸ τάμα σου, ἡ ὑπόσχεση, τὸ δεξί σου χέρι.

 Τὸ σήκωσες, τὸ ὕψωσες καὶ δείχνεις σ’έναν λαὸ τὸ πεπρωμένο του.

 Καὶ στὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν Πόλη.

 Τὴν Πόλη Της! 



Υ.Γ. Ο έφιππος ανδριάντας τού Αρχιστράτηγου Θεόδωρου ΚΟΛΟΚΟΤΡΏΝΗ φιλοτεχνήθηκε
από τον γλύπτη Λάζαρο Σώχο. Χρησιμοποιήθηκε υλικό από τα κανόνια της Επανάστασης τού '21  που υπήρχαν στο Κάστρο τού Παλαμηδίου. Το ορειχάλκινο άγαλμα βρίσκεται επί της οδού Σταδίου στην πόλη των Αθηνών. Το δεξί χέρι τού Στρατηγού είναι τεντωμένο εμπρός και οριζόντια. Ο προτεταμένος δείκτης δείχνει προς ορισμένη κατεύθυνση.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα - Νικηταράς


Ὑπάρχουν ἄνθρωποι 

ποὺ βαδίζουν 

μὲ μοναδικὴ ἁρματωσιά 

ἕνα σπαθί. 

Τόσοι πόλεμοι 

τόσες μάχες. 

Ἕνα σπαθί. 

Ἕνα λάφυρο. 


Ἄ! κι ἕνας ἀδελφός. 

Μικρός. 

Ἐτῶν ἕνδεκα. 

Τὸ αἷμα του. 

Στὸν Χριστὸ μπροστά. 

Τὸν Ἑλκόμενο. 

Στῆς Μονεμβασιὰς τὸ κάστρο. 

Τὸ αἷμα του τὸ παιδικό. 

Ποὺ ἀντάμωσε καὶ πότισε καὶ ἔγινε ἕνα 

μὲ τοῦ πατέρα τὸ αἷμα. 

Τὰ κεφάλια στὴν Τρίπολη. 

Τὰ σώματα...πού; 



Κι ἐσὺ μακριά. 


"Φύγε Νικήτα!" σοῦ εἶπε ὁ πατέρας. 

"Φύγε, βγάλε φτερά, βρὲς τοὺς ἄλλους καὶ σιμὰ στὴ βρύση τῶν Θεριῶν ἀνταμώνουμε". 


Ἔφυγες. Δὲν ἤθελες. Ἔφυγες. 

Γιατί; Ἦταν ἡ σιγουριὰ στὴ φωνὴ τοῦ πατέρα; Ἦταν ποὺ ὁ λόγος του στὴ νεανική σου ψυχὴ μέτραγε κάτι παραπάνω ἀπὸ νόμο; Πάντως ἄκουσες καὶ πέταξες καὶ ἔφυγες. Καὶ πρόφτασες τοὺς ἄλλους στὴ βρύση τῶν Θεριῶν. 

Ἔφυγες. Μὰ ἀκόμα κρατᾶς τὸ χέρι τοῦ μικροῦ. Κι ἀκόμα μετανοιώνεις ποὺ ὑπάκουσες στὸν πατέρα, ποὺ λυπήθηκες τὰ παρακάλια τοῦ μικροῦ ποὺ’θελε νὰ μείνει καὶ δὲν τὸν βούτηξες στὴν ἀγκαλιά σου τὴ μεγάλη, τὴν ἀδερφική, νὰ τὸν ἐγλυτώσεις. 

Τὸ μόνο ποὺ ἔμεινε στὸ χέρι σου τὸ δεξὶ ἦταν τὸ ἄγγιγμά του καὶ ὁ ἴδρως ἑνὸς παιδιοῦ ἕντεκα χρονώ, τοῦ μικροῦ Ἰωάννη, τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἔτσι ὅπως ἀνηφορίζατε στὰ καλντερίμια τοῦ Κάστρου καὶ τὸν κρατοῦσες νὰ μὴν ἀφήσει την ἀπαλάμη σου τὴν μεγάλη καὶ μὴν πάρει τρεχάλα τα στενοσόκακα τῆς Μονεμβασιὰς καὶ τὸν ἐχάσεις ἀπὸ τὰ μάτια σου. 

Μὰ τὸν ἔχασες... 

Τὸ μόνο ποὺ σοῦ ἔμεινε ἦταν τὸ ἄσπρο του κεφαλομάντηλο. Τό’βγαλε 

γιὰ μιὰ στιγμὴ γιὰ νὰ σκουπίσει τον ἴδρω. Τὸ’βγαλε καὶ λάμψανε τὰ μαλλάκια του κάτω ἀπὸ τὸ λακωνικὸ φώς. Καὶ τότε σοῦ΄ρθε νὰ πεῖς: 

-Γιαννάκο ἀδερφέ μου, θὰ τὴ λευτερώσουμε τὴν πατρίδα, μὴν σκιάζεσαι! 

Καὶ τὴν Τριπολιτσὰ θὰ πατήσουμε! 

Ἐκεῖνος, γυρίζοντας γιὰ μιὰ στιγμή, σὲ κοίταξε μὲ τὰ μάτια τοῦ ἐλαφιοῦ καὶ εἶπε σοβαρά: -Τὸ ξέρω. Ἐσὺ θὰ τὴν λευτερώσεις Νικήτα! Ἐσὺ καὶ τὸ σπαθί σου! Κι ὕστερα χαμογέλασε καὶ φάνηκαν τὰ νέα φρέσκα του δόντια. 

-"Νὰ τὰ προσέχεις ἀγόρι μου...Το νοῦ σου...Αυτά θὰ τὰ κρατήσεις γιὰ πάντα!" Ἔτσι τὸν ὁρμήνευε ἡ μάνα σας. 

Ποὺ νὰ’ ξερε ἡ μαυρομάνα... Ποῦ’να ξερε πὼς τὸ γιὰ πάντα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν τὸ στερνοπούλι της καὶ τὸ φὼς τῶν ματιῶν της, αὐτό το γιὰ πάντα θὰ κράταγε ἕντεκα χρόνια, ὅλα κι ὅλα. 

Ναί...ήταν τὸ φὼς τῶν ματιῶν της καὶ τῶν δικῶν σου ματιῶν... 

Αὐτῶν τῶν ματιῶν ποὺ δὲν δύνανται πιὰ νὰ δοῦν. Σβησμένα, μποροῦν μόνον νὰ δακρύζουν καὶ νὰ ἀναθυμιοῦνται. 


Τὴ λευτέρωσα τὴν πατρίδα Γιαννάκο μανάρι μου! Καὶ τὴν Ντρομπολιτσὰ τὴν ἐπατήσαμε. Ἐθύμωσε ὁ Θοδωράκης πολὺ σὰν ἦρθε τὸ μαντᾶτο καὶ οἱ κεφαλές σας πεσκέσι. Καὶ τὶς ἐκρέμασε ὁ μπέης στὴν μεγάλη πλατεῖα νὰ τὶς θωροῦν οἱ γκιαούρηδες νὰ τρέμουν ἀπὸ τὸν φόβο. Ἔτσι εἶπε. 

Κι ὁ Θοδωρῆς ἔτρεμε. Μὰ ὄχι ἀπὸ φόβο. Πότε σκιάχτηκε ὁ θειός, γιὰ νὰ σκιαχτεῖ καὶ τώρα; Μόνον ποὺ κοίταζε ἀπὸ τὰ Τρίκορφα τὴν Τρίπολη 

χάμω ἁπλωμένη καὶ πλούσια μὲ χορτασμένους μπέηδες καὶ χαραμοφάηδες ἀγᾶδες καὶ προεστοὺς λαμπροὺς σκυμμένους καὶ προσκυνημένους καὶ λαὸ πολύ, ραγιᾶ καὶ γκιαούρη -ἔτσι τὸν ἐθέλανε- νὰ κουβαλᾶ τὶς πραμάτειες καὶ νὰ μὴν ἔχει μήτε βιὸς μήτε τιμή...ναί, ἔτσι κοίταζε ὁ Θοδωρῆς τὴν πόλη μας γιὰ ὥρα πολλή. Ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ μέρος μου τὴν λευκή του κεφαλὴ καὶ μοῦ΄πε: - Ξέρω πὼς θὰ τὴν πατήσουμε. Γιατι θὰ τὴν πατήσουμε τὴν Ντρομπολιτσὰ Νικήτα, μάθε το. Στὸ λέω ἐγὼ ὁ Θοδωρῆς, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ θειός σου . Δυὸ ἀδελφάδες πήραμε ὁ πατέρας σου κι ἐγώ. Παιδιὰ γερὰ μᾶς φτιάξανε. Φάγανε τὰ σκυλιὰ τὸν πατέρα σου καὶ βάλανε στὸ χέρι τὸν μικρό. Τοῦρκο τὸν ἐθέλανε καὶ τὸν ἐπαρακαλούσαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Γενίτσαρο τὸν ἐθέλανε. Μὰ ἐκεῖνος -ἕντεκα χρονὼ παιδί- καὶ εἶπε: 

-Ἐγὼ θὰ πάω ἐκεῖ ποὺ εἶναι κι ὁ πατέρας μου. Τὸν ἐχαλάσατε; Ἔ! χαλάστε καὶ μένα. 

Ἔτσι ἀπεκρίθη. Ἕντεκα χρονώ... 

Καὶ τοῦτα τὰ γομάρια -καὶ σήκωσε τὸ δάχτυλο κατὰ τῶν προεστῶν τὰ θεριεμένα ὑποστατικά- ἔ! ἐτοῦτα τὰ γομάρια τρέμουν τὸν Τοῦρκο. Μὰ δὲν εἶναι μόνο ὁ φόβος γιὰ τὸν Τοῦρκο... Εἶναι καὶ τὸ βιός τους ποὺ λογαριάζουν. Καὶ σκύβουν. Αἰῶνες ὁλάκερους σκύβουν. Γιὰ τὰ κεφάλια τους. Καὶ γιὰ τὴν τσέπη τους. Βάρυνε τὸ πουγκί, Νικήτα, βάρυνε τὸ πουγκί, τοὺς ξέρανε τὸ χέρι. Ποῦ νὰ πιάσουν τουφέκι, ποῦ νὰ κρατήσουν σπαθί! Ὅμως ἐμεῖς Νικήτα, ἐσὺ Νικήτα, μὴν ἀφήκεις τὴ σπάθα ἀπὸ τὸ χέρι. Ἀκοῦς; ποτέ! Μέχρι νὰ λευτερωθοῦμε. Καὶ τὰ γομάρια τί θὰ κάμουν; Θὰ ἔλθουν στὸ κατόπι. Ἔχουν δαῦτοι μύτες καλές. Λαγωνικά. Μυρίζονται τὸν νικητὴ καὶ ἀκολουθάνε. Καὶ μεὶς θὰ νικήσουμε. Ἀκοῦς ἀνηψιέ; 

Σήκωσε τὸ κεφάλι. 

-Κοίτα τὴν Τρίπολη. Τὴν θωρεῖς: Ἔ! πὲς ὅτι εἶναι κιόλας δικιά μας. 

Αὐτὰ εἶπε κι ὕστερα γονάτισε, μὲ τράβηξε ἀπ’το χέρι, γονάτισα δίπλα του κι ἐγώ. Σκύψαμε τὸ κεφάλι. 

Ὁρκίσου, εἶπε σιγανά. Ὁρκίσου κι ἂς μᾶς σχωρέσει ὁ Ἀφέντης ὁ Χριστός, ποὺ δὲ θέλει νὰ πιάνουμε τὸ ὄνομά Του ἔτσι στὸ βρωμόστομα μας. Μὰ ἐμεῖς θὰ ὁρκιστοῦμε στὴν Μάνα Του, Νικήτα. Στὴν Παναγιὰ θὰ ὁρκιστοῦμε. Εἶναι ἄθρωπος αὐτή -Παναγία ἀλήθεια- μὰ ἦτον ἄθρωπος, γυναῖκα καὶ μάνα. Ἔχασε παιδί. Τῆς τὸ σταυρώσανε. Ἀμοὶ καὶ θὰ καταλάβει. Ὁρκίσου, Νικήτα, στὸ ὄνομα Της, πὼς ἀπὸ σήμερα θὰ μάχεσαι καὶ γιὰ τὸν πατέρα καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό. Καὶ δὲ θὰ ἀφήκεις τὸ σπαθὶ ἀπ’το χέρι, μέχρι νὰ λευτερωθοῦμε. Ἀκοῦς; Γιατι θὰ λευτερωθοῦμε, Νικήτα. Θὰ λευτερωθοῦμε! 

Ἔτσι εἶπε. Ὕστερα πῆρε ἕνα κλαράκι ἀπὸ τὶς μυρτιὲς καὶ τὰ ἀγριοπούρναρα ποὺ φύτρωναν ἕνα γύρω, τὸ’στρωσε λίγο στὴν ἄκρια, κάθησε στὸ χαμηλὸ βράχο ποὺ ἔμοιαζε λὲς καὶ φτιάχτηκε γι’αυτόν, κοίταξε πρὸς τὴν Τρίπολη καὶ κάτι ἄρχισε νὰ σχεδιάζει στὸ χῶμα ἀπάνω. 

Ἐγὼ σηκώθηκα, ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ἀγνάντεψα κατὰ τὸ νοτιᾶ, σκέφτηκα γιὰ λίγο τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Χριστοῦ στὴ Μονεμβασιὰ ποὺ τόσο εὐλαβιόταν ὁ πατέρας καὶ ἤθελε καὶ σὲ μᾶς νὰ τὴν δείξει- ἐκεῖ ποὺ σ’έσφαξαν κι ἔκανε τὸ αἷμα σου Σταυρὸ καὶ θαύμασαν μέχρι καὶ οἱ ἀγαρηνοί-πῆρα βαθιὰ ἀνάσα. Τόσο βαθιὰ ποὺ μὲ πονέσαν τὰ σωθικά μου. 

Ὕστερις, ἔβγαλα τὸ κεφαλομάντηλό σου ἀπὸ τὸ σαλάχι καὶ τὸ’δεσα στὴν κεφαλή μου. 

Ὁ Θοδωρῆς σήκωσε γιὰ λίγο τὰ μάτια του, μὲ κάρφωσε κι ὕστερα ἔσκυψε καὶ συνέχισε τὰ σχέδια στὴν ξερὴ γῆ τῆς Ἀρκαδίας. Ἔτσι καθὼς ἄρχισα νὰ ροβολῶ ἀπὸ τὰ Τρίκορφα, τὸν ἄκουσα νὰ μονολογεῖ: 

-"Αὐτὸ εἶναι! Ἔτσι θὰ τὴν πατήσουμε!" 

Καὶ τὴν ἐπατήσαμε! Εἶχε δίκιο ὁ Θοδωράκης. Τὴν ἐπατήσαμε τὴν Τριπολιτσά. Καὶ τοὺς ἐδιώξαμε, μὰ δὲ λευτερωθήκαμε. Ἀναπνέαμε ὅμως λεύτερα καὶ μπορούσαμε νὰ κάνουμε ὄνειρα. Τί σπουδαῖο πρᾶγμα! Ὄνειρα, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες σκλαβιᾶς! 

Τί νὰ σοῦ ἱστορήσω, Γιαννάκο; Τί νὰ σοῦ πρωτοειπῶ; Σάματι δὲν τὰ εἶδες ἀπὸ κεὶ ψηλὰ ποὺ σ’ανέβασαν τοῦ Θεοῦ οἱ Ἀγγέλοι; Γιὰ μήπως δὲν ἤσουν μαζί μου, δίπλα μου, κάθε λεπτό, κάθε στιγμὴ τοῦ ἀγῶνα; Γιατι ἤτανε Ἀγῶνας Μέγας αὐτός, τὸ ξέρεις, τὸ εἶδες...Κανείς καὶ τίποτα δὲ σοῦ χαρίζει τὴ λευτεριά, ἂν δὲν ἁπλώσεις ἐσὺ τὸ χέρι νὰ τὴν ἁρπάξεις. Κι ἂν δὲ γίνει ἕνα τὸ χέρι σου μὲ τὸ σπαθί. Τὸ δικό μου γίνηκε... 

Κοίτα τὸ χέρι μου τὸ δεξιό, κοίτα το, Ἰωάννη, ἀδερφέ μου. 

Τρία σπαθιὰ ἄλλαξα καὶ χάλασα, ἐκεῖ στὰ Δερβενάκια. Τὸ τέταρτο πιὰ κόλλησε στὸ χέρι, κι εἶδαν καὶ ἔπαθαν οἱ γιατροὶ νὰ τὸ ξεκολλήσουν. 

Γιατι, ἀδελφέ μου, ἄκουσα τὸ θειό μας, τὸν Θεόδωρο. Καὶ πολεμοῦσα καὶ γιὰ τὸν πατέρα, καὶ γιὰ τὸν Ζαχαριά, καὶ γιὰ ὅλους πρὶν καὶ γιὰ ὅλους μετά... Μὰ τὸ πιὸ πολὺ γιὰ σένα ἀδερφέ μου. Θαρρῶ, πιὸ πολὺ γιὰ σένα... Γιατι ἤσουν μόνον ἕντεκα χρονὼ πουλὶ καὶ δὲν πρόφταξες νὰ πετάξεις. Ἐρήμωσε τῆς μάνας ἡ ψυχή. Καὶ σὰν τῆς πῆγα τὸ κεφαλομάντηλό σου, τὸ πῆρε, τὸ ἐμύρισε, τὸ πότισε μὲ τὰ δάκρυα τῆς κι ὕστερα μου’πε: 

-Δικό σου εἶναι Νικήτα. Νὰ τὸ κρατεῖς, νὰ τὸ φορεῖς, νὰ θυμᾶσαι τὸ παιδί μας. Μὰ δὲν ταιριάζει νὰ’ναι ἄσπρο. Μαῦρο θὰ τὸ βάψω! Καὶ σὰ λευτερωθοῦμε, φορεῖς κι ἕνα λευκό. 


Καὶ λευτερωθήκαμε, Γιαννάκο ἀδερφέ μου. Ἀργήσαμε ὅμως. Γιατι μᾶς ἔστειλαν οἱ "φίλοι", τοὺς ἄκαπνους καὶ τοὺς σπουδασμένους, τοὺς φαναριῶτες, τοὺς μαυροκορδαίους, τοὺς μαυρόψυχους. Ἄλλοι πολεμοῦσαν, ἄλλοι θέλανε νὰ κυβερνήσουν. Καὶ σπείρανε τὴ διχόνοια καὶ τὰ συφέροντα καὶ τὴ φαγωμάρα. Καὶ χάθηκαν πολλοί. Παλληκάρια καλά. Κρῖμα. 

Καὶ χύθηκε αἷμα ἀδερφικό. Κρῖμα. 

Καὶ κάποτε -μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ποτάμια τὸ αἷμα καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ Θοδωρῆ ποῦ’χε τὴν Παναγιὰ Σύμμαχο καὶ τῆς μιλοῦσε λὲς κι ἦτο ἀδερφή του- κάποτε ἦρθε μιὰ λευτεριά. Κολοβή, μισή, κουρασμένη, προδομένη, μὰ λευτεριὰ ὅ,τι νὰ πεῖς. 

Κι ὕστερα ἦρθε ἄνθρωπος καλός. Γενναῖος, παρ’όλο ποὺ μήτε σπαθί, μήτε ντουφέκι εἶχε πιάσει στὰ χέρια του τὰ εὐγενικά, τὰ γαντοφορεμένα. Ἄνθρωπος καθαρός. Ποὺ ἤξερε γράμματα πολλά. Μὰ δὲν τὸν εἶχαν χαλάσει τὰ βιβλία, οἱ παρόλες καὶ τὰ σαλόνια τὰ εὐρωπαϊκά. 

Ἦρθε, ἔβγαλε τὰ γάντια τὰ λευκὰ ἀπὸ τὰ χέρια, ἀνασήκωσε τὰ μανίκια ἀπὸ τὸ σκοῦρο του ροῦχο καὶ στρώθηκε στὴ δουλειά. Γιατι ἤθελε δουλειὰ πολλή, τοῦτος ὁ ρημαγμένος τόπος καὶ τοῦτος ὁ ρημαγμένος λαός. Ἔπρεπε νὰ θάψει τοὺς νεκρούς του. Καὶ ἦταν πολλοί. Καὶ νὰ ταΐσει τὰ ὀρφανά του. Κι ἦταν πολλά. Καὶ κεῖνος τό’ξερε. Καὶ τὰ τάϊσε καὶ τὰ πόδεσε καὶ τοὺς ἔστησε μέχρι καὶ σχολειά. Γιὰ αὐτά. Αὐτά, τὰ παιδάκια τῆς πατρίδας μὲ τὰ λερωμένα πρόσωπα, τὰ φοβισμένα μάτια, τὰ σκελετωμένα κορμιά. Ποὺ τὸ μαυροκορδέϊκο καὶ ἡ ψηλομύτα ἡ Ἰγγλετέρα καὶ ἡ Φράντζα ἡ παρφουμαρισμένη ποὺ κρυβε τὴ βρωμιά της μὲ τὰ ἀρώματα, τὰ σιχαίνονταν καὶ τὰ ἔσπρωχναν μακριὰ μὴν καὶ τοὺς ψειριάσουν τὰ βελοῦδα. Καὶ κεῖνος τὰ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ’στεργε καὶ φύλαγε πάντα κάτι στὶς τσέπες τῆς μαύρης ρεντικότας γιὰ νὰ τὰ φιλέψει καὶ νὰ τὰ γλυκάνει καὶ νὰ τὰ κάμει νὰ ξεχάσουν τὸ αἷμα τῶν πατεράδων τους καὶ τὴ σφαγὴ τῶν μανάδων τους καὶ τὴν ἀτίμωση τῶν ἀδελφάδων τους... Καὶ τρέχαν αὐτὰ ὁλογυρά του σὰν χαρούμενα κουτάβια καὶ τὸν ἐσυνόδευαν, -ὁρισμένοι φρουροὶ τῆς Ἑλλάδος, ὁρκισμένοι φρουροὶ τοῦ Κυβερνήτη- τὰ τρίχρονα καὶ τὰ τετράχρονα ὀρφανὰ τοῦ πολέμου, ποὺ ὅλοι οἱ σπουδαῖοι ἔκαμαν πὼς δὲν τὰ βλέπαν καὶ κεῖνος τὰ ἀγάπαγε. Ξέρεις πὼς τὰ ἔλεγε τοῦτα τὰ μωρὰ ὁ Κυβερνήτης μας; Τὸ ροδόχρουν ὄνειρο τῆς πατρίδας!" 

Μὰ δὲ ἠμπορῶ ἄλλο ἀδελφέ μου, δὲ δύναμαι. Καὶ δὲν ἠθέλω ἐδῶ, ἐδῶ ποὺ ἔχω τὴν ὁρισμένη ἀπὸ τὸν νέο βασιλέα θέση, χάμω στὰ σκαλοπάτια, στοῦ Περαία τὸ λιμάνι καὶ εἶμαι ἐπίσημα ζητιάνος καὶ στέκω μὲ ἁπλωμένο χέρι, δὲ θέλω νὰ δακρύζω. Γιατι, δὲ μὲ πονάει τόσο ὁ δικός μου πόνος, οὔτε ἡ φυλακὴ ποὺ μὲ ἔριξαν οἱ νέοι ἄνθρωποι ποὺ κουμαντάρουν τὴν πατρίδα, οὔτε τὰ μάτια μου καὶ τὸ φώς τους ποὺ ἄφησα στὰ σκοτάδια των μπουντρουμιών, οὔτε τὰ παιδιά μου ποὺ λύγισαν ἀπὸ τὸν πόνο σὰν μὲ εἶδαν ματωμένο καὶ δαρμένο ἀπὸ τοῦ Βαυαροῦ τὸ χέρι, ὅσο μὲ καίει καὶ μοῦ σκάφτει τὰ σωθικά, τοῦ Κυβερνήτη ὁ χαμός. 

Τοῦ Ἰωάννη. Γιατι ἔτσι τὸν ἔλεγαν. Εἴχατε τὸ ἴδιο ὄνομα. Καὶ τὰ ἴδια μάτια τοῦ ἐλαφιοῦ. Καί -συχώραμε Ἰωάννη ἀδελφέ μου- μὰ σὰν μιλούσαμε καὶ ἔγερνε τὸ κεφάλι κατὰ τὴ μεριά μου καὶ ἤθελε ὅλο νὰ μαθαίνει γιὰ τὶς μάχες καὶ τὸν Ἀγῶνα καὶ κάποτε ἔλεγε σοβαρά: "Εὖγε, Νικήτα!", κι ἦταν ἡ κουβέντα αὐτὴ τὸ μεγαλύτερο παράσημο καὶ τὸ πιὸ ἀκριβὸ λάφυρο...Ναί. Ἐκεῖνες τὶς δικές μας ὧρες, ἔνιωθα πὼς δίπλα του καθόσουν κι ἐσύ. Καὶ ἀμίλητος καθάριζες καὶ γυάλιζες τὸ σπαθὶ μοῦ , τὸ μοναδικὸ λάφυρο ἀπὸ τὰ Δερβενάκια καὶ ἀπὸ τὸ ἀγαρηνὸ λεφούσι. Ἐγὼ τίποτα δὲ θέλησα, τίποτα δὲν πῆρα. Μοῦ΄ φτανε πὼς οἱ χρυσοστολισμένοι ἀγᾶδες χάθηκαν μὲς τὴν περηφάνεια τους καὶ κεῖνος, ὁ Δράμαλης ἔφυγε μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια. Μὰ σὰν ξεκόλλησε ὁ γιατρὸς τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι μου -τοῦτο τὸ δεξιὸ ποὺ τώρα εἶναι ἁπλωμένο σὲ ζητιανιὰ μὲ ἄδεια τοῦ βασιλέως τοῦ μικροῦ- ναί, τότε ἔστειλε ὁ Θοδωρῆς τὸν πρωτογιό του τον Πάνο, μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Δράμαλη στὸ χέρι. 

-Αὐτὸ γιὰ σένα θεῖο, μοῦ είπε Πᾶρε το. Κι ἂς μὴ θέλεις λάφυρα καὶ ἄλλα τέτοια. Πᾶρε το γιὰ νὰ θυμᾶσαι...γιατι σήμερα πολέμησες γιὰ δέκα, γιὰ ἑκατό... Ἔτσι εἶπε ὁ πατέρας καὶ σοῦ στέλνει αὐτό. Πάρτο γιὰ νὰ θυμᾶσαι. 


Γιὰ νὰ θυμᾶσαι, εἶπε ὁ Πάνος, τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ καμάρι καὶ ὁ πρωτογιός του ὁ καλός, ὁ ὡραῖος, ποὺ τοῦ τὸν ἔφεραν γυμνὸ καὶ τελειωμένο δυὸ χρόνια μετὰ καὶ κοντεψε νὰ τελειώσει κι ὁ Γέρος. 

Εἶπαν πὼς ἤτανε ἀδελφικὸ τὸ χέρι ποὺ’ ριξε τὸ βόλι στοῦ Μοριᾶ τὸ καμάρι... 

Καὶ γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἔτσι εἴπανε. 

Μὰ ἐγὼ θαρρῶ πὼς ἤτανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἀόρατο, ποὺ ἐνῷ νικούσαμε τὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο χρόνο καὶ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ ἄντρες, γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιά, ἑνωμένοι σὰ μιὰ γροθιὰ καὶ ἠθέλαμε νὰ φτάσουμε στὴν Πόλη...ναί, μπῆκε τὸ χέρι τὸ κακὸ μὲ τὰ καμπουριασμένα νύχια καὶ μᾶς διάλυσε. Καὶ χύθηκε αἷμα ἄδικα, αἷμα ἀδελφικό. 


Καὶ τοῦ Κυβερνήτη τὸ αἷμα χύθηκε. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, στὸ Ἀνάπλι. 

Καὶ τὸν ἔκλαψε λαός. Καὶ μαυροφόρεσαν οἱ χῆρες ποῦ’χαν λαμπροφορέσει. Καὶ ὀρφάνεψαν ξανὰ τὰ ὀρφανὰ ποῦ’χε περιμαζώσει. Καὶ ὀρφάνεψε κι ἡ δόλια ἡ πατρίδα. Κι ἔτσι ὀρφανῆ καὶ καταφρονεμένη τριγυρνᾶ. Καὶ ποιός ξέρει, Ἰωάννη ἀδελφέ μου, μπορεῖ καὶ νὰ στέκεται ἐδῶ δίπλα μου, μὲ ἁπλωμένο τὸ χέρι, νὰ ζητιανεύει κι αὐτή, ὅπως ἐγώ, ὁ ἀδελφός σου ὁ Νικήτας ποὺ κάποιοι κάποτε τὸν ἐφώναξαν, Νικηταρά... 

Ναί, μπορεῖ νὰ στέκει ἐδῶ δίπλα μου, ἡ Ἑλλάδα μας, Ἰωάννη ἀδελφέ μου, μὰ ἐγὼ ἔχω τὰ μάτια σβηστὰ καὶ δὲ μπορῶ νὰ εἰδώ. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τοῦ ἀλαφιοῦ τὰ μάτια, ἄν την ἐδεὶς σκυμμένη, νὰ τὴν σηκώσεις. Ἂν τὴν ἐδεὶς κλαμμένη, νὰ τῆς σκουπίσεις τὰ δάκρυα. Καὶ στὸ ἁπλωμένο χέρι τῆς ζητιανιᾶς, βάλε Ἰωάννη τὸ σπαθί μου, τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ λάφυρο. 

Καὶ ἂν τὴν ἐδεὶς νὰ δειλιάζει, ψιθύρισέ της στὸ αὐτί, τούτη τὴ φράση ποὺ μᾶς πρωτὸ’πε ὁ Κυβερνήτης κοιτῶντας ψηλὰ τὸν καταγάλανο ἀτλαζένιο οὐρανὸ καὶ γέμισε τὶς ψυχές μας μὲ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ἀνείπωτη: 

-"Εἰ Κύριος μεθ’ημών, οὐδεὶς καθ’ημών." 

Ναί, αὐτὸ εἶπε ὁ Ἄλλος Ἰωάννης καὶ τὸν καταλάβαμε ὅλοι, ἀκόμη κι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν μήτε τὸ ἄλφα νὰ ὀρνιθοσκαλίσουν. Ναί, τὸν καταλάβαμε καὶ γέμισε ἡ ψυχή μας. 

Ἐσὺ λοιπὸν Ἰωάννη μικραδελφέ μου, ἐσὺ ποὺ ἔφυγες σφαγμένος ἀπὸ τοῦ ἀγαρηνοῦ τὸ μαῦρο χέρι, μὰ πέταξες σὰν τὸ πουλὶ καὶ πῆγες καὶ ἐστάθηκες στοῦ Οὐρανοῦ τὰ γαλανὰ κλαριά τα ἁπλωμένα καὶ στῶν Ἀγγέλων τὴν κάτασπρη ἀγκαλιά, ἐσὺ νὰ πεῖς στὸν Κύριο καὶ στὴν Καλή του Μάνα, πὼς ἐδῶ κάτω ὑπάρχει μιὰ πατρίδα. Ποὺ πνίγηκε στὸ αἷμα. 

Ποὺ λευτερώθηκε μὲ αἷμα. Καὶ ἔτσι ματωμένη δὲν πρόλαβε νὰ χαρεῖ τὴ λευτεριὰ καὶ τὴν σκλάβωσαν ξανὰ οἱ Ἔμποροι τοῦ Κόσμου. Καὶ ἀπὸ τότε τὴν ἔχουν σκλάβα καὶ ζητιάνα. 

Μὰ δὲν τῆς ἀξίζει. Ἂς ἀναλάβει Ἐκεῖνος. Νὰ μαζέψει τῆς ζητιανιᾶς τὸ χέρι. 

Καὶ νὰ δώσει καὶ σὲ μᾶς, αὐτὴν τὴν Ἄλλη Ἑλλάδα. Αὐτὴν ποὺ ἀγαπᾶμε καὶ περιμένουμε καὶ ποτέ -ὅσα σπαθιὰ κι ἂν ἔλειωσαν στὰ χέρια μας- δὲν λευτερώσαμε πραγματικά... . Ναί, αὐτὴν τὴν Ἄλλη Ἑλλάδα! 



Υ.Γ.1/ Τὸν μικρὸ ἀδελφὸ τοῦ Νικηταρά, ἀρνούμενο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἀποκεφάλισαν οἱ Τοῦρκοι, τὸ 1816, στὸ προαύλιο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, τοῦ Ἑλκόμενου Χριστοῦ, στὴ Μονεμβασιά. Στὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου σχηματίστηκε ἐκ τοῦ αἵματός του, Σταυρός. Ήταν 11 ἐτῶν. Ἁγίασε. Εἶναι ὁ νεομάρτυς καὶ παιδομάρτυς, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Τουρκολέκας, (ἐκ τοῦ τόπου καταγωγῆς) καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 24 Ὀκτωβρίου. 

Υ.Γ. 2 / Ὁ Νικήτας Σταματέλλος ἢ Σταματελόπουλος, γιὰ τὴν ἀνυπέρβλητη γενναιότητα καὶ αὐταπάρνησή του, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Ἀγῶνα, κέρδισε ἕνα σπαθί, τὸ προσωνύμιο Τουρκοφάγος καὶ μία ἄδεια ἐπαιτείας, μετὰ τὴν ἄδικη φυλάκιση καὶ τοὺς βασανισμοὺς ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς "βαυαρικῆς ἀκρίδας". Ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ τυφλὸς καὶ πάμφτωχος. Ὅμως τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ποὺ συγκεντρώθηκε ἀπὸ κάθε σημεῖο τοῦ Λεκανοπεδίου ἔξω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ κατάλυμα του, δὲν καταδέχτηκε ἕνα κάρο νὰ μεταφέρει τὸ πληγωμένο σῶμα στὸν τάφο. Ἄνδρες κάθε ἡλικίας, ὅσοι ἠδύναντο, τὸ σήκωναν στοὺς ὤμους τους καὶ σχηματίζοντας μία ἀνθρώπινη ἅλυσο, ἀκολουθῶντας τὴν πανάρχαια ὁδὸ ποὺ συνδέει τὸν Πειραιᾶ μὲ τὴν Ἀθήνα, ἔφθασαν ὡς τὸ Α΄Κοιμητήριο. 

Ἐκεῖ, ἀπόθεσαν τὸ ἅγιο σῶμα. Δίπλα στὸν τάφο τοῦ μεγάλου νεκροῦ τους: Τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν ἔκπληκτη ματιὰ τοῦ Βαυαροῦ, τίμησε ὁ ποδοπατημένος ἕλληνας τὸν ἥρωά του: 

Αὐτόν, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει, εἶχε τύχει τῆς ταφῆς ἑνὸς ὁμηρικοῦ ἥρωος. 

Καὶ ἔμεινε στὴν συλλογικὴ μνήμη, καλούμενος μὲ τὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ τοῦ ὀνόματός του: 

Νικηταράς! 



Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ἡνίοχος - Η Άλλη Ελλάδα


 



Εἶναι ὡραία ἡ ὥρα τῆς νίκης! 

Μιὰ στιγμὴ κρατᾶ. 

Μιὰ στιγμὴ μονάχα... 

Ἀλλὰ ἀρκεῖ. 


Ὕστερα ὅσοι αἰῶνες κι ἂν διαβοῦν 

ἡ στιγμὴ κρατᾶ γιὰ πάντα. 


Ἂς ἔχω τὸ νοῦ μου στὰ ἄλογα! 


Κι ἂν ἀνασαίνουν μὲ ἀντάρα 

κι ἂν κρατοῦν τὸ πόδι σηκωμένο 

εἶναι γιατί στὸ αἷμα τους ἀκόμη 

τρέχει ἡ φωνὴ καὶ τὸ σύνθημα τῆς νίκης. 


Δουλειά μου νὰ τὰ κρατῶ γερά. 

Τώρα μὲ ἕνα χέρι μοναχό. 

Στέκω καὶ τὰ προσμένω. 

Τὸ ἄλλο στὰ χαλάσματα. 

Κάτω ἀπὸ πέτρες 

στὸν σεισμό. 

Μὰ δὲν παραπονιέμαι. 

Ἐκεῖνος μὲ προφύλαξε. 

Τὸν ἔστειλε ὁ Ἀπόλλων. 

Σείστηκε ἡ γῆς 

καὶ τ΄ ἄλογα ξεφύγαν. 


Δὲν πόνεσα. 

Κοιμήθηκα. 

Κράτησε ὁ ὕπνος μιὰ στιγμή. 

Κι ὅταν σηκώθηκα ξανά 

μοῦ ἔλειπε ἕνα χέρι. 

Μοῦ ἔλειπε τὸ ἅρμα μου 

τὰ τέσσερα ἄλογά μου. 

Ἐκεῖνα καὶ στὸν ὕπνο τους 

στέκονται πάντα ὄρθια! 

Ἔτσι κοιμοῦνται κι οἱ θεοί 

τὸ΄ χοῦν ἀποφασίσει. 


Τώρα στὸ χέρι τὸ δεξί 

κρατάω τὰ ἡνία. 

Ἔχω τὰ μάτια ἀνοιχτά 

ἄγρυπνος περιμένω. 

Τὰ ἄλογα 

τὸ ἅρμα μου. 

Ἴσως φανοῦν σὲ λίγο. 


Μακρυὰ ἀκούω καλπασμό. 

Μὰ πρέπει νὰ προσμένω. 

Στὸ μεταξὺ ὅλο σκέπτομαι 

πόσο κρατᾶ μιὰ νίκη. 

Μία στιγμή 

μία στιγμή. 

Ποὺ μοιάζει νὰ΄ναι αἰῶνες! 


Κρατῶ τὰ μάτια ἀνοικτά. 

Τὶς νύχτες μένω ξύπνιος. 

Στὸ χέρι τὸ μοναδικό 

κρατῶ τὰ χαλινάρια. 


Προσμένω. Φθάνουν. Ἔρχονται. 

Ἔχουν πολλὰ νὰ ποῦνε. 



Ὁ Πήγασος στὰ δεξιά. 

Ὁ Ἀρίων εἶναι δίπλα. 

Ὁ Βάλιος ὁ φτερωτός 

Καὶ ὁ Ξάνθος ὁ ὡραῖος. 


Αὐτὸς ὁ ἀνυπότακτος 

Πιὸ ἄγριος ἀπ΄ ὅλους. 

Κρατᾶ τὸ μάτι ἀνοιχτό. 

Πρῶτος θὰ ξεκινήσει. 


Θαρρῶ 

ἀκούω χλιμίντρισμα. 

Ἢ μήπως εἶναι κλάμα; 

Ποιός ἅρπαξε τὰ ἄλογα 

καὶ μ΄άφησε μονάχο; 


Ποιός ἔκλεψε τὰ ἄλογα 

ποὺ εἴχανε νικήσει; 

Τὰ προστατεύει ὁ θεός. 

Καὶ ἀλλοίμονο σὲ κεῖνον 

ποὺ ἀψηφάει τὴν ὀργή 

καὶ τῶν θεῶν τὸ μένος! 


Θαρρῶ, ἀκούω χλιμίντρισμα... 

Γιὰ μήπως εἶναι κλάμα; 


-Θρηνοῦν τὰ ἄλογα; 


Θρηνοῦν. 

θρηνοῦν καὶ ἀνατριχιούν 

καὶ ὁλοένα ψάχνουν 

ἐκεῖνον ποὺ τὰ φρόντισε 

τὰ ὁδήγησε στὴ νίκη. 

Θρηνοῦν καὶ κλαῖν 

καὶ χλιμιντρούν 

σηκώνουν τὸ ποδάρι. 


Κρατᾶ ὁ θρῆνος τους πολύ. 

Ὧρες μέρες αἰῶνες. 


Καὶ μὲς τὴ μνήμη τους γυρνᾶ 

τὸ χάδι τῆς ἀγάπης. 

Τοῦ ἡνιόχου ἡ φωνή 

τὸ παίνεμα, ἡ φροντίδα. 

Ὁ θαυμασμὸς οἱ ἰαχές 

ἡ δόξα τῶν ἀγώνων. 

Τὰ στέφανα ἀπὸ ὑγρή 

φρεσκοκομμένη δάφνη. 

Ὁ οὐρανὸς ποὺ ἔλαμπε 

αἰθέριος γαλάζιος. 

Ὁ ἴδρως ποὺ ἐστέγνωνε 

στὰ ὄμορφα κεφάλια. 

Τὸ χόρτο τὸ ὁλοπράσινο 

τῆς Ἄνοιξης τὸ βῆμα. 



Θυμοῦνται καὶ ποιός τ΄άρπαξε! 

ποιός ἅπλωσε τὸ χέρι 

στὸν ἱερό τους τὸν λαιμό. 


Ποιός ζήλεψε τὴν ἀρχοντιά 

καὶ τὸ ἀρχαῖο κάλλος. 

Ποιός βάρβαρος καὶ μισητός 

ἔσυρε τὸ μαχαίρι 

καὶ ἔκοψε χωρὶς ντροπή 

τὰ χάλκινα κεφάλια. 

Ποιός τα ΄κλεψε καὶ τά ΄βαλε 

σὲ ληστρικὰ καράβια. 

Γιὰ νὰ κοσμοῦν τοὺς ἅρπαγες 

τοῦ κόσμου τοὺς ἐμπόρους. 


Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα κι ὁ καιρός... 



Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ξεχνοῦν 

τὰ ἄλογα θυμοῦνται... 


Θυμοῦνται τὸν Ἡνίοχο

Καί ΄γὼ θὰ τὰ προσμένω... 


                              Τὰ   ἄλογα

 



Τὰ θυμόμαστε ὅλα. 

Δὲν κοιμόμασταν ὅταν σείστηκε ἡ γῆς. 

Κοιτούσαμε τὸν οὐρανὸ ποὺ ὁλοένα καὶ γινόταν πιὸ βαθὺς πιὸ σκοῦρος καὶ τὸ φὼς τραβιόταν στὶς ἄκρες καὶ ἔκανε τὰ ὄρη πίσω καὶ μπροστὰ καὶ ὁλόγυρά μας νὰ φαίνονται τόσο καθαρὰ σὰν νὰ φτιαχνόταν ἐξ ἀρχῆς. Καὶ σκεφτόμασταν: Τί περίεργο πρᾶγμα! Τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ, τότε ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κοιμηθεῖ ἡ πλάσις καὶ ὁ Φαέθων βιαστικὸς πολὺ ὁδηγεῖ τὸ ἅρμα τοῦ Ἥλιου σὲ ἄλλους τόπους ποὺ λαχταροῦν νὰ ξυπνήσουν, τότε ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ πιὸ ὡραία ὥρα: τὸ δείλι. Καὶ τὸ πιὸ ὡραῖο χρῶμα: το μούχρωμα. Καὶ ὅλα ἀποκτοῦν τὸ πραγματικό τους σχέδιο. Τὸ πρωταρχικό. Αὐτὸ τῆς πρώτης- πρώτης σκέψης 

 Ξέρουν οἱ θεοί. Ξέρουν... 

Καὶ πρὶν ἔλθει ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι, ἀφήνουν στὰ βουνά, στὶς θάλασσες, στὶς χαράδρες, στὶς σπηλιές, στὶς πηγὲς καὶ στὰ μαντεῖα ἀκόμη μὲ τοὺς περήφανους ναοὺς καὶ τὰ πολλὰ τὰ δῶρα, ἀφήνουν τὸ τελευταῖο φώς. Κρατάει λίγο. Μὰ δίνει σὲ ὅλα τὴν πραγματικὴ διάσταση. Σὲ ὅλα. Ἀκόμη καὶ στὰ ἄλογα. Καὶ στὸν ὁδηγό τους. Τὸν ἡνίοχο. Ἰδίως σ΄αυτόν. 

Ὁ δικός μας ἦταν νέος πολύ. Μόλις εἶχε ἀρχίσει τὸ πρόσωπό του νὰ ἀνδρώνεται καὶ νὰ ἀποκτᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ γωνιὲς καὶ τόξα. Ἀόρατα αὐτὰ γιὰ τοὺς πολλούς, μὰ ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ἄλογά του, τὰ δικά του ἄλογα. Καὶ τὸν ξέρουμε πιὸ καλὰ ἀπ΄ ὅλους. Τὴν ὥρα ποὺ ἡσυχάζει κι ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ νύχτα, ἐμεῖς στρέφουμε τὸ κεφάλι ἀργά, σχεδὸν ἀνεπαίσθητα καὶ τὸν παρατηροῦμε: Μελετοῦμε καλὰ τὸ ὡραῖο σχῆμα τοῦ προσώπου. Τὸ βλέμμα μας ἀρχινᾶ τὸ ταξίδι του ἀπὸ τὸ ἀδιατάραχτο μέτωπο, κατηφορίζει τὴν εὐθεῖα γραμμὴ ρινός, χαΐδεύει -ἐλαφρὰ μὴν τὸν ξυπνήσει- τὰ μόλις ἀνασαίνοντα χείλη καὶ ἀφοῦ μυρίσει γιὰ λίγο τὴ νιότη στὶς λάμπουσες παρειές, τραβιέται πιὸ μακρυὰ γιὰ νὰ ὀνειρευτεῖ τὰ μάτια. Τὰ μάτια τοῦ ἡνιόχου μας! Κάτω ἀπὸ τὰ περήφανα τόξα τῶν φρυδιῶν ποὺ στέκονται γεφύρια γενναῖα καὶ ἀνθεκτικὰ καὶ προστατευτικά- χωρὶς καμμία ἔπαρση καὶ καμμία ἀλαζονεία-ἀλλὰ μὲ πλήρη συναίσθηση ἔργου σοβαροῦ.Έχουν ἱερὸ σκοπό: νὰ προστατεύσουν καὶ νὰ κρατήσουν σὲ ἀδιατάρακτη ἁρμονία τὰ μάτια τοῦ ἡνιόχου μας.    

Τὰ μάτια του! Μὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ νὰ τὰ δοῦν καὶ νὰ τὰ θαυμάσουν! Καὶ δὲν εἶναι μόνον τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα τὸ μοναδικὸ καὶ τὰ μακριὰ περίτεχνα βλέφαρα. Δὲν εἶναι μόνον αὐτὰ ποὺ κάνουνε τὴ φήμη του νὰ ἁπλώνεται καὶ νὰ φέρνει βασιλιᾶδες καὶ λαὸ στὸ ἅρμα μας μπροστά. Εἶναι, ποὺ ὅσοι ἔρχονται καὶ στέκονται καὶ τὸν κοιτοῦν καὶ κάποιοι κλαῖν ἀκόμα, εἶναι ποὺ ὅλοι λὲν πῶς τοὺς κοιτᾶ κι ἐκεῖνος. Καὶ ἀκόμα πιὸ πολύ...Πως μόλις σταθοῦν στὸ βλέμμα του γιὰ λίγο, αὐτὰ τὰ μάτια τὰ χρυσᾶ σχεδόν, τὰ θεΐκά σχεδόν, γεννᾶνε μὲς τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς ρυάκια καὶ ποτάμια. Καὶ καθαρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ περιττά. Καὶ ἀπὸ πάθη καὶ ἀγωνίες καὶ φόβους μυστικοὺς καὶ φανερὲς ἀνησυχίες. Καὶ ἔτσι καθαροὶ καὶ ἥμεροι κατηφορίζουν τὸ βουνὸ καὶ γυρίζουν στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, στὶς στάνες τους. Καὶ λένε πὼς στὸν ὕπνο τους συχνὰ ὀνειρεύονται τὸν ἡνίοχό μας. Τὰ μάτια του. Τὸ ἅρμα του. Τὰ ἄλογά του. Ἐμᾶς! 

Ἐμεῖς τὰ ξέρουμε ὅλα αὐτά. Τὸ χέρι καὶ τὸ μάτι του τόσα χρόνια μᾶς ἔστεργε καὶ μᾶς ὁδηγοῦσε. Χωρὶς κακό. Μόνον πίστη. Στὸν Ἀγῶνα, τὸν καλό. Γιατί ἡ νίκη ποὺ μᾶς ἑτοίμασε καὶ μᾶς ὁδήγησε καὶ τρέξαμε ἀντάμα καὶ ἔβαλε στὰ σγουρά του μαλλιὰ τῆς δόξας τὸ στεφάνι, ἦταν ὁ ὑπὲρ πάντων ἀγών. Καὶ ἔδιωξε τὸ Γένος κι ἡ Γενιά του, τὴν ἐπιβουλὴ καὶ τοῦ ἀνατολίτη τοῦ χρυσοφόρου ἀπώλεσε τὴν δύναμη. Καὶ ξανάρχισαν οἱ γιορτὲς καὶ οἱ ἀγῶνες οἱ ὡραῖοι. Ἐκεῖνος ἀγωνίζονταν γιὰ ἕνα στεφάνι κι ἐμεῖς γιὰ λίγο φρέσκο χορτάρι. Μαζεμένο ὅμως ἀπὸ χέρια ἱερὰ καὶ ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὸ ἱερὸ χωράφι. Κι ἦταν αὐτό, μαζὶ μὲ τὰ παινέματα καὶ τοῦ πλήθους τὶς ἐπευφημίες καὶ τὰ εὖγε τῶν κριτῶν καὶ τὰ χαΐδέματά τοῦ ἡνιόχου μας ὅ,τι πιὸ ὄμορφο στὴν μικρή μας ζωή. Στὴν μικρή μας ζωὴ ποὺ κράτησε αἰῶνες. 

Κι ὕστερα ἦλθε ὁ σεισμός. Μὰ δὲν μᾶς χώρισε. 

Ἐκεῖνος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ. Ἐμεῖς μόλις ποὺ ἀργοκλείναμε τὰ βλέφαρα. Πάντα κοιμόμαστε μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον, γιὰ νὰ τὸν φυλᾶμε. Καὶ ἐξάλλου τὰ ἄλογα ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο στέκουν ὀρθά. 

Ὄχι, δὲν μᾶς χώρισε ὁ σεισμός. Ἦταν τῶν θεῶν τὸ θέλημα. 

Ἐκεῖνος στοργικὰ νὰ σκεπαστεῖ-πρῶτα χῶμα, ὕστερα λίθοι- γιὰ νὰ προλάβει ἡ γῆ νὰ τὸν κρύψει στὴν ἀγκαλιά της τὴν ἱερὴ καὶ νὰ τὸν προστατέψει.Το ἅρμα ἀλλοῦ. Λίγο πιὸ βαθιὰ κι αὐτὸ εἶναι φυλαγμένο. Ἐμεῖς μείναμε ἐκεῖ. Νὰ περιμένουμε. Τὸ ξύπνημά του. Τὸ χάδι του. Τὴ μυρωδιά του. Καὶ τὸ χρυσό του βλέμμα. Νὰ εἶναι τὸ πρῶτο φῶς ποὺ ἀντικρίζουμε μὲ τὴν αὐγή. Αὐτὸ τὸ φῶς, ἀπὸ αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ μᾶς ἔκαναν νὰ νιώθουμε αὐτὴν τὴν ἥσυχη γενναιότητα καὶ τὴν χωρὶς ἔπαρση ὑπερηφάνεια, ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸν Ἀγῶνα τὸν καλό... 

Ὕστερα μᾶς πῆραν καὶ μᾶς ξαναπῆραν... Μὰ πάλι δὲν μᾶς χώρισαν. Κι ἂν σταθήκαμε σὲ νησιὰ καὶ σὲ μεγάλη πόλη καὶ στολίσαμε ἀγῶνες καὶ ἱπποδρόμια, εἴμασταν στὸν τόπο μας. Καὶ ἀκούγαμε τὴν λαλιὰ τὴν ἴδια. Καὶ ἡ ἴδια σκόνη ἀπὸ τὸ ἴδιο χῶμα μετὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς σκίαζε τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἦταν τὸ χρῶμα του, ἴδιο μ’αυτό ποὺ εἴδαμε γιὰ πρώτη φορὰ μαζὶ μὲ τὸν ἡνίοχό μας. Μᾶς ἔλειπε. Ναί. Καὶ τὸν περιμέναμε. Μὰ δὲ χωρίσαμε. 

Μετὰ ἦρθε ὁ ἄνθρωπος. Ποὺ στάθηκε τὸ μάτι του τὸ χλωρὸ πάνω μας. Τό ἕνα του μάτι. Τὸ ξεθωριασμένο. Ὅπως μπῆκε στὸ Ἱπποδρόμιο, δῆθεν νὰ ξεναγηθεῖ καὶ δῆθεν νὰ θαυμάσει, ὕψωσε τὸ κεφάλι μὲ τὴ βελουδένια τόκα καὶ μᾶς κάρφωσε. Μὲ τὸ μάτι τοῦ ἐμπόρου μᾶς ζύγιασε. Μὲ τὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ χαμογέλασε. Μὲ τὸ νοῦ τοῦ κακοῦ ἀποφάσισε: Εἶναι δικά μου! Ἐμεῖς τὸ νιώσαμε. Καὶ μὲς τὴ μέρα τὴ λαμπρὴ ποῦ γυάλιζε διάφανη ἡ ὀμορφιὰ τῆς Πόλης, εἴδαμε ἕνα σύννεφο μαῦρο κατάμαυρο σὰν τὴν ψυχὴ τοῦ μονόφθαλμου ποῦχε καταφθάσει ἀπὸ τὴν μούχλα τῶν σαπισμένων νερῶν της Γαληνοτάτης, μαζὶ μὲ τὸ λυσσασμένο ἀσκέρι. Ἐκεῖνο τὸ παραμάζωμα τοῦ Θεριοῦ, ποὺ ὅλο ἐρχόταν καὶ ξαναρχόταν δῆθεν περνῶντας γιὰ νὰ τραβήξει κάτω καὶ νὰ ἐλευθερώσει Τόπους Ἅγιους. Στὸ μεταξὺ ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔκλεβαν...Και ἐν ὀλίγοις ἔπρατταν ἅγια πράγματα. Καὶ ἀπὸ κοντὰ κι ὁ στόλος καὶ τὰ πανιὰ μὲ τὸν λέοντα. Ὅλα τὰ λιμάνια δικά τους. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα χλωρὸ μάτι νὰ χαμογελᾶ καὶ νὰ ἑτοιμάζεται...Και στὸ θρόνο οἱ Ἄγγελοι. Ἄγγελοι τοῦ κακοῦ. Ὁ ἕνας νὰ μαδάει τὰ φτερὰ τοῦ ἄλλου καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ ξεπουπουλιάζουν τὴν Ὡραία Πόλη. Καὶ ὁ λαὸς νὰ χαίρεται καὶ νὰ ἐπευφημεῖ στὸ Ἱπποδρόμιο. Καὶ τὰ φλάμπουρα μὲ τὸν Λέοντα νὰ περιμένουν. Πότε θὰ μᾶς ἁρπάξουν... 


Ὑπάρχουν θεοί; Ὑπάρχουν. Ἐμεῖς κι ἂν τὸ ξέρουμε! 

Οἱ ἄνθρωποι τὸ λησμονοῦν. Ὁ ἡνίοχός μας, ὄχι. 

Ὁ ἄνθρωπος τῆς μουχλιασμένης πολιτείας, αὐτῆς ποὺ ἀπὸ τὸν ὑγρὸ θαλασσινό της τάφο νεκρανασταίνεται καὶ μὲ τὸ χρυσάφι της τὸ κλεμμένο διαφεντεύει τόπους καὶ λιμάνια, νησιὰ καὶ στεριές, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ πεθαμένα μάτια καὶ τὴ μαύρη ψυχή, ξανάρθε. Τὸν ὁδήγησε ὡς ἐδῶ, ὁ φθόνος του, ἡ ἀγάπη τοῦ χρυσοῦ, ἡ γυαλάδα τῆς Πόλης ποὺ ἄστραφτε καὶ ζάλιζε μὲ τὸ φὼς καὶ τὸν πλοῦτο της τὰ σκοτεινὰ μοῦτρα τῆς Δύσης. Μά -τί κρῖμα καὶ τί ντροπὴ ἀνείπωτη- ποὺ ἐμεῖς θὰ τὴν ὁμολογήσουμε, γιατί ἔτσι θὰ μείνει ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἡ μόνη λευτεριὰ τοῦ κόσμου τούτου. Κι ἂς τὴν φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Κι ἂς κλείνουνε τ΄αυτιά τους. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν εἶναι πὼς τὸν ἄνθρωπο τῆς Βενετιάς, τὸν ἔμπορο τῆς Πόλης, τὸν ἔφεραν οἱ ἀνόητοι Ἄγγελοι, ποὺ τίποτα ἀγγελικὸ δὲν εἶχαν. Θέλανε τὸν Θρόνο. Τὴ χρυσῆ καρέκλα. Καὶ θαρροῦσαν οἱ ἄφρονες, πὼς θὰ τοὺς τὴν ἔδινε πίσω καὶ θὰ τοὺς ἔστρωνε κόκκινο χαλί, ὁ ἔμπορος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Καὶ πρόστρεξαν. Καὶ παρακάλεσαν. Καὶ προσκύνησαν. Τὸν ἐχθρό. Τὸν ἐχθρό τους. Τὸν ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς Πόλης τους. Μὰ ἔχει ἡ ἀνοησία ἐχθρό; Ἔχει ἡ ἀπληστία ἐχθρό; Ἔχει. Πολλούς. Καὶ πρῶτα- πρῶτα τὸν ἑαυτό της.

 


Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Ἔφερε καὶ τοὺς προδότες τοὺς ἀνόητους τοὺς Ἄγγελους. Ἔφερε ὅμως καὶ τὰ μιλλιούνια τῶν ἁρπακτικῶν. Καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς μὲ τὰ βελοῦδα καὶ τὴ λίγδα καὶ κάτι ἀκατάληπτους τίτλους εὐγενείας ποὺ ποιός ξέρει σὲ ποιόν βάλτο τους βρῆκαν πεταμένους καὶ πόσους ἀδικοσκότωσαν γιὰ νὰ ἁρπάξουν ἀγενεῖς εὐγένειες καὶ ὄζοντα βελοῦδα, νὰ στολιστοῦν καὶ νὰ΄ρθουν στὸ λιμάνι στὸν κόλπο στὴν Πόλη. 

Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Γέρων πολὺ μὰ ὁ φθόνος τὸν κρατοῦσε ἀκμαῖο. Περιέργως ἀκμαῖο... Ἦρθε καὶ ξαναμοίρασε θρόνους σὲ ἀνάξιους ποὺ διαδέχθηκαν ἄλλους ἀνάξιους καὶ τὸ πλῆθος χαιρόταν καὶ ἐπευφημοῦσε καὶ οἱ φωτισμένοι ἀνησυχοῦσαν καὶ προειδοποιοῦσαν... μὰ ποιός θέλει τὴν ἀλήθεια, ποιός θέλει τὴν ἐλευθερία της; Οἱ αἰῶνες περνοῦν, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἴδιοι. Ἀπελπιστικὰ ἴδιοι... Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι ἦρθε. Ξανά. Καὶ ἔφερε καὶ πενῆντα καράβια. Ἄδειασαν τὸν ὀχετὸ καὶ ἔτσι ἄδεια καὶ ἥσυχα μὲ τὸν λέοντα -κλεμμένον κι αὐτὸν ἀπὸ ἐμᾶς σὰν σύμβολο δύναμης ἀκατάλυτης καὶ ὑπεροχῆς ἀναμφισβήτητης- ἔτσι λοιπὸν τὰ καράβια μὲ τὰ λιονταρίσια φλάμπουρα στάθηκαν ἀπέναντί μας καὶ ἀνέμεναν. Πότε θὰ ἀνεμίσουν καὶ θὰ πάρουν τοὺς δρόμους τοῦ νοτιᾶ, γεμᾶτα. Ἀπὸ τὰ λάφυρα. Τῆς Πόλης. Τῆς Ὡραίας. Μὲ τὸν πλοῦτο τον πολύ. Καὶ τοὺς ἀνόητους ἄρχοντες. Καὶ τὸν χαρούμενο λαό. Ποὺ οὔτε ἤξερε, οὔτε ἤθελε νὰ μάθει τί τὸν περιμένει... Καὶ τοὺς λίγους, ὅπως πάντα, νὰ ἀγωνιοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται. Νὰ σώσουν τὴ Πόλη καὶ τὸν ἀφελῆ προδομένο λαό της. Τὴν μόνη πόλη καὶ τὸν μόνο λαὸ ποὺ μιὰ ὡραία Ἄνοιξη ἁλώθηκε καὶ σφάχτηκε καὶ κάηκε καὶ καταστράφηκε, ὄχι ἀπὸ ἐχθρούς, ἀλλὰ ἀπὸ φίλους. Ἅγιους ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν - γιὰ τέταρτη φορά- νὰ λευτερώσουν Ἅγιους Τόπους. Καὶ στὸ μεταξὺ εἶπαν νὰ κάνουν μία Ἅλωση. Ἅγια κι αὐτή. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀλλάξουν τὸν λέοντα στὶς σημαῖες τῶν καραβιῶν τους καὶ νὰ βάλουν φίδια δικέφαλα, γιατί μόνον αὐτὰ τρυπώνουν καὶ ζεσταίνονται κι ὕστερα δαγκώνουν- αὐτοὶ φόρτωναν καὶ φόρτωναν καὶ ἐνδιαμέσως ἔκλεβαν, ἔκαιαν, σκότωναν. Καὶ τότε, τότε ποὺ οἱ ἄρχοντες οἱ ἀνόητοι ἄπληστοι καὶ ἄφρονες προδότες χάθηκαν στὸ σκοτάδι, κατάλαβε ὁ ἄμοιρος λαὸς τὴν ἀλήθεια. Μία στιγμή, μία μόνο στιγμὴ ἄνοιξαν τὰ μάτια τῶν πολλῶν νὰ δοῦνε τὴν ἀλήθεια. Μὰ ἦταν πλέον ἀργά...Η ἀλήθεια δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐλευθερώσει πιά. Γιατί εἶχε προλάβει τὸ σπαθὶ κι ἡ φωτιά. Τοῦ φίλου. Τοῦ φιδιοῦ. Ποὺ ἔφεραν ἄρχοντες ἀνάξιοι. Καὶ οἱ πολλοὶ δὲν μίλησαν. Μόνον χαίρονταν στὸ Ἱπποδρόμιο καὶ χαιρετοῦσαν καὶ βάζανε στοιχήματα καὶ ἅρπαζαν τοὺς ἄρτους ποὺ πέταγαν οἱ φύλακες καὶ λέγανε στοὺς συνετοὺς νὰ πάψουν, γιατι τόση ἀνησυχία καὶ τόσοι κακοὶ οἰωνοὶ μόνον ἀτυχία φέρνουν στοὺς ἀγῶνες... 


                                  Jacopo Palma Le Jeune, La Prise De Constantinople 1204


Ναί. Ἦρθε. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Καὶ τὰ ἑτοίμασε ὅλα καὶ μαύρισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὶς φωτιὲς καὶ λιώνανε οἱ ἅρπαγες ἀγάλματα ἀνθρώπων, ἡρώων καὶ θεῶν, ὡραῖα ἀγάλματα, ὡραίων ἀνθρώπων, ὡραίων θεῶν ...μὰ τί καταλαβαίνουν οἱ βαλτότοποι ἀπὸ ὀμορφιά; Θὰ τοὺς πάρει αἰῶνες νὰ νιώσουν κάτι, νὰ φτιάξουν κάτι κι αὐτὸ κλεμμένο. Καμμία ἀρχή. Καμμία πρώτη ἰδέα. Ἀντίγραφα μόνον. Ἀντίγραφα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν λίγων φωτισμένων ποὺ μαθαίνοντας ἀργότερα τὰ αἴσχη τῶν προγόνων τους δὲν ἔκλαψαν τόσο γιὰ τοὺς ἀτιμασμένους καὶ σφαγμένους τῆς Πόλης καὶ τοῦ τόπου καὶ τῶν νησιῶν. Ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν τοὺς πόνεσαν τόσο. Τοὺς πόνεσαν τὰ ἀγάλματα τὰ ὡραῖα τα λάμποντα. Τὰ ἀγάλματα ποὺ τὰ ἔφτιαξαν οἱ δικοί μας γιὰ νὰ τὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀγάλλονται ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ νὰ ξεχνοῦν πὼς εἶναι ἐδῶ προσωρινοὶ καὶ νὰ ἁρπάζει τῆς αἰωνιότητας τὸ θάμπος τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὸν σκορπᾶ μακριά. Καὶ νὰ χαίρονται κι οἱ ἀθάνατοι ποὺ γιὰ λίγο γιὰ μιὰ στιγμή, ἄνθρωποι καὶ θεοὶ γίνονται ἕνα. 

Ναί. Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος. Ξανά. Τοῦ πῆρε χρόνια νὰ τὰ ἑτοιμάσει ὅλα. Προδοσίες, δολοπλοκίες, χρηματισμοί, μίση καὶ πάθη, κρατᾶνε χρόνια . Καὶ κοστίζουν. Καὶ θέλουν ἀντοχές. Ὁ ἄνθρωπος τῶν μουχλιασμένων νερῶν, τὶς εἶχε. Δὲν χτίζεις μιὰ ὁλόκληρη αὐτοκρατορία σὲ βάλτους καὶ ὑπονόμους, χωρὶς ἀντοχές. Ἦλθε. Καὶ ὅταν οἱ ἄλλοι μόλυναν τὸν Μέγα Ναὸ καὶ ἀπησχολημένοι ἀπὸ τρέλα καὶ ἀπληστία κατέστρεφαν τὰ ἀγάλματα τὰ λάμποντα νὰ πάρουν τὸ χαλκὸ νὰ φτιάξουνε νομίσματα κι ἁρματωσιὲς νὰ ἀγοράσουν καὶ νὰ πολεμήσουν τὸ θάνατο καὶ τὴ λησμονιά, αὐτὸς ἔφτασε. Στὸ Ἱπποδρόμιο. Καὶ ἀνάμεσα στὰ σκυλεμένα σώματα, στὸ αἷμα καὶ τὴν ἀτίμωση, σήκωσε τὸ ἕνα μάτι, σήκωσε καὶ τὸ γαντοφορεμένο χέρι καὶ μᾶς ἔδειξε. Δὲν μᾶς εἶχε ξεχάσει! Ἐμεῖς καταλάβαμε καὶ κλείσαμε τὰ μάτια. Καὶ στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή μας, φάνηκε ὁ ἡνίοχός μας. Τὰ μάτια του. Καὶ εἴπαμε μέσα μας νὰ σφραγίσουμε τὰ δικά μας μάτια νὰ μὴ δοῦμε τὸ χωρισμό. Τὸ χωρισμό. Γιατί τώρα εἶχε φτάσει πιὰ ἡ ὥρα του...Και δὲ θέλαμε νὰ δοῦμε. Δὲ θέλαμε πιὰ νὰ ξέρουμε. Θέλαμε μόνον νὰ θυμόμαστε... Μὰ ὅταν μᾶς κατέβασαν καὶ μᾶς ἔβαλαν νὰ σταθοῦμε στό χῶμα ποὺ μύριζε φρέσκο αἷμα καὶ ἐκεῖνος μὲ φωνὴ μισὸ σφύριγμα θαυμασμοῦ καὶ μισὸ φθόνου, ἔτσι σὰν ρώταγε μὴν κάνανε ζημιὰ οἱ ὑποταχτικοὶ καὶ χάλασαν τὰ μάτια μας τὰ πολύτιμα τὰ σπάνια καὶ τί συμβαίνει καὶ τὰ κρατᾶμε σφαλιχτά, ἄλλα εἶχε δεῖ αὐτὸς κι ἂν πέρασαν χρόνια - τριάντα λένε- κι ἂν εἶναι μεγάλος σὲ ἡλικία - ἑκατὸ λένε- αὐτὸς θυμᾶται μιὰ χαρά: τί πάθανε τὰ ἄλογα τὰ ἄλογά μου! τὰ θέλω στὸ παλάτι μου! Τὰ ἄλογά μου... 

Τὰ ἄλογά μου! Ἔτσι σφύριξε μὲ τῆς ὀχιᾶς τὸ σούρσιμο στὴ φωνή. Καὶ τότε θύμωσε ὁ Ξάνθος καὶ ἄνοιξε τὸ ἕνα μάτι. Τὸ μάτι του τὸ σκοῦρο τὸ θυμωμένο. Καὶ φώναζαν οἱ ὑποταχτικοὶ καὶ σκόρπισαν οἱ ἐργάτες: Τὸ ἄλογο ζωντάνεψε! 


Λένε πὼς ὅλοι χάθηκαν μεμιὰς καὶ μόνον ὁ μεγάλος δόγης ἔμεινε στὸ Ἱπποδρόμιο. Γέρων, μισότυφλος, ντυμένος στὰ γαλάζια μὲ τὸ αἷμα μιᾶς Πόλης- Βασίλισσας νὰ στάζει ἀπὸ τὰ βελοῦδα του. Μὰ σὰν ἔκανε νὰ ἁπλώσει τὸ κοκκαλιασμένο χέρι στοῦ Ξάνθου τὸ λαιμό, ἐκεῖνος ποὺ ἄλλο χέρι δὲν γνώριζε παρὰ μόνον τοῦ ἡνιόχου μας την ἀπαλάμη, λένε λοιπόν- κι ὁ ἴδιος ὁ Ξάνθος τὸ ὁμολόγησε στοὺς αἰῶνες τῆς μοναξιᾶς μας ποὺ ἀκολούθησαν - πὼς τὸ ἄλογο σηκώθηκε ἀγριεμένο στὰ δυὸ πόδια καὶ κάρφωσε τὸν ἄνθρωπο τῶν μεγάλων φιλοδοξιῶν καὶ τῶν λιμναζόντων νερῶν, τὸν κάρφωσε μὲ τὸ ἕνα ὀρθάνοιχτο πολύτιμο μάτι του. Καὶ ἔτσι ὅπως ἄστραψε, ἔφυγε τοῦ θεοῦ ἡ σαΐτιά καὶ χτύπησε τὸν ἅρπαγα στὸ ἄλλο του τὸ μάτι. Ἔπεσε αὐτὸς στὸ χῶμα, κυλίστηκε στὸ αἷμα τῶν ἀθώων καὶ οὔρλιαζε καὶ καταριόταν καὶ σφύριζε σὰν Πύθωνας. Εὐθὺς ὁ Ξάνθος ἡμέρεψε. Κι ἐμεῖς μαζί. Καὶ ἔτσι ἥσυχα μᾶς πῆραν καὶ μᾶς ἔσυραν στὰ καράβια τοῦ λυσσασμένου ποὺ θεότυφλος πλέον ὁδηγοῦσε τους σιδερόφραχτους στὸ μῖσος καὶ στὸ χαλασμό. Ἔτσι ἥσυχα ρημάξανε τὴν Μεγάλη Πόλη. Ἔτσι ἥσυχα καὶ χωρὶς καθόλου τύψεις ἔκοψαν ὡραίους λαιμούς. Ἔτσι ἔκοψαν καὶ τοὺς δικούς μας λαιμούς. Μὲ σιδερένια πριόνια. Γιὰ νὰ χωρέσουμε στὰ καράβια. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ζοῦσε αἰώνια. Καὶ πὼς ἐμεῖς αἰώνια θὰ στολίζουμε τὰ παλάτια του τα βουτηγμένα στὸ αἷμα καὶ τοὺς στεναγμούς. Καὶ τοὺς ναούς. Ποὺ θεμελιώθηκαν στὸ αἷμα καὶ τὸ ψέμα. Καὶ ἔξω ἡ ἀλαζονεία τους καὶ μέσα ἡ ἀλαζονεία τους, κάνουν τοὺς θνητοὺς νὰ ξεχνοῦνε τὸ θεὸ καὶ νὰ θαρρεύουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ θεὸ καὶ νὰ μὴν βλέπουν την Τίσιν καὶ τὴ Νέμεσιν ποὺ ἀκολουθοῦν καλπάζοντας τὴν Ὕβριν. Ὅπως δὲν τὴν εἶδε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἤθελε νὰ ζήσει γιὰ πάντα. Καὶ γιὰ πάντα νὰ χαίρεται τέσσερα ἄλογα. Στὸ παλάτι του. Γιὰ πάντα. Στὴν πόλη του. Γιὰ πάντα. Στὸ ἔξω καὶ στὸ μέσα τῶν ἀλαζονικῶν ἄμετρων ναῶν του. Γιὰ πάντα. Στὴν ἤδη βουλιαγμένη νεκρὴ πολιτεία του. Γιατί πεθαίνουν οἱ πόλεις ὅταν στηρίζονται στοὺς βάλτους, στὰ λάφυρα, στὴν ἁρπαγὴ καὶ στὸ αἷμα. Σαπίζουν ἀργὰ καὶ βασανιστικά. Λίγοι τὸ νιώθουν. Καὶ ἀπομακρύνονται. Νὰ σωθοῦν. Νὰ βροῦν τὸν Ἡνίοχο. Νὰ σώσουν. Νὰ σωθοῦν. Νὰ καθαρθοῦν. Καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὸν ἀγῶνα τὸν καλό. Τὸν Ἀγῶνα γιὰ ἕνα στεφάνι φρεσκοκομμένης δάφνης. Ποὺ ὅμως χλωρὴ ἀκόμη, λάμπει. Καὶ οἱ διάφανες σταγόνες τῆς πρωΐνής δροσιᾶς λάμπουν κι αὐτὲς στὰ φύλλα της, ἔτσι ὅπως κανένα πετράδι δὲν ἔλαμψε ποτέ! 


Θρηνοῦν τὰ ἄλογα; 

Θρηνοῦν! Καὶ κάποτε κρατᾶ ὁ θρῆνος τους, αἰῶνες. 

Μᾶς ἔκλεψαν, μᾶς ἅρπαξαν, μᾶς ἔβαλαν νὰ κοσμοῦμε τὶς αὐλές, τὰ παλάτια, τοὺς ναούς τους. Μόνα μας. Κατάμονα. Χωρὶς τὸν ἡνίοχό μας. Μὰ ἐμεῖς ὅπου κι ἂν βρεθήκαμε, ἐκεῖνον ὀνειρευόμαστε. Τὸ χέρι του. Τὸ χάδι του. Τὰ μάτια του. Τὶς νύχτες, τὶς νύχτες τις ἀτέλειωτες μὲ τὸ θολὸ τελευταῖο φὼς ποὺ στὴν βυθισμένη πόλη ἔμοιαζε νὰ εἶναι ἡ στερνὴ τοῦ κόσμου ὥρα, τὶς νύχτες ποὺ ἔκλαιαν καὶ στέναζαν οἱ μελλοθάνατοι καὶ σέρναν ἀργὰ τὶς ἁλυσίδες τους, ἐμεῖς θρηνούσαμε. Καὶ φώλιαζε ὁ θρῆνος μας στὸ κλάμα τῶν ἀνθρώπων καὶ κρύβονταν ἐκεῖ καὶ περίμενε. Καὶ περιμέναμε καὶ μείς. Πότε...Πότε θὰ ξυπνήσει ὁ ἡνίοχός μας. Αὐτός. Ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ καὶ ἀληθινή μας πατρίδα. 

Ἔτσι πέρασαν αἰῶνες, στιγμές, αἰῶνες. Κι ὕστερα... 

Πρῶτος τινάχθηκε ὁ Ξάνθος. Ἀνήσυχος, ἀτίθασος, γενναῖος. Εἶδε ὄνειρο; Ἄκουσε φωνή; Μύρισε φρεσκοκομμένη δάφνη; Ἢ μήπως ἔλαβε μήνυμα θεοῦ; Πάντως ξύπνησε καὶ εἶπε: Πᾶμε! ἦλθε ἡ ὥρα! 

Καὶ ἔτσι ξεκινήσαμε. Μᾶς ὁδηγεῖ τὸ φὼς κι ἡ μυρωδιὰ τῆς δάφνης. Ἀφήσαμε πίσω τὸ θάνατο ποὺ μοιάζει μὲ ζωὴ καὶ κινήσαμε γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ μοιάζει μὲ γιορτή. Ξεκινήσαμε. Λίγοι τὸ ξέρουν. Λίγοι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια. Λίγοι θὰ λυτρωθοῦν. Μὰ φτάνουν κι αὐτοί. Φτάνουν γιὰ τὴ γιορτή. Γιὰ τὴ ζωή. Ξεκινήσαμε. Καλπάζουμε. Ὁ Ἡνίοχος ἔχει ξυπνήσει. Μᾶς περιμένει. Ἐμᾶς, τὰ ἄλογά του. Θὰ μᾶς καλωσορίσει, θὰ μᾶς χαιρετήσει καὶ μαζὶ θὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὸν ἀγῶνα τὸν καλό. Μαζί. Ὁ Ἡνίοχός μας καὶ ἐμεῖς. Τὰ ἄλογά του.Για πάντα. 

Καλπάζουμε...Τι κρῖμα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ μᾶς δεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ χωρὶς μάτια καὶ χωρὶς ὅραση νόμισε πὼς θὰ ζοῦσε γιὰ πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ μᾶς χαρεῖ, νὰ στολίζουμε τὸ μπαλκόνι του, τὴν πόλη καὶ τὸ βιός του τὸ αἱματοβαμμένο. Ἔπεσε στὴν Πόλιν ποὺ ἔκανε πόλη καὶ θάφτηκε στὸν Μέγα Ναὸ ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε δικός του, οὔτε ἄλλου κανενός. Μὰ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ δυὸ τυφλὰ μάτια, ποὺ κάποιοι τὸν θαρροῦσαν ἀθάνατο, τόσο ποὺ κι ὁ ἴδιος τὸ εἶχε πιστέψει, πρὶν χαθεῖ διέταξε. Γιατί αὐτοὶ οἱ ἀπέθαντοι, καὶ νεκροὶ ἀκόμη ξέρουν νὰ διατάζουν. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ζωντανοί, ὑπακοὺν καὶ πράττουν. Τὸν στόλισαν, τὸν ἔβαλαν, τὸν ἔθαψαν στὸν Μέγα Ναό, κάτω ἀπὸ τὸ βωμὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι του, ἔκοψαν καὶ χώρισαν καὶ χάλασαν καὶ κάτω ἀπὸ τὰ στέμματα τὰ χρυσᾶ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔκλεψαν καὶ φόρεσαν καὶ ἔλιωσαν. Ἤθελε νὰ μείνει ἐκεῖ. Στὴν Πόλη ποὺ ζήλεψε καὶ μίσησε καὶ θάρρεψε δική του. Καὶ στὸ Ναὸ ποὺ ζήλεψε καὶ μίσησε καὶ θάρρεψε δικό του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχασε καὶ τὰ δυό του μάτια, γιατί ἴσως δὲν τοῦ χρειαζόντουσταν. Μπορεῖ κανεὶς νὰ καταστρέφει Πόλεις, νὰ ἀγοράζει νησιά, νὰ σκλαβώνει ἄλογα καὶ χωρὶς μάτια. 

Μόνον ποὺ κάποτε τὰ ἄλογα, τὰ νησιά, οἱ πόλεις ξυπνοῦν. Καὶ ὁ Ἡνίοχος ἀναμένει. 

Τί κρῖμα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θάφτηκε στὸ Μεγάλο Ναὸ δὲν ἔνιωσε τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά! Τί κρῖμα ποὺ νόμισε ὅτι θὰ μείνει ἐς ἀεί, κομμάτι τῆς αἰωνιότητας μιᾶς Μεγάλης Πόλης, ἑνὸς Μεγάλου ναοῦ, ἑνὸς Μεγάλου Κόσμου! Τί κρῖμα ποὺ δὲν ἀγάπησε τὴν Ἀλήθεια! Τὴν Ἀλήθεια ποὺ καλπάζει, φέρνοντας μαζὶ τὴν Ἐλευθερία καὶ τὸ Φώς. 

Τί κρῖμα ποὺ οἱ ἑπόμενοι βάρβαροι ἀνέσκαψαν καὶ τὸ δικό του μνῆμα καὶ σκόρπισαν τὰ ἀπομεινάρια, ἀγνώμονες αὐτοὶ πρὸς τὸν μεγάλο ἄγνωστο τυφλὸ εὐεργέτη τους, ποὺ πριονίζοντας τὰ θέμελα τῆς Πόλης καὶ συλίζοντας τὸν Μέγα Ναό, ἄνοιξε γι΄αυτούς τὸ δρόμο....Τί κρῖμα.. Τί κρῖμα... 

Τί κρῖμα ποὺ δὲν ἀγάπησε τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ἐλευθερία, τὸ Φώς. Καὶ ἔτσι θεότυφλος καὶ μόνος ξεχάστηκε...Τί κρῖμα νὰ μὴν ἔχει τὸ χέρι ἑνὸς ἡνιόχου νὰ τὸν προσμένει, νὰ τὸν ὁδηγεῖ.

.Όσο γιά μας...Εμείς ξεκινήσαμε. Καλπάζουμε πιά.

 Ὁ Ἡνίοχος, μᾶς περιμένει... 

                  


                                                  Μουσείο Δελφών, ΗΝΙΟΧΟΣ


Υ.Γ. 1 / Τὸ 373 π.Χ. ἔγινε στοὺς Δελφοὺς μέγας σεισμός . Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἡνιόχου θάφτηκε στὰ ἐρείπια. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕως τὸ 1896.Ήλθε πάλι στὸ φῶς στὶς ἀνασκαφὲς τοῦ 1896. Ἔλειπε τὸ δεξί του χέρι, τὸ ἅρμα καὶ τὰ τέσσερα ἄλογα τοῦ τερθίππου. 

Υ.Γ. 2 / Στὸ Ἱπποδρόμιο τῆς Κωνσταντινούπολης κοσμοῦσαν ἕως τὸ 1204, τέσσερα χάλκινα ἄλογα, ὑψηλῆς τέχνης. Εἶχαν μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα (πιθανὸν Χίο), ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄(402-450). Κατὰ μία θεωρία (τοῦ γλύπτου Ὀσὶπ Ζάντκιν,δημοσιεύθηκε τὸ 1959 ), ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ τερθίππου ἅρματος τοῦ Ἡνιόχου τῶν Δελφῶν. 

Υ.Γ. 3 / Ἡ πρώτη Ἅλωση τῆς Πόλης ἔγινε στὶς 13 Ἀπριλίου, ἡμέρα Τρίτη, ἀπὸ τοὺς φράγκους σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας μὲ τὴν σύμπραξη τῶν Βενετῶν καὶ πρωτοστατοῦντος τοῦ ὑπερήλικος τυφλού δόγη Enrico Dandolo. Κατ΄εντολήν του, τὰ ἄλογα μεταφέρθηκαν στὴν Βενετία, ἀφοῦ ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους γιὰ νὰ χωροῦν στὰ καράβια 

Υ.Γ. 4 / Ὁ Δόγης Enrico Dandolo (1107-1205), o ἐπονομαζόμενος " ἀθάνατος δόγης", ὑπῆρξε ὁ ἰθύνων νοὺς τῆς ἀσύλληπτης σὲ καταστροφὲς Ἅλωσης τοῦ 1204. Τὸ ἴδιο ἔτος ἀγόρασε τὴν Κρήτη ἀπὸ τοὺς κατακτητές της, Φράγκους. Πέθανε τὸ 1205. Ἐτάφη στὴν Ἁγία Σοφία. Ὁ τάφος του καταστράφηκε κατὰ τὴν δεύτερη Ἅλωση τῆς Πόλης, τὸ 1453, ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς τούρκους. 



                                                        

                             Enrico Dandolo-έργο τού Βενετού ζωγράφου Τintoretto(16ος αι.)





Αναμνηστική πλάκα (επί του δαπέδου του ναού Της Τού Θεού Σοφίας στην ΚΠόλη)  από το σημείο που πιθανόν ευρίσκετο ο τάφος τού Ε.Dandolo.


Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

  Τὸ χέρι τοῦ Κολοκοτρώνη   Ἡ Μεγάλη Ἀρχαία ἔχει ἁλωθεῖ.  Οἱ κάτοικοι δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθεῖ.  Καὶ προχωροῦν ἀμέριμνοι.  Τὸ ἄγαλμα ὅμως γνω...