Τὸ χέρι τοῦ Κολοκοτρώνη
-Βέβαια, ἐσὺ Στρατηγέ μου, δὲν ξέρεις ἀπὸ ἐπιτροπές, ἁρμόδιους, σοφούς, προσκυνημένους καὶ ἄλλα τέτοια, ποὺ σ΄έκαναν νὰ ρίχνεις πίσω τὴν κεφαλὴ καὶ νὰ γελᾶς μὲ γέλιο πλούσιο, χορταστικό, ποὺ χόρταινε κι ἐσένα καὶ τὰ παλληκάρια σου ποὺ σὲ ἀγαποῦσαν καὶ σὲ πίστευαν καὶ δὲ χαμπάριαζαν ἀπὸ Νενέκους ποὺ σούρνονταν στὴ γῆς καὶ προσκυνοῦσαν. Ναί. Γέλαγες μὲ κάτι τέτοια καμώματα, γέλαγες ὅταν δὲν θύμωνες. Καὶ εἶχες ἕναν θυμό! Σὲ τρόμαζαν καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἀρκαδίας! Ἕναν θυμό! Αὐτός μας ἐλευθέρωσε. Γιατι εἶπες μέσα σου, Στρατηγέ μου, εἶπες μέσα σου τόσο σιγανά, ποὺ μόνον ἐσὺ καὶ ἡ Παναγιὰ τ΄ακούσατε, εἶπες: Ὡς ἐδῶ! Τέλος ἡ σκλαβιά!
Καὶ τέλειωσε. Ὄχι εὔκολα, ὄχι ξεκούραστα, ὄχι σὲ μιὰ μέρα... Μὰ τέλειωσε. Γιατι πρῶτα εἶχε τελειώσει στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά σου. Καὶ εἶπες: Ποτὲ πιὰ ραγιᾶς! Καὶ τράβηξες καὶ τοὺς ἄλλους. Εἶχες τέτοιον θυμό, ποὺ τράβηξες- ὄχι μόνον τοὺς ἕτοιμους ποὺ μοιάζαν λὲς καὶ σὲ περίμεναν νὰ φανεῖς ἀπὸ τὰ Τρίκορφα γιὰ νά ΄ρθοῦν στὸ κατόπι σου- ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ τρέμαν καὶ φοβόνταν καὶ ἔλεγαν:- ἄντε καὶ φέτο τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους μας. Κεφάλι προσκυνημένο, δὲν πέφτει ποτέ.Ἔτσι ἔλεγαν καὶ ἔσκυβαν. Μὰ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει τὸ θυμό σου. Τὸ θυμό σου- ποὺ σὰν ἀρχαῖο κοιμισμένο γιὰ αἰῶνες θεριό- ξύπνησε μὲς τὰ σωθικά σου, ἄνοιξε τὸ ἕνα μάτι, ὕστερα τὸ ζερβί, ἀνακλαδίστηκε, τεντώθηκε, πάτησε πόδι. Καὶ τότε φάνηκε τὸ μέγεθος καὶ τὸ μεγαλεῖο. Τέτοιος θυμὸς ποὺ ὧρες- ὧρες τὸν ἐτρόμαζες καὶ σὺ ὁ ἴδιος. Ναί. Σὲ τρόμαζε, Στρατηγέ μου, ὁ ἴδιος ὁ θυμός σου. Καὶ σὲ ποιόν νὰ τὸ πεῖς καὶ σὲ ποιόν νὰ τὸ μολογήσεις; Πρόστρεχες τότε στὴν Παναγιά, Τὴν εἶχες σὲ ἐκτίμηση, Μάνα σου Βασίλισσα καὶ Μάνα τοῦ λαοῦ σου. Πρόστρεχες καὶ ἔσκυβες ἐμπρός Της, ποιός; Ἐσύ! Ποὺ Τοῦρκο δὲν φοβήθηκες, οὔτε ἀγᾶ, οὔτε μπέη. Σ’Αυτήν ὅμως προσκύναγες καὶ ἔκλεινες τὸ γόνυ. Καὶ ἔλεες καὶ ἔλεες, ἱστοροῦσες τὸν καημό σου καὶ τὸν ἀρχαῖο τὸν θυμό. Καὶ ζήταγες συγγνώμη. Μὰ σὰ σήκωνες τὸ βλέμμα στὸ Ἅγιο Πρόσωπό Της, τὴν ἔβλεπες κι Αὐτὴ Θυμωμένη. Καὶ σὰ νὰ’χε πετάξει τὴν καλύπτρα καὶ στὸ κεφάλι φόραγε τὴν περικεφαλαία. Θαῦμα μέγα! Καὶ τότε ἀνασηκωνόσουν, σκούπιζες τὰ μάτια, φοροῦσες τὴν δική σου περικεφαλαία, τίναζες γιὰ λίγο τὴ χαίτη τὴν ἀλογίσια, ἅπλωνες τὸ χέρι μπροστὰ καὶ σιγοσφύριζες. Τὰ παλληκάρια στὸ κατόπι σου, ὁρκίζονταν πὼς ἄκουγαν στὸ σφύριγμά σου ἐπάνω, τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τὸν μέγα ὕμνο. Καὶ πρὶν τὶς μάχες ἔβλεπαν μιὰ γυναῖκα πανώρια νὰ τραβᾶ μπροστὰ ἀρματωμένη καὶ ξέραν καὶ γνωρίζανε πὼς ἦταν θυμωμένη. Κι ἔτσι, ἔτσι ἀκριβῶς Στρατηγέ μου, ἑνώθηκαν οἱ θυμοί σας καὶ μᾶς λευτέρωσαν. Ὄχι ὅλους, ὄχι ὅλα, μὰ ἦρθε μιὰ λευτεριά. Μὲ πόνο, μὲ αἷμα, μὲ δάκρυα, μὲ λεβεντιὰ καὶ προδοσία, μὲ ὅλα καὶ μὲ πολὺ θυμό. Ἔτσι ἦρθε. Κι ἂν χάθηκαν πολλοί, ποὺ ἄξιζαν νὰ ζοῦν καὶ νὰ χαροῦν, κι ἂν ἦρθαν ἄλλοι ποὺ τοὺς ἄξιζε τὸ μαῦρο τὸ σκοτάδι κι ἂν ἀνέβηκαν σὲ θρόνους καὶ κατέβασαν ἐσένα σὲ φυλακή, τί μ’αυτό; Κι ἂν γκρέμισαν τὸν Ὀδυσσέα καὶ λάβωσαν τὸν Γιώργη καὶ τύφλωσαν τὸν Νικήτα καί χτύπησαν στὴν καρδιὰ τὸν Κυβερνήτη, τί μ’αυτό; Ἐσὺ ξανανέβηκες στὸ ἄλογο. Φόρεσες τὴν περικεφαλαία, σήκωσες τὸ χέρι τὸ δεξὶ καὶ δείχνεις. Δείχνεις καὶ περιμένεις, Καὶ σὰν στρέφεις τὴν κεφαλή, βλέπεις πίσω σου λαό. Καὶ σὰν μισοκλείνεις τὰ μάτια καὶ κοιτάζεις καλύτερα, βλέπεις ἀνάμεσό τους, τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Γιώργη, τὸν Νικήτα μὲ τὰ μάτια του νὰ λάμπουν καὶ τὸν Πάνο σου, τὸν πρωτογιό, τὸ καμάρι σου. Καὶ ναί! Ὁ μαυροφορεμένος ἄνδρας μὲ τὸ ἀσημένιο κεφάλι ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σὲ ὅλους, εἶναι ἐκεῖνος: Ὁ πρῶτος, ὁ ἀκέραιος, ὁ μόνος Κυβερνήτης. Μὴν κοιτᾶς, Στρατηγέ μου τὴν πληγὴ στὸ στῆθος του. Καὶ μὴ φοβᾶσαι πὼς θὰ ξανανοίξει. Ξέχασε το. Συχώρεσε το. Ὁ ἴδιος τὸ’χει κιόλας συχωρήσει. Καὶ μαζὶ ἔχει συχωρήσει κι ὅλους ἐμᾶς. Ποὺ σᾶς ἀφήσαμε. Καὶ σᾶς ξεχάσαμε. Καὶ δώσαμε στὰ παιδιὰ μας, τῆς λήθης τὸ νερό.
Καὶ σκύψαμε. Καὶ ἔτσι σκυφτοὶ καὶ δίχως μνήμη, περιμένουμε τὸ τέλος.
Μὴν μᾶς ἀκοῦς, Στρατηγέ! Δὲν ξέρουμε ποὺ πᾶμε καὶ πρὸς τὰ ποὺ βαδίζουμε. Μᾶς θόλωσαν τὸ νοῦ μαυροκορδάτοι καὶ ὕαινες. Τί θαρρεῖς; Μόνον ἐσένα ρῖξαν στὰ μπουντρούμια καὶ στὰ κάγκελα τὰ σιδερένια; Ἐσὺ καὶ πίσω ἀπ’τα κάγκελα, ἤσουν λεύτερος. Γιατι ἡ ψυχὴ σου δὲ γνώρισε σκλαβιά. Τώρα τὰ κάγκελα εἶναι παντοῦ. Στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας. Γιαυτὸ μὴν μᾶς ἀκοῦς, Στρατηγέ. Ἐσὺ μπροστά! Ἔχεις θυμό. Ἔχεις σχέδιο. Ἔχεις ἔγκριση. Ἔχεις τάξιμο νὰ ξεπληρώσεις. Γιατι Της τὸ εἶπες καὶ Τῆς τὸ ἔταξες καὶ φίλησες τὴν ἄκρια τοῦ σπαθιοῦ σου.Τί;
Ὦ! Μὴν ξεχνᾶς, Στρατηγέ μου καὶ μὴν θυμώνεις γιὰ τὴν δική μας ἀτολμιά. Ἐσὺ κράτα. Καὶ πᾶρε τὸν Κυβερνήτη μαζὶ στὸ ἄλογό σου. Καὶ ὁ ἕνας μὲ τὴ φουστανέλα του κι ὁ ἄλλος μὲ τὸ μαῦρο του τὸ ροῦχο, ξεκινῆστε. Πίσω, ἔρχονται οἱ δικοί σας. Καὶ παραπίσω, ἐμεῖς. Γιατι νὰ ξέρεις καὶ τὸ ξέρεις βέβαια, γιαυτὸ μισογελᾶς κάτω ἀπὸ τὰ μουστάκια, πὼς κάποιοι δὲν ἤπιαν ἀπ’ τῆς λήθης τὸ νερό. Καὶ ἄλλοι τὸ μισογεύτηκαν καὶ τὸ’φτυσαν ἀμέσως. Καὶ θυμοῦνται. Καὶ σᾶς θυμοῦνται. Καὶ περιμένουν. Πότε θὰ ξεκινήσεις.
Στὸ μεταξύ- καὶ ἐρήμην τῶν ἁρμοδίων καὶ τῶν σοφῶν- τὰ κάγκελα τῶν φυλακῶν μας λυγίζουν. Καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ φωτιά, μήτε ἀπὸ λεπίδι. Ἕνας ὕμνος παλιός, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ παιδιοῦ μουρμουρητὸ καὶ πέρασε στὰ στόματα τοῦ πλήθους, θέριεψε κι ἔγινε φωνὴ καὶ γκρέμισε τὶς φυλακές. Ἕνας ὕμνος. Τὸν ξέρεις. Σὲ νανούριζε ἡ μάνα σου μωρὸ καὶ στὸ’γραψε μὲς τὴν ψυχή σου. Ἐσὺ ξέρεις τί ψάλλει ὁ λαός σου.
Εἶναι τὸ τάμα σου, ἡ ὑπόσχεση, τὸ δεξί σου χέρι.
Τὸ σήκωσες, τὸ ὕψωσες καὶ δείχνεις σ’έναν λαὸ τὸ πεπρωμένο του.
Καὶ στὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν Πόλη.
Τὴν Πόλη Της!