Ἡνίοχος - Η Άλλη Ελλάδα
Εἶναι ὡραία ἡ ὥρα τῆς νίκης!
Μιὰ στιγμὴ κρατᾶ.
Μιὰ στιγμὴ μονάχα...
Ἀλλὰ ἀρκεῖ.
Ὕστερα ὅσοι αἰῶνες κι ἂν διαβοῦν
ἡ στιγμὴ κρατᾶ γιὰ πάντα.
Ἂς ἔχω τὸ νοῦ μου στὰ ἄλογα!
Κι ἂν ἀνασαίνουν μὲ ἀντάρα
κι ἂν κρατοῦν τὸ πόδι σηκωμένο
εἶναι γιατί στὸ αἷμα τους ἀκόμη
τρέχει ἡ φωνὴ καὶ τὸ σύνθημα τῆς νίκης.
Δουλειά μου νὰ τὰ κρατῶ γερά.
Τώρα μὲ ἕνα χέρι μοναχό.
Στέκω καὶ τὰ προσμένω.
Τὸ ἄλλο στὰ χαλάσματα.
Κάτω ἀπὸ πέτρες
στὸν σεισμό.
Μὰ δὲν παραπονιέμαι.
Ἐκεῖνος μὲ προφύλαξε.
Τὸν ἔστειλε ὁ Ἀπόλλων.
Σείστηκε ἡ γῆς
καὶ τ΄ ἄλογα ξεφύγαν.
Δὲν πόνεσα.
Κοιμήθηκα.
Κράτησε ὁ ὕπνος μιὰ στιγμή.
Κι ὅταν σηκώθηκα ξανά
μοῦ ἔλειπε ἕνα χέρι.
Μοῦ ἔλειπε τὸ ἅρμα μου
τὰ τέσσερα ἄλογά μου.
Ἐκεῖνα καὶ στὸν ὕπνο τους
στέκονται πάντα ὄρθια!
Ἔτσι κοιμοῦνται κι οἱ θεοί
τὸ΄ χοῦν ἀποφασίσει.
Τώρα στὸ χέρι τὸ δεξί
κρατάω τὰ ἡνία.
Ἔχω τὰ μάτια ἀνοιχτά
ἄγρυπνος περιμένω.
Τὰ ἄλογα
τὸ ἅρμα μου.
Ἴσως φανοῦν σὲ λίγο.
Μακρυὰ ἀκούω καλπασμό.
Μὰ πρέπει νὰ προσμένω.
Στὸ μεταξὺ ὅλο σκέπτομαι
πόσο κρατᾶ μιὰ νίκη.
Μία στιγμή
μία στιγμή.
Ποὺ μοιάζει νὰ΄ναι αἰῶνες!
Κρατῶ τὰ μάτια ἀνοικτά.
Τὶς νύχτες μένω ξύπνιος.
Στὸ χέρι τὸ μοναδικό
κρατῶ τὰ χαλινάρια.
Προσμένω. Φθάνουν. Ἔρχονται.
Ἔχουν πολλὰ νὰ ποῦνε.
Ὁ Πήγασος στὰ δεξιά.
Ὁ Ἀρίων εἶναι δίπλα.
Ὁ Βάλιος ὁ φτερωτός
Καὶ ὁ Ξάνθος ὁ ὡραῖος.
Αὐτὸς ὁ ἀνυπότακτος
Πιὸ ἄγριος ἀπ΄ ὅλους.
Κρατᾶ τὸ μάτι ἀνοιχτό.
Πρῶτος θὰ ξεκινήσει.
Θαρρῶ
ἀκούω χλιμίντρισμα.
Ἢ μήπως εἶναι κλάμα;
Ποιός ἅρπαξε τὰ ἄλογα
καὶ μ΄άφησε μονάχο;
Ποιός ἔκλεψε τὰ ἄλογα
ποὺ εἴχανε νικήσει;
Τὰ προστατεύει ὁ θεός.
Καὶ ἀλλοίμονο σὲ κεῖνον
ποὺ ἀψηφάει τὴν ὀργή
καὶ τῶν θεῶν τὸ μένος!
Θαρρῶ, ἀκούω χλιμίντρισμα...
Γιὰ μήπως εἶναι κλάμα;
-Θρηνοῦν τὰ ἄλογα;
Θρηνοῦν.
θρηνοῦν καὶ ἀνατριχιούν
καὶ ὁλοένα ψάχνουν
ἐκεῖνον ποὺ τὰ φρόντισε
τὰ ὁδήγησε στὴ νίκη.
Θρηνοῦν καὶ κλαῖν
καὶ χλιμιντρούν
σηκώνουν τὸ ποδάρι.
Κρατᾶ ὁ θρῆνος τους πολύ.
Ὧρες μέρες αἰῶνες.
Καὶ μὲς τὴ μνήμη τους γυρνᾶ
τὸ χάδι τῆς ἀγάπης.
Τοῦ ἡνιόχου ἡ φωνή
τὸ παίνεμα, ἡ φροντίδα.
Ὁ θαυμασμὸς οἱ ἰαχές
ἡ δόξα τῶν ἀγώνων.
Τὰ στέφανα ἀπὸ ὑγρή
φρεσκοκομμένη δάφνη.
Ὁ οὐρανὸς ποὺ ἔλαμπε
αἰθέριος γαλάζιος.
Ὁ ἴδρως ποὺ ἐστέγνωνε
στὰ ὄμορφα κεφάλια.
Τὸ χόρτο τὸ ὁλοπράσινο
τῆς Ἄνοιξης τὸ βῆμα.
Θυμοῦνται καὶ ποιός τ΄άρπαξε!
ποιός ἅπλωσε τὸ χέρι
στὸν ἱερό τους τὸν λαιμό.
Ποιός ζήλεψε τὴν ἀρχοντιά
καὶ τὸ ἀρχαῖο κάλλος.
Ποιός βάρβαρος καὶ μισητός
ἔσυρε τὸ μαχαίρι
καὶ ἔκοψε χωρὶς ντροπή
τὰ χάλκινα κεφάλια.
Ποιός τα ΄κλεψε καὶ τά ΄βαλε
σὲ ληστρικὰ καράβια.
Γιὰ νὰ κοσμοῦν τοὺς ἅρπαγες
τοῦ κόσμου τοὺς ἐμπόρους.
Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα κι ὁ καιρός...
Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ξεχνοῦν
τὰ ἄλογα θυμοῦνται...
Θυμοῦνται τὸν Ἡνίοχο.
Καί ΄γὼ θὰ τὰ προσμένω...
Τὰ ἄλογα
Τὰ θυμόμαστε ὅλα.
Δὲν κοιμόμασταν ὅταν σείστηκε ἡ γῆς.
Κοιτούσαμε τὸν οὐρανὸ ποὺ ὁλοένα καὶ γινόταν πιὸ βαθὺς πιὸ σκοῦρος καὶ τὸ φὼς τραβιόταν στὶς ἄκρες καὶ ἔκανε τὰ ὄρη πίσω καὶ μπροστὰ καὶ ὁλόγυρά μας νὰ φαίνονται τόσο καθαρὰ σὰν νὰ φτιαχνόταν ἐξ ἀρχῆς. Καὶ σκεφτόμασταν: Τί περίεργο πρᾶγμα! Τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ, τότε ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κοιμηθεῖ ἡ πλάσις καὶ ὁ Φαέθων βιαστικὸς πολὺ ὁδηγεῖ τὸ ἅρμα τοῦ Ἥλιου σὲ ἄλλους τόπους ποὺ λαχταροῦν νὰ ξυπνήσουν, τότε ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ πιὸ ὡραία ὥρα: τὸ δείλι. Καὶ τὸ πιὸ ὡραῖο χρῶμα: το μούχρωμα. Καὶ ὅλα ἀποκτοῦν τὸ πραγματικό τους σχέδιο. Τὸ πρωταρχικό. Αὐτὸ τῆς πρώτης- πρώτης σκέψης
Ξέρουν οἱ θεοί. Ξέρουν...
Καὶ πρὶν ἔλθει ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι, ἀφήνουν στὰ βουνά, στὶς θάλασσες, στὶς χαράδρες, στὶς σπηλιές, στὶς πηγὲς καὶ στὰ μαντεῖα ἀκόμη μὲ τοὺς περήφανους ναοὺς καὶ τὰ πολλὰ τὰ δῶρα, ἀφήνουν τὸ τελευταῖο φώς. Κρατάει λίγο. Μὰ δίνει σὲ ὅλα τὴν πραγματικὴ διάσταση. Σὲ ὅλα. Ἀκόμη καὶ στὰ ἄλογα. Καὶ στὸν ὁδηγό τους. Τὸν ἡνίοχο. Ἰδίως σ΄αυτόν.
Ὁ δικός μας ἦταν νέος πολύ. Μόλις εἶχε ἀρχίσει τὸ πρόσωπό του νὰ ἀνδρώνεται καὶ νὰ ἀποκτᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ γωνιὲς καὶ τόξα. Ἀόρατα αὐτὰ γιὰ τοὺς πολλούς, μὰ ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ἄλογά του, τὰ δικά του ἄλογα. Καὶ τὸν ξέρουμε πιὸ καλὰ ἀπ΄ ὅλους. Τὴν ὥρα ποὺ ἡσυχάζει κι ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ νύχτα, ἐμεῖς στρέφουμε τὸ κεφάλι ἀργά, σχεδὸν ἀνεπαίσθητα καὶ τὸν παρατηροῦμε: Μελετοῦμε καλὰ τὸ ὡραῖο σχῆμα τοῦ προσώπου. Τὸ βλέμμα μας ἀρχινᾶ τὸ ταξίδι του ἀπὸ τὸ ἀδιατάραχτο μέτωπο, κατηφορίζει τὴν εὐθεῖα γραμμὴ ρινός, χαΐδεύει -ἐλαφρὰ μὴν τὸν ξυπνήσει- τὰ μόλις ἀνασαίνοντα χείλη καὶ ἀφοῦ μυρίσει γιὰ λίγο τὴ νιότη στὶς λάμπουσες παρειές, τραβιέται πιὸ μακρυὰ γιὰ νὰ ὀνειρευτεῖ τὰ μάτια. Τὰ μάτια τοῦ ἡνιόχου μας! Κάτω ἀπὸ τὰ περήφανα τόξα τῶν φρυδιῶν ποὺ στέκονται γεφύρια γενναῖα καὶ ἀνθεκτικὰ καὶ προστατευτικά- χωρὶς καμμία ἔπαρση καὶ καμμία ἀλαζονεία-ἀλλὰ μὲ πλήρη συναίσθηση ἔργου σοβαροῦ.Έχουν ἱερὸ σκοπό: νὰ προστατεύσουν καὶ νὰ κρατήσουν σὲ ἀδιατάρακτη ἁρμονία τὰ μάτια τοῦ ἡνιόχου μας.
Τὰ μάτια του! Μὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ νὰ τὰ δοῦν καὶ νὰ τὰ θαυμάσουν! Καὶ δὲν εἶναι μόνον τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα τὸ μοναδικὸ καὶ τὰ μακριὰ περίτεχνα βλέφαρα. Δὲν εἶναι μόνον αὐτὰ ποὺ κάνουνε τὴ φήμη του νὰ ἁπλώνεται καὶ νὰ φέρνει βασιλιᾶδες καὶ λαὸ στὸ ἅρμα μας μπροστά. Εἶναι, ποὺ ὅσοι ἔρχονται καὶ στέκονται καὶ τὸν κοιτοῦν καὶ κάποιοι κλαῖν ἀκόμα, εἶναι ποὺ ὅλοι λὲν πῶς τοὺς κοιτᾶ κι ἐκεῖνος. Καὶ ἀκόμα πιὸ πολύ...Πως μόλις σταθοῦν στὸ βλέμμα του γιὰ λίγο, αὐτὰ τὰ μάτια τὰ χρυσᾶ σχεδόν, τὰ θεΐκά σχεδόν, γεννᾶνε μὲς τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς ρυάκια καὶ ποτάμια. Καὶ καθαρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ περιττά. Καὶ ἀπὸ πάθη καὶ ἀγωνίες καὶ φόβους μυστικοὺς καὶ φανερὲς ἀνησυχίες. Καὶ ἔτσι καθαροὶ καὶ ἥμεροι κατηφορίζουν τὸ βουνὸ καὶ γυρίζουν στὰ παλάτια, στὰ σπίτια, στὶς στάνες τους. Καὶ λένε πὼς στὸν ὕπνο τους συχνὰ ὀνειρεύονται τὸν ἡνίοχό μας. Τὰ μάτια του. Τὸ ἅρμα του. Τὰ ἄλογά του. Ἐμᾶς!
Ἐμεῖς τὰ ξέρουμε ὅλα αὐτά. Τὸ χέρι καὶ τὸ μάτι του τόσα χρόνια μᾶς ἔστεργε καὶ μᾶς ὁδηγοῦσε. Χωρὶς κακό. Μόνον πίστη. Στὸν Ἀγῶνα, τὸν καλό. Γιατί ἡ νίκη ποὺ μᾶς ἑτοίμασε καὶ μᾶς ὁδήγησε καὶ τρέξαμε ἀντάμα καὶ ἔβαλε στὰ σγουρά του μαλλιὰ τῆς δόξας τὸ στεφάνι, ἦταν ὁ ὑπὲρ πάντων ἀγών. Καὶ ἔδιωξε τὸ Γένος κι ἡ Γενιά του, τὴν ἐπιβουλὴ καὶ τοῦ ἀνατολίτη τοῦ χρυσοφόρου ἀπώλεσε τὴν δύναμη. Καὶ ξανάρχισαν οἱ γιορτὲς καὶ οἱ ἀγῶνες οἱ ὡραῖοι. Ἐκεῖνος ἀγωνίζονταν γιὰ ἕνα στεφάνι κι ἐμεῖς γιὰ λίγο φρέσκο χορτάρι. Μαζεμένο ὅμως ἀπὸ χέρια ἱερὰ καὶ ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὸ ἱερὸ χωράφι. Κι ἦταν αὐτό, μαζὶ μὲ τὰ παινέματα καὶ τοῦ πλήθους τὶς ἐπευφημίες καὶ τὰ εὖγε τῶν κριτῶν καὶ τὰ χαΐδέματά τοῦ ἡνιόχου μας ὅ,τι πιὸ ὄμορφο στὴν μικρή μας ζωή. Στὴν μικρή μας ζωὴ ποὺ κράτησε αἰῶνες.
Κι ὕστερα ἦλθε ὁ σεισμός. Μὰ δὲν μᾶς χώρισε.
Ἐκεῖνος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ. Ἐμεῖς μόλις ποὺ ἀργοκλείναμε τὰ βλέφαρα. Πάντα κοιμόμαστε μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον, γιὰ νὰ τὸν φυλᾶμε. Καὶ ἐξάλλου τὰ ἄλογα ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο στέκουν ὀρθά.
Ὄχι, δὲν μᾶς χώρισε ὁ σεισμός. Ἦταν τῶν θεῶν τὸ θέλημα.
Ἐκεῖνος στοργικὰ νὰ σκεπαστεῖ-πρῶτα χῶμα, ὕστερα λίθοι- γιὰ νὰ προλάβει ἡ γῆ νὰ τὸν κρύψει στὴν ἀγκαλιά της τὴν ἱερὴ καὶ νὰ τὸν προστατέψει.Το ἅρμα ἀλλοῦ. Λίγο πιὸ βαθιὰ κι αὐτὸ εἶναι φυλαγμένο. Ἐμεῖς μείναμε ἐκεῖ. Νὰ περιμένουμε. Τὸ ξύπνημά του. Τὸ χάδι του. Τὴ μυρωδιά του. Καὶ τὸ χρυσό του βλέμμα. Νὰ εἶναι τὸ πρῶτο φῶς ποὺ ἀντικρίζουμε μὲ τὴν αὐγή. Αὐτὸ τὸ φῶς, ἀπὸ αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ μᾶς ἔκαναν νὰ νιώθουμε αὐτὴν τὴν ἥσυχη γενναιότητα καὶ τὴν χωρὶς ἔπαρση ὑπερηφάνεια, ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸν Ἀγῶνα τὸν καλό...
Ὕστερα μᾶς πῆραν καὶ μᾶς ξαναπῆραν... Μὰ πάλι δὲν μᾶς χώρισαν. Κι ἂν σταθήκαμε σὲ νησιὰ καὶ σὲ μεγάλη πόλη καὶ στολίσαμε ἀγῶνες καὶ ἱπποδρόμια, εἴμασταν στὸν τόπο μας. Καὶ ἀκούγαμε τὴν λαλιὰ τὴν ἴδια. Καὶ ἡ ἴδια σκόνη ἀπὸ τὸ ἴδιο χῶμα μετὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς σκίαζε τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἦταν τὸ χρῶμα του, ἴδιο μ’αυτό ποὺ εἴδαμε γιὰ πρώτη φορὰ μαζὶ μὲ τὸν ἡνίοχό μας. Μᾶς ἔλειπε. Ναί. Καὶ τὸν περιμέναμε. Μὰ δὲ χωρίσαμε.
Μετὰ ἦρθε ὁ ἄνθρωπος. Ποὺ στάθηκε τὸ μάτι του τὸ χλωρὸ πάνω μας. Τό ἕνα του μάτι. Τὸ ξεθωριασμένο. Ὅπως μπῆκε στὸ Ἱπποδρόμιο, δῆθεν νὰ ξεναγηθεῖ καὶ δῆθεν νὰ θαυμάσει, ὕψωσε τὸ κεφάλι μὲ τὴ βελουδένια τόκα καὶ μᾶς κάρφωσε. Μὲ τὸ μάτι τοῦ ἐμπόρου μᾶς ζύγιασε. Μὲ τὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ χαμογέλασε. Μὲ τὸ νοῦ τοῦ κακοῦ ἀποφάσισε: Εἶναι δικά μου! Ἐμεῖς τὸ νιώσαμε. Καὶ μὲς τὴ μέρα τὴ λαμπρὴ ποῦ γυάλιζε διάφανη ἡ ὀμορφιὰ τῆς Πόλης, εἴδαμε ἕνα σύννεφο μαῦρο κατάμαυρο σὰν τὴν ψυχὴ τοῦ μονόφθαλμου ποῦχε καταφθάσει ἀπὸ τὴν μούχλα τῶν σαπισμένων νερῶν της Γαληνοτάτης, μαζὶ μὲ τὸ λυσσασμένο ἀσκέρι. Ἐκεῖνο τὸ παραμάζωμα τοῦ Θεριοῦ, ποὺ ὅλο ἐρχόταν καὶ ξαναρχόταν δῆθεν περνῶντας γιὰ νὰ τραβήξει κάτω καὶ νὰ ἐλευθερώσει Τόπους Ἅγιους. Στὸ μεταξὺ ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔκλεβαν...Και ἐν ὀλίγοις ἔπρατταν ἅγια πράγματα. Καὶ ἀπὸ κοντὰ κι ὁ στόλος καὶ τὰ πανιὰ μὲ τὸν λέοντα. Ὅλα τὰ λιμάνια δικά τους. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα χλωρὸ μάτι νὰ χαμογελᾶ καὶ νὰ ἑτοιμάζεται...Και στὸ θρόνο οἱ Ἄγγελοι. Ἄγγελοι τοῦ κακοῦ. Ὁ ἕνας νὰ μαδάει τὰ φτερὰ τοῦ ἄλλου καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ ξεπουπουλιάζουν τὴν Ὡραία Πόλη. Καὶ ὁ λαὸς νὰ χαίρεται καὶ νὰ ἐπευφημεῖ στὸ Ἱπποδρόμιο. Καὶ τὰ φλάμπουρα μὲ τὸν Λέοντα νὰ περιμένουν. Πότε θὰ μᾶς ἁρπάξουν...
Ὑπάρχουν θεοί; Ὑπάρχουν. Ἐμεῖς κι ἂν τὸ ξέρουμε!
Οἱ ἄνθρωποι τὸ λησμονοῦν. Ὁ ἡνίοχός μας, ὄχι.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς μουχλιασμένης πολιτείας, αὐτῆς ποὺ ἀπὸ τὸν ὑγρὸ θαλασσινό της τάφο νεκρανασταίνεται καὶ μὲ τὸ χρυσάφι της τὸ κλεμμένο διαφεντεύει τόπους καὶ λιμάνια, νησιὰ καὶ στεριές, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ πεθαμένα μάτια καὶ τὴ μαύρη ψυχή, ξανάρθε. Τὸν ὁδήγησε ὡς ἐδῶ, ὁ φθόνος του, ἡ ἀγάπη τοῦ χρυσοῦ, ἡ γυαλάδα τῆς Πόλης ποὺ ἄστραφτε καὶ ζάλιζε μὲ τὸ φὼς καὶ τὸν πλοῦτο της τὰ σκοτεινὰ μοῦτρα τῆς Δύσης. Μά -τί κρῖμα καὶ τί ντροπὴ ἀνείπωτη- ποὺ ἐμεῖς θὰ τὴν ὁμολογήσουμε, γιατί ἔτσι θὰ μείνει ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἡ μόνη λευτεριὰ τοῦ κόσμου τούτου. Κι ἂς τὴν φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Κι ἂς κλείνουνε τ΄αυτιά τους. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν εἶναι πὼς τὸν ἄνθρωπο τῆς Βενετιάς, τὸν ἔμπορο τῆς Πόλης, τὸν ἔφεραν οἱ ἀνόητοι Ἄγγελοι, ποὺ τίποτα ἀγγελικὸ δὲν εἶχαν. Θέλανε τὸν Θρόνο. Τὴ χρυσῆ καρέκλα. Καὶ θαρροῦσαν οἱ ἄφρονες, πὼς θὰ τοὺς τὴν ἔδινε πίσω καὶ θὰ τοὺς ἔστρωνε κόκκινο χαλί, ὁ ἔμπορος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Καὶ πρόστρεξαν. Καὶ παρακάλεσαν. Καὶ προσκύνησαν. Τὸν ἐχθρό. Τὸν ἐχθρό τους. Τὸν ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς Πόλης τους. Μὰ ἔχει ἡ ἀνοησία ἐχθρό; Ἔχει ἡ ἀπληστία ἐχθρό; Ἔχει. Πολλούς. Καὶ πρῶτα- πρῶτα τὸν ἑαυτό της.
Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Ἔφερε καὶ τοὺς προδότες τοὺς ἀνόητους τοὺς Ἄγγελους. Ἔφερε ὅμως καὶ τὰ μιλλιούνια τῶν ἁρπακτικῶν. Καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς μὲ τὰ βελοῦδα καὶ τὴ λίγδα καὶ κάτι ἀκατάληπτους τίτλους εὐγενείας ποὺ ποιός ξέρει σὲ ποιόν βάλτο τους βρῆκαν πεταμένους καὶ πόσους ἀδικοσκότωσαν γιὰ νὰ ἁρπάξουν ἀγενεῖς εὐγένειες καὶ ὄζοντα βελοῦδα, νὰ στολιστοῦν καὶ νὰ΄ρθουν στὸ λιμάνι στὸν κόλπο στὴν Πόλη.
Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Γέρων πολὺ μὰ ὁ φθόνος τὸν κρατοῦσε ἀκμαῖο. Περιέργως ἀκμαῖο... Ἦρθε καὶ ξαναμοίρασε θρόνους σὲ ἀνάξιους ποὺ διαδέχθηκαν ἄλλους ἀνάξιους καὶ τὸ πλῆθος χαιρόταν καὶ ἐπευφημοῦσε καὶ οἱ φωτισμένοι ἀνησυχοῦσαν καὶ προειδοποιοῦσαν... μὰ ποιός θέλει τὴν ἀλήθεια, ποιός θέλει τὴν ἐλευθερία της; Οἱ αἰῶνες περνοῦν, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἴδιοι. Ἀπελπιστικὰ ἴδιοι... Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι ἦρθε. Ξανά. Καὶ ἔφερε καὶ πενῆντα καράβια. Ἄδειασαν τὸν ὀχετὸ καὶ ἔτσι ἄδεια καὶ ἥσυχα μὲ τὸν λέοντα -κλεμμένον κι αὐτὸν ἀπὸ ἐμᾶς σὰν σύμβολο δύναμης ἀκατάλυτης καὶ ὑπεροχῆς ἀναμφισβήτητης- ἔτσι λοιπὸν τὰ καράβια μὲ τὰ λιονταρίσια φλάμπουρα στάθηκαν ἀπέναντί μας καὶ ἀνέμεναν. Πότε θὰ ἀνεμίσουν καὶ θὰ πάρουν τοὺς δρόμους τοῦ νοτιᾶ, γεμᾶτα. Ἀπὸ τὰ λάφυρα. Τῆς Πόλης. Τῆς Ὡραίας. Μὲ τὸν πλοῦτο τον πολύ. Καὶ τοὺς ἀνόητους ἄρχοντες. Καὶ τὸν χαρούμενο λαό. Ποὺ οὔτε ἤξερε, οὔτε ἤθελε νὰ μάθει τί τὸν περιμένει... Καὶ τοὺς λίγους, ὅπως πάντα, νὰ ἀγωνιοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται. Νὰ σώσουν τὴ Πόλη καὶ τὸν ἀφελῆ προδομένο λαό της. Τὴν μόνη πόλη καὶ τὸν μόνο λαὸ ποὺ μιὰ ὡραία Ἄνοιξη ἁλώθηκε καὶ σφάχτηκε καὶ κάηκε καὶ καταστράφηκε, ὄχι ἀπὸ ἐχθρούς, ἀλλὰ ἀπὸ φίλους. Ἅγιους ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν - γιὰ τέταρτη φορά- νὰ λευτερώσουν Ἅγιους Τόπους. Καὶ στὸ μεταξὺ εἶπαν νὰ κάνουν μία Ἅλωση. Ἅγια κι αὐτή. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀλλάξουν τὸν λέοντα στὶς σημαῖες τῶν καραβιῶν τους καὶ νὰ βάλουν φίδια δικέφαλα, γιατί μόνον αὐτὰ τρυπώνουν καὶ ζεσταίνονται κι ὕστερα δαγκώνουν- αὐτοὶ φόρτωναν καὶ φόρτωναν καὶ ἐνδιαμέσως ἔκλεβαν, ἔκαιαν, σκότωναν. Καὶ τότε, τότε ποὺ οἱ ἄρχοντες οἱ ἀνόητοι ἄπληστοι καὶ ἄφρονες προδότες χάθηκαν στὸ σκοτάδι, κατάλαβε ὁ ἄμοιρος λαὸς τὴν ἀλήθεια. Μία στιγμή, μία μόνο στιγμὴ ἄνοιξαν τὰ μάτια τῶν πολλῶν νὰ δοῦνε τὴν ἀλήθεια. Μὰ ἦταν πλέον ἀργά...Η ἀλήθεια δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐλευθερώσει πιά. Γιατί εἶχε προλάβει τὸ σπαθὶ κι ἡ φωτιά. Τοῦ φίλου. Τοῦ φιδιοῦ. Ποὺ ἔφεραν ἄρχοντες ἀνάξιοι. Καὶ οἱ πολλοὶ δὲν μίλησαν. Μόνον χαίρονταν στὸ Ἱπποδρόμιο καὶ χαιρετοῦσαν καὶ βάζανε στοιχήματα καὶ ἅρπαζαν τοὺς ἄρτους ποὺ πέταγαν οἱ φύλακες καὶ λέγανε στοὺς συνετοὺς νὰ πάψουν, γιατι τόση ἀνησυχία καὶ τόσοι κακοὶ οἰωνοὶ μόνον ἀτυχία φέρνουν στοὺς ἀγῶνες...
Ναί. Ἦρθε. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἕνα μάτι. Καὶ τὰ ἑτοίμασε ὅλα καὶ μαύρισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὶς φωτιὲς καὶ λιώνανε οἱ ἅρπαγες ἀγάλματα ἀνθρώπων, ἡρώων καὶ θεῶν, ὡραῖα ἀγάλματα, ὡραίων ἀνθρώπων, ὡραίων θεῶν ...μὰ τί καταλαβαίνουν οἱ βαλτότοποι ἀπὸ ὀμορφιά; Θὰ τοὺς πάρει αἰῶνες νὰ νιώσουν κάτι, νὰ φτιάξουν κάτι κι αὐτὸ κλεμμένο. Καμμία ἀρχή. Καμμία πρώτη ἰδέα. Ἀντίγραφα μόνον. Ἀντίγραφα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν λίγων φωτισμένων ποὺ μαθαίνοντας ἀργότερα τὰ αἴσχη τῶν προγόνων τους δὲν ἔκλαψαν τόσο γιὰ τοὺς ἀτιμασμένους καὶ σφαγμένους τῆς Πόλης καὶ τοῦ τόπου καὶ τῶν νησιῶν. Ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν τοὺς πόνεσαν τόσο. Τοὺς πόνεσαν τὰ ἀγάλματα τὰ ὡραῖα τα λάμποντα. Τὰ ἀγάλματα ποὺ τὰ ἔφτιαξαν οἱ δικοί μας γιὰ νὰ τὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀγάλλονται ἄνθρωποι θνητοὶ καὶ νὰ ξεχνοῦν πὼς εἶναι ἐδῶ προσωρινοὶ καὶ νὰ ἁρπάζει τῆς αἰωνιότητας τὸ θάμπος τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὸν σκορπᾶ μακριά. Καὶ νὰ χαίρονται κι οἱ ἀθάνατοι ποὺ γιὰ λίγο γιὰ μιὰ στιγμή, ἄνθρωποι καὶ θεοὶ γίνονται ἕνα.
Ναί. Ἦρθε ὁ ἄνθρωπος. Ξανά. Τοῦ πῆρε χρόνια νὰ τὰ ἑτοιμάσει ὅλα. Προδοσίες, δολοπλοκίες, χρηματισμοί, μίση καὶ πάθη, κρατᾶνε χρόνια . Καὶ κοστίζουν. Καὶ θέλουν ἀντοχές. Ὁ ἄνθρωπος τῶν μουχλιασμένων νερῶν, τὶς εἶχε. Δὲν χτίζεις μιὰ ὁλόκληρη αὐτοκρατορία σὲ βάλτους καὶ ὑπονόμους, χωρὶς ἀντοχές. Ἦλθε. Καὶ ὅταν οἱ ἄλλοι μόλυναν τὸν Μέγα Ναὸ καὶ ἀπησχολημένοι ἀπὸ τρέλα καὶ ἀπληστία κατέστρεφαν τὰ ἀγάλματα τὰ λάμποντα νὰ πάρουν τὸ χαλκὸ νὰ φτιάξουνε νομίσματα κι ἁρματωσιὲς νὰ ἀγοράσουν καὶ νὰ πολεμήσουν τὸ θάνατο καὶ τὴ λησμονιά, αὐτὸς ἔφτασε. Στὸ Ἱπποδρόμιο. Καὶ ἀνάμεσα στὰ σκυλεμένα σώματα, στὸ αἷμα καὶ τὴν ἀτίμωση, σήκωσε τὸ ἕνα μάτι, σήκωσε καὶ τὸ γαντοφορεμένο χέρι καὶ μᾶς ἔδειξε. Δὲν μᾶς εἶχε ξεχάσει! Ἐμεῖς καταλάβαμε καὶ κλείσαμε τὰ μάτια. Καὶ στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή μας, φάνηκε ὁ ἡνίοχός μας. Τὰ μάτια του. Καὶ εἴπαμε μέσα μας νὰ σφραγίσουμε τὰ δικά μας μάτια νὰ μὴ δοῦμε τὸ χωρισμό. Τὸ χωρισμό. Γιατί τώρα εἶχε φτάσει πιὰ ἡ ὥρα του...Και δὲ θέλαμε νὰ δοῦμε. Δὲ θέλαμε πιὰ νὰ ξέρουμε. Θέλαμε μόνον νὰ θυμόμαστε... Μὰ ὅταν μᾶς κατέβασαν καὶ μᾶς ἔβαλαν νὰ σταθοῦμε στό χῶμα ποὺ μύριζε φρέσκο αἷμα καὶ ἐκεῖνος μὲ φωνὴ μισὸ σφύριγμα θαυμασμοῦ καὶ μισὸ φθόνου, ἔτσι σὰν ρώταγε μὴν κάνανε ζημιὰ οἱ ὑποταχτικοὶ καὶ χάλασαν τὰ μάτια μας τὰ πολύτιμα τὰ σπάνια καὶ τί συμβαίνει καὶ τὰ κρατᾶμε σφαλιχτά, ἄλλα εἶχε δεῖ αὐτὸς κι ἂν πέρασαν χρόνια - τριάντα λένε- κι ἂν εἶναι μεγάλος σὲ ἡλικία - ἑκατὸ λένε- αὐτὸς θυμᾶται μιὰ χαρά: τί πάθανε τὰ ἄλογα τὰ ἄλογά μου! τὰ θέλω στὸ παλάτι μου! Τὰ ἄλογά μου...
Τὰ ἄλογά μου! Ἔτσι σφύριξε μὲ τῆς ὀχιᾶς τὸ σούρσιμο στὴ φωνή. Καὶ τότε θύμωσε ὁ Ξάνθος καὶ ἄνοιξε τὸ ἕνα μάτι. Τὸ μάτι του τὸ σκοῦρο τὸ θυμωμένο. Καὶ φώναζαν οἱ ὑποταχτικοὶ καὶ σκόρπισαν οἱ ἐργάτες: Τὸ ἄλογο ζωντάνεψε!
Λένε πὼς ὅλοι χάθηκαν μεμιὰς καὶ μόνον ὁ μεγάλος δόγης ἔμεινε στὸ Ἱπποδρόμιο. Γέρων, μισότυφλος, ντυμένος στὰ γαλάζια μὲ τὸ αἷμα μιᾶς Πόλης- Βασίλισσας νὰ στάζει ἀπὸ τὰ βελοῦδα του. Μὰ σὰν ἔκανε νὰ ἁπλώσει τὸ κοκκαλιασμένο χέρι στοῦ Ξάνθου τὸ λαιμό, ἐκεῖνος ποὺ ἄλλο χέρι δὲν γνώριζε παρὰ μόνον τοῦ ἡνιόχου μας την ἀπαλάμη, λένε λοιπόν- κι ὁ ἴδιος ὁ Ξάνθος τὸ ὁμολόγησε στοὺς αἰῶνες τῆς μοναξιᾶς μας ποὺ ἀκολούθησαν - πὼς τὸ ἄλογο σηκώθηκε ἀγριεμένο στὰ δυὸ πόδια καὶ κάρφωσε τὸν ἄνθρωπο τῶν μεγάλων φιλοδοξιῶν καὶ τῶν λιμναζόντων νερῶν, τὸν κάρφωσε μὲ τὸ ἕνα ὀρθάνοιχτο πολύτιμο μάτι του. Καὶ ἔτσι ὅπως ἄστραψε, ἔφυγε τοῦ θεοῦ ἡ σαΐτιά καὶ χτύπησε τὸν ἅρπαγα στὸ ἄλλο του τὸ μάτι. Ἔπεσε αὐτὸς στὸ χῶμα, κυλίστηκε στὸ αἷμα τῶν ἀθώων καὶ οὔρλιαζε καὶ καταριόταν καὶ σφύριζε σὰν Πύθωνας. Εὐθὺς ὁ Ξάνθος ἡμέρεψε. Κι ἐμεῖς μαζί. Καὶ ἔτσι ἥσυχα μᾶς πῆραν καὶ μᾶς ἔσυραν στὰ καράβια τοῦ λυσσασμένου ποὺ θεότυφλος πλέον ὁδηγοῦσε τους σιδερόφραχτους στὸ μῖσος καὶ στὸ χαλασμό. Ἔτσι ἥσυχα ρημάξανε τὴν Μεγάλη Πόλη. Ἔτσι ἥσυχα καὶ χωρὶς καθόλου τύψεις ἔκοψαν ὡραίους λαιμούς. Ἔτσι ἔκοψαν καὶ τοὺς δικούς μας λαιμούς. Μὲ σιδερένια πριόνια. Γιὰ νὰ χωρέσουμε στὰ καράβια. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ζοῦσε αἰώνια. Καὶ πὼς ἐμεῖς αἰώνια θὰ στολίζουμε τὰ παλάτια του τα βουτηγμένα στὸ αἷμα καὶ τοὺς στεναγμούς. Καὶ τοὺς ναούς. Ποὺ θεμελιώθηκαν στὸ αἷμα καὶ τὸ ψέμα. Καὶ ἔξω ἡ ἀλαζονεία τους καὶ μέσα ἡ ἀλαζονεία τους, κάνουν τοὺς θνητοὺς νὰ ξεχνοῦνε τὸ θεὸ καὶ νὰ θαρρεύουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ θεὸ καὶ νὰ μὴν βλέπουν την Τίσιν καὶ τὴ Νέμεσιν ποὺ ἀκολουθοῦν καλπάζοντας τὴν Ὕβριν. Ὅπως δὲν τὴν εἶδε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἤθελε νὰ ζήσει γιὰ πάντα. Καὶ γιὰ πάντα νὰ χαίρεται τέσσερα ἄλογα. Στὸ παλάτι του. Γιὰ πάντα. Στὴν πόλη του. Γιὰ πάντα. Στὸ ἔξω καὶ στὸ μέσα τῶν ἀλαζονικῶν ἄμετρων ναῶν του. Γιὰ πάντα. Στὴν ἤδη βουλιαγμένη νεκρὴ πολιτεία του. Γιατί πεθαίνουν οἱ πόλεις ὅταν στηρίζονται στοὺς βάλτους, στὰ λάφυρα, στὴν ἁρπαγὴ καὶ στὸ αἷμα. Σαπίζουν ἀργὰ καὶ βασανιστικά. Λίγοι τὸ νιώθουν. Καὶ ἀπομακρύνονται. Νὰ σωθοῦν. Νὰ βροῦν τὸν Ἡνίοχο. Νὰ σώσουν. Νὰ σωθοῦν. Νὰ καθαρθοῦν. Καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὸν ἀγῶνα τὸν καλό. Τὸν Ἀγῶνα γιὰ ἕνα στεφάνι φρεσκοκομμένης δάφνης. Ποὺ ὅμως χλωρὴ ἀκόμη, λάμπει. Καὶ οἱ διάφανες σταγόνες τῆς πρωΐνής δροσιᾶς λάμπουν κι αὐτὲς στὰ φύλλα της, ἔτσι ὅπως κανένα πετράδι δὲν ἔλαμψε ποτέ!
Θρηνοῦν τὰ ἄλογα;
Θρηνοῦν! Καὶ κάποτε κρατᾶ ὁ θρῆνος τους, αἰῶνες.
Μᾶς ἔκλεψαν, μᾶς ἅρπαξαν, μᾶς ἔβαλαν νὰ κοσμοῦμε τὶς αὐλές, τὰ παλάτια, τοὺς ναούς τους. Μόνα μας. Κατάμονα. Χωρὶς τὸν ἡνίοχό μας. Μὰ ἐμεῖς ὅπου κι ἂν βρεθήκαμε, ἐκεῖνον ὀνειρευόμαστε. Τὸ χέρι του. Τὸ χάδι του. Τὰ μάτια του. Τὶς νύχτες, τὶς νύχτες τις ἀτέλειωτες μὲ τὸ θολὸ τελευταῖο φὼς ποὺ στὴν βυθισμένη πόλη ἔμοιαζε νὰ εἶναι ἡ στερνὴ τοῦ κόσμου ὥρα, τὶς νύχτες ποὺ ἔκλαιαν καὶ στέναζαν οἱ μελλοθάνατοι καὶ σέρναν ἀργὰ τὶς ἁλυσίδες τους, ἐμεῖς θρηνούσαμε. Καὶ φώλιαζε ὁ θρῆνος μας στὸ κλάμα τῶν ἀνθρώπων καὶ κρύβονταν ἐκεῖ καὶ περίμενε. Καὶ περιμέναμε καὶ μείς. Πότε...Πότε θὰ ξυπνήσει ὁ ἡνίοχός μας. Αὐτός. Ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ καὶ ἀληθινή μας πατρίδα.
Ἔτσι πέρασαν αἰῶνες, στιγμές, αἰῶνες. Κι ὕστερα...
Πρῶτος τινάχθηκε ὁ Ξάνθος. Ἀνήσυχος, ἀτίθασος, γενναῖος. Εἶδε ὄνειρο; Ἄκουσε φωνή; Μύρισε φρεσκοκομμένη δάφνη; Ἢ μήπως ἔλαβε μήνυμα θεοῦ; Πάντως ξύπνησε καὶ εἶπε: Πᾶμε! ἦλθε ἡ ὥρα!
Καὶ ἔτσι ξεκινήσαμε. Μᾶς ὁδηγεῖ τὸ φὼς κι ἡ μυρωδιὰ τῆς δάφνης. Ἀφήσαμε πίσω τὸ θάνατο ποὺ μοιάζει μὲ ζωὴ καὶ κινήσαμε γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ μοιάζει μὲ γιορτή. Ξεκινήσαμε. Λίγοι τὸ ξέρουν. Λίγοι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια. Λίγοι θὰ λυτρωθοῦν. Μὰ φτάνουν κι αὐτοί. Φτάνουν γιὰ τὴ γιορτή. Γιὰ τὴ ζωή. Ξεκινήσαμε. Καλπάζουμε. Ὁ Ἡνίοχος ἔχει ξυπνήσει. Μᾶς περιμένει. Ἐμᾶς, τὰ ἄλογά του. Θὰ μᾶς καλωσορίσει, θὰ μᾶς χαιρετήσει καὶ μαζὶ θὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὸν ἀγῶνα τὸν καλό. Μαζί. Ὁ Ἡνίοχός μας καὶ ἐμεῖς. Τὰ ἄλογά του.Για πάντα.
Καλπάζουμε...Τι κρῖμα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ μᾶς δεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ χωρὶς μάτια καὶ χωρὶς ὅραση νόμισε πὼς θὰ ζοῦσε γιὰ πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ μᾶς χαρεῖ, νὰ στολίζουμε τὸ μπαλκόνι του, τὴν πόλη καὶ τὸ βιός του τὸ αἱματοβαμμένο. Ἔπεσε στὴν Πόλιν ποὺ ἔκανε πόλη καὶ θάφτηκε στὸν Μέγα Ναὸ ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε δικός του, οὔτε ἄλλου κανενός. Μὰ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ δυὸ τυφλὰ μάτια, ποὺ κάποιοι τὸν θαρροῦσαν ἀθάνατο, τόσο ποὺ κι ὁ ἴδιος τὸ εἶχε πιστέψει, πρὶν χαθεῖ διέταξε. Γιατί αὐτοὶ οἱ ἀπέθαντοι, καὶ νεκροὶ ἀκόμη ξέρουν νὰ διατάζουν. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ζωντανοί, ὑπακοὺν καὶ πράττουν. Τὸν στόλισαν, τὸν ἔβαλαν, τὸν ἔθαψαν στὸν Μέγα Ναό, κάτω ἀπὸ τὸ βωμὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι του, ἔκοψαν καὶ χώρισαν καὶ χάλασαν καὶ κάτω ἀπὸ τὰ στέμματα τὰ χρυσᾶ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔκλεψαν καὶ φόρεσαν καὶ ἔλιωσαν. Ἤθελε νὰ μείνει ἐκεῖ. Στὴν Πόλη ποὺ ζήλεψε καὶ μίσησε καὶ θάρρεψε δική του. Καὶ στὸ Ναὸ ποὺ ζήλεψε καὶ μίσησε καὶ θάρρεψε δικό του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχασε καὶ τὰ δυό του μάτια, γιατί ἴσως δὲν τοῦ χρειαζόντουσταν. Μπορεῖ κανεὶς νὰ καταστρέφει Πόλεις, νὰ ἀγοράζει νησιά, νὰ σκλαβώνει ἄλογα καὶ χωρὶς μάτια.
Μόνον ποὺ κάποτε τὰ ἄλογα, τὰ νησιά, οἱ πόλεις ξυπνοῦν. Καὶ ὁ Ἡνίοχος ἀναμένει.
Τί κρῖμα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θάφτηκε στὸ Μεγάλο Ναὸ δὲν ἔνιωσε τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά! Τί κρῖμα ποὺ νόμισε ὅτι θὰ μείνει ἐς ἀεί, κομμάτι τῆς αἰωνιότητας μιᾶς Μεγάλης Πόλης, ἑνὸς Μεγάλου ναοῦ, ἑνὸς Μεγάλου Κόσμου! Τί κρῖμα ποὺ δὲν ἀγάπησε τὴν Ἀλήθεια! Τὴν Ἀλήθεια ποὺ καλπάζει, φέρνοντας μαζὶ τὴν Ἐλευθερία καὶ τὸ Φώς.
Τί κρῖμα ποὺ οἱ ἑπόμενοι βάρβαροι ἀνέσκαψαν καὶ τὸ δικό του μνῆμα καὶ σκόρπισαν τὰ ἀπομεινάρια, ἀγνώμονες αὐτοὶ πρὸς τὸν μεγάλο ἄγνωστο τυφλὸ εὐεργέτη τους, ποὺ πριονίζοντας τὰ θέμελα τῆς Πόλης καὶ συλίζοντας τὸν Μέγα Ναό, ἄνοιξε γι΄αυτούς τὸ δρόμο....Τί κρῖμα.. Τί κρῖμα...
Τί κρῖμα ποὺ δὲν ἀγάπησε τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ἐλευθερία, τὸ Φώς. Καὶ ἔτσι θεότυφλος καὶ μόνος ξεχάστηκε...Τί κρῖμα νὰ μὴν ἔχει τὸ χέρι ἑνὸς ἡνιόχου νὰ τὸν προσμένει, νὰ τὸν ὁδηγεῖ.
.Όσο γιά μας...Εμείς ξεκινήσαμε. Καλπάζουμε πιά.
Ὁ Ἡνίοχος, μᾶς περιμένει...
Υ.Γ. 1 / Τὸ 373 π.Χ. ἔγινε στοὺς Δελφοὺς μέγας σεισμός . Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἡνιόχου θάφτηκε στὰ ἐρείπια. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕως τὸ 1896.Ήλθε πάλι στὸ φῶς στὶς ἀνασκαφὲς τοῦ 1896. Ἔλειπε τὸ δεξί του χέρι, τὸ ἅρμα καὶ τὰ τέσσερα ἄλογα τοῦ τερθίππου.
Υ.Γ. 2 / Στὸ Ἱπποδρόμιο τῆς Κωνσταντινούπολης κοσμοῦσαν ἕως τὸ 1204, τέσσερα χάλκινα ἄλογα, ὑψηλῆς τέχνης. Εἶχαν μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα (πιθανὸν Χίο), ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄(402-450). Κατὰ μία θεωρία (τοῦ γλύπτου Ὀσὶπ Ζάντκιν,δημοσιεύθηκε τὸ 1959 ), ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ τερθίππου ἅρματος τοῦ Ἡνιόχου τῶν Δελφῶν.
Υ.Γ. 3 / Ἡ πρώτη Ἅλωση τῆς Πόλης ἔγινε στὶς 13 Ἀπριλίου, ἡμέρα Τρίτη, ἀπὸ τοὺς φράγκους σταυροφόρους τῆς Δ΄ Σταυροφορίας μὲ τὴν σύμπραξη τῶν Βενετῶν καὶ πρωτοστατοῦντος τοῦ ὑπερήλικος τυφλού δόγη Enrico Dandolo. Κατ΄εντολήν του, τὰ ἄλογα μεταφέρθηκαν στὴν Βενετία, ἀφοῦ ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους γιὰ νὰ χωροῦν στὰ καράβια
Υ.Γ. 4 / Ὁ Δόγης Enrico Dandolo (1107-1205), o ἐπονομαζόμενος " ἀθάνατος δόγης", ὑπῆρξε ὁ ἰθύνων νοὺς τῆς ἀσύλληπτης σὲ καταστροφὲς Ἅλωσης τοῦ 1204. Τὸ ἴδιο ἔτος ἀγόρασε τὴν Κρήτη ἀπὸ τοὺς κατακτητές της, Φράγκους. Πέθανε τὸ 1205. Ἐτάφη στὴν Ἁγία Σοφία. Ὁ τάφος του καταστράφηκε κατὰ τὴν δεύτερη Ἅλωση τῆς Πόλης, τὸ 1453, ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς τούρκους.
Enrico Dandolo-έργο τού Βενετού ζωγράφου Τintoretto(16ος αι.)
Αναμνηστική πλάκα (επί του δαπέδου του ναού Της Τού Θεού Σοφίας στην ΚΠόλη) από το σημείο που πιθανόν ευρίσκετο ο τάφος τού Ε.Dandolo.