Ωδή στον Δασκαλογιάννη
Πρὶν γίνεις ἄγαλμα
ἤσουν ἐπανάσταση.
Πρὶν γίνεις ἀνάμνηση
ἤσουν φωτιά
Πρὶν γίνεις κομμάτια
ἤσουν ἀκέραιος
Πρὶν γίνεις Δάσκαλος
ἤσουν ὁ Ἰωάννης.
"Ἐνῷ θὰ χαθεῖ ὁ Φράγκος
ἀλαφροπάτητος καὶ εὐγενής
φθονῶντας καὶ ρημάζοντας μὲ καλαισθησία καὶ ἄποψη
στὰ χνάρια του ἀπάνω
ὁ Τοῦρκος θὰ φανεῖ... "
Φυλᾶς τὸ Καστέλι, τα Σφακιά, τα περάσματα.
Σὲ κόψανε κομμάτια. Κάποτε. Σὲ κρέμασαν καὶ σὲ ἔκοβαν κομμάτια. Κάποτε. Καὶ δὲ μιλοῦσες. Δὲν θρηνοῦσες. Δὲν παρακαλοῦσες. Μόνον ποὺ προσπαθοῦσες νὰ κρατᾶς τὴν κεφαλὴ στητή. Καὶ τὰ κατάφερνες. Ὡς τὸ τέλος. Κι ἦταν αὐτὸ μυστήριο μεγάλο. Γιὰ τοὺς ἀγαρηνούς.
Οἱ ἄλλοι -πίσω ἀπὸ κλειστὰ πορτόθυρα- τὸ πανε γιὰ θάμα. Καὶ κάποιοι, μαυροντυμένοι στὰ βουνὰ καὶ στὰ Λευκὰ τὰ ὄρη, ἐρίξανε μιὰ τουφεκιὰ καὶ σκῦψαν τὰ κεφάλια. Τὶς κεφαλές τίς μαυροδεμένες. Μὲ τῆς Πόλης τὰ δάκρυα τὰ μαῦρα.
Μαῦρα δάκρυα, μαύρη σκλαβιά. Ποιός τὴν ἀντέχει; Ἐσὺ ὄχι. Μήτε τὸ νησί σου. Τὸ μεγάλο. Τὸ ξακουστό. Ποὺ στέκει σὰν καράβι καταμεσὶς στὸ πέλαγο. Καὶ εἶναι πόθος τῶν ἐχθρῶν καὶ καύχημα τῶν φίλων. Ἐδῶ καὶ αἰῶνες...
Κρατᾶς τὸ κεφάλι στητό. Μέγα θαῦμα! Ἔτσι θὰ σὲ κρεμάσουν. Ἔτσι θὰ σὲ κομματιάσουν. Ἔτσι θὰ σὲ χαλάσουν, μὴν ἀντέχοντας πλιὸ τὴν κεφαλή σου την στητή.
Καὶ μέσα τους θὰ νιώσουν πίκρα κρυφή, κρυμμένη μὲς τὴν λύσσα. Γιατί δὲν τοὺς προσκύνησες. Καὶ γιατί δὲν τοὺς πρόσπεσες καὶ δὲ γονάτισες. Μόν΄π ΄ἔφτυσες στὴ μούρη τοῦ δημίου. Κι ὕστερα σήκωσες ψηλὰ τ΄αρχοντοκέφαλό σου καὶ τὸ μάτι τὸ ἀετίσιο ἔμεινε ἐκεῖ νὰ θωρεῖ κατὰ τὸ πέλαγο, πάνω ἀπ΄της νήσου τὶς γραμμές.
Τί ἔβλεπες;
Κάποιοι εἶπαν τὰ καράβια τῆς μεγάλης βασίλισσας. Ἐκείνης ποὺ΄στειλε τὸ στόλο της τὸν κραταιὸ καὶ τοὺς ἀντμιράλους της τοὺς δοξασμένους. Καὶ σημαιοστολίστηκε τὸ Αἰγαῖο, ντύθηκε σὰ νύφη πεντάμορφη καὶ τὸ δικό σου τὸ νησί, ἑτοίμασες καὶ σὺ καράβια καὶ μπαρούτια. Ἐντύθηκες καὶ τὴ στολὴ τὴ μαύρη,τού μαύρου πένθους τον καημὸ γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης καὶ εἶπες νὰ πάρεις τὰ βουνά.
Γιατί εἶναι ὁ ἀέρας ἀλαφρὺς ἀκειὰ στὰ Ὄρη τὰ Λευκά
καὶ δὲν τὸν ἐμαυρίζει τὸ χνῶτο τοῦ Ἀγαρηνοῦ.
Ἀπὸ τὰ ὄρη ἐπολεμοῦσες καὶ πρόσμενες. Μάτωνες καὶ ἐπρόσμενες.
Τώρα θὰ΄ρθεί ὁ Μόσκοβος νὰ φέρει τὸ σεφέρι..
Καὶ ὁ λαὸς πολεμοῦσε καὶ πρόσμενε. Μάτωνε καὶ ἐπρόσμενε. Ρήμαξαν τὰ Σφακιὰ τὰ περήφανα. Χόρτασαν αἷμα καὶ σάρκες τ ἀγρίμια καὶ τὰ ὄρνεα.
Μόνον ὁ Σκύλος ὁ Κακὸς
τὸ αἷμα δὲ χορταίνει.
Ἐπέρασε ἡ Ἄνοιξη, ήλθε τὸ καλοκαίρι, καράβι δὲν ἐφάνηκε. Τελειῶσαν οἱ ἐλπίδες.
Ἀκόμη αὐτὴν τὴν Ἄνοιξη ραγιᾶδες ραγιᾶδες
τοῦτο τὸ καλοκαίρι
ὥσπου νὰ ΄ρθεῖ ὁ Μόσκοβος
νὰ φέρει τὸ σεφέρι...
Εἶναι βαρὺς ὁ χειμῶνας στὰ Ὄρη. Βαριὲς καὶ οἱ καρδιές. Μὰ ἐσὺ πολεμᾶς. Πολεμᾶς κι ἂς ξέρεις πιὰ μὲς τὴν καλὴ γενναία καρδιά σου,πώς ὁ στόλος τῆς μεγάλης αὐτοκράτειρος μὲ τοὺς σπουδαίους ναυάρχους μὲ τὶς ὡραῖες στολές τις χρυσοκεντημένες, δὲν θὰ ρθεῖ. Τραβήχτηκε νὰ ξεχειμωνιάσει στὴν μακρινὴ παγωμένη χώρα, ποὺ θὰ κοιτάξει νὰ ζεσταθεῖ καὶ τοῦτον τὸν χειμῶνα τυλιγμένη μὲ γοῦνες μπροστὰ σὲ τζάκια ἀναμμένα. Καὶ μὲ συγκίνηση ἀληθινὴ θὰ ἀκούσει ἱστορίες γιὰ γενναίους παράτολμους ποῦ δὲν ἦρθε ἡ ὥρα τους νὰ λευτερωθοῦν. Κι ἔτσι θὰ τοὺς εὕρει καὶ τ΄άλλο καλοκαίρι ραγιᾶδες ραγιᾶδες...Τί κρῖμα!
Τὸ ἄλλο καλοκαίρι σὲ βρῆκε πάνω στὸ σταυρό. Ποὺ στήσανε οἱ βάρβαροι. Γιὰ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ὁμόδοξοι καὶ νὰ καταδικάζουν οἱ περίπου ὁμόδοξοι. Καὶ μόνον ὁ λαός σου ὁ μαυροφορεμένος σὲ ξέρει σὲ θρηνεῖ. Καὶ τὰ ἀδέλφια εἰς τὰ Ὄρη -ὅσα μισαπομείναν-ρίχνουν μιὰ τουφεκιά. Καὶ δαγκάνουν τὴν ἄκρη ἀπ΄το κεφαλομάντηλο. Τὸ μαῦρο, ποὺ πενθεῖ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης. Καὶ σηκώνουν τὴ γροθιά,εκεί πρὸς τὸν Βοριᾶ καὶ τὴν Ἀνατολή. Καὶ λένε:
Σὰ θὰ ρθεῖ ἡ ὥρα κι ὁ καιρός...
Στὸ σταυρό, στὸ ἰκρίωμα. Νὰ κόβουν τὸ σῶμα σου, νὰ τὸ πετοῦν στὸν ὄχλο τον ἀφιονισμένο. Καὶ ἐσὺ ἐκεῖ. Μὲ τὸ κεφάλι στητό. Νὰ περιμένεις. Τί;
Τί τάχα περιμένεις καὶ ὕψωσες τὸ βλέμμα σου ἐπάνω ἀπ΄τόν Χάνδακα καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μαρτύριό σου;
Τί ἔρχεται ἀπὸ τὸ Ἀρχιπέλαγο καὶ σὲ κάνει νὰ μὴ λυγίζεις;
Εἶναι τὸ δικό σου Ἀρχιπέλαγο. Τὸ περήφανο. Τὸ ἀγαπημένο. Ποὺ σὰ θεριὸ ἀφρίζει καὶ μουγκρίζει καὶ βογκά, γιατί πονᾶ στὸν πόνο σου. Καὶ κτυποῦν τὰ νερά του τα θυμωμένα νὰ διώξουν τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τὸν ἐχαλάσουν.
Τὸ ξέρεις τοῦτο τὸ πέλαγο. Πρὶν λίγο-ἂς ποῦμε χτές- τὸ σχίζαν τὰ καράβια σου,το ἔκοβαν στὰ δύο.Και κεῖνο δὲν ἐπόναγε.Έστρωνε τὰ νερά του μὲ ἄνθια καὶ μὲ λούλουδα. Και λέγαν ὅλοι:
Μὰ τί μοσχοβολάει; Μὴ φθάσαν κιόλας τοῦ Γιάννη τὰ πλεούμενα κι ἡμέρεψε τὸ πέλαο;
Τώρα στὸ σταυρό, στο ἰκρίωμα. Καὶ τὰ καράβια σου, ποῦ; Τὰ χάλασαν,τά κάψαν.
Ὅμως ἐσὺ προσμένεις. Καὶ μ΄όση δύναμη σοῦ ἀπέμεινε, ανασηκώνεις τὸ κεφάλι.
Πάνω ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Πάνω ἀπὸ τὸν πόνο, τὸ αἷμα ,τὸ κομματιασμένο σῶμα ,τὸ αἱμοβόρο πλῆθος,
τ ἀλέτρι τοῦ δημίου. Πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο. Πάνω ἀπὸ τὸ νησί σου. Πάνω ἀπὸ τὸ λαό σου ποὺ ἀφανισμένος δὲν ἔχει πιὰ δάκρυα νὰ σὲ κλάψει.
Καὶ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ στέκεις πιὰ μὲ τ΄Αρχαγγέλου τὰ φτερὰ νὰ σοῦ κρατοῦν τὸ περήφανο κεφάλι, βλέπεις. Τὸ καράβι. Καὶ χαμογελᾶς. Ἐπί τέλους. Ἦρθε. Ἔφτασε.
Ὁ δρόμων. Ὁ ἀειτάξιδος. Πηδοῦν οἱ ναῦτες. Κινοῦν τὰ μέλη. Ξεμουδιάζουν. Τί μεγάλο ταξίδι! Ἀτέλειωτο. Θαρρεῖς καὶ κράτησε αἰῶνες! Ἄ! νὰ ξεκουραστοῦν γιὰ λίγο, να ἀλλάξουνε τὰ ροῦχα καὶ ὕστερα ξανὰ πρὸς τὸν Βοριᾶ καὶ τὴν Ἀνατολή.
Εἶναι ναῦτες, εἶναι δικοί σας, τῆς Νήσου καὶ τοῦ Πέλαγου παιδιά, κοπέλια τῆς λαλιᾶς σου.
Πετοῦν τὰ μαῦρα πουκάμισα,ντύνονται μὲ τὰ ἄσπρα. Βγάνουν τὸ μαῦρο τὸ μαντήλι, ἐκεῖνο μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τοὺς μαύρους κόμπους. Ἀνεμίζουνε σγουρὰ μαλλιά, λάμπουν τὰ πρόσωπά τους.
-Ἔλα!
Γιὰ σένα τὸ λένε.
-Ἔλα!
Ἦρθε ἡ ὥρα. Φεύγετε. Σαλπάρετε. Πᾶρε τὸ ἄσπρο ροῦχο ποὺ κρέμεται ἀπ΄του Ἀρχάγγελου τὸ φτερὸ καὶ ξεκίνα.
Τὸ καράβι ἦλθε.Το καράβι σου ἦλθε.Ταξίδεψε αἰῶνες μὰ ἔφθασε. Γιὰ νὰ σὲ πάρει.
Γιὰ νὰ πετάξουν οἱ ναῦτες τὰ μαῦρα ποκάμισα. Γιὰ νὰ λύσει ὁ λαός σου τὰ μαῦρα τῆς Πόλης τὰ πένθιμα μαντήλια. Γιατί πένθος δὲν ὑπάρχει πιά..
Τὸ μαντᾶτο ἦρθε. Τ΄ακούσανε τ΄αδέλφια σοῦ ἀπάνω στὶς Μαδάρες καὶ ρίξανε μιὰ τουφεκιὰ καὶ στῆσαν πανηγύρι. Πατᾶν τὴ γῆ μὲ δύναμη. Πατᾶνε τὸ θερίο. Ἀντιλαλοῦνε τὰ χωριά, τὰ ὄρη,οι χαράδρες. Δίνουνε πήδους στὸ χορό. Σκοτώνουν τὸ θερίο. Πετᾶξαν τὰ πουκάμισα τὰ σκοτεινὰ τὰ μαῦρα. Ντυθήκαν ἄσπρες φορεσιὲς καὶ χαίρουνται καὶ λένε:
Ξεκίνα Δάσκαλε
καὶ πλιό
ὀχτρὸς δὲ θὰ σὲ φθάσει.
Γιατι καράβι Κρητικό
διάβηκε τοὺς αἰῶνες.
Πῆρε τὸ δρόμο τοῦ Νοτιᾶ
καὶ στὸ νησί μας ἦρθε.
Γιατι ὁ Παντοκράτορας
σὰν ἄνοιξε τὸ μάτι
ἀμέσως τ΄αποφάσισε:
Στὴν Κρήτη τὸ μαντᾶτο!
Πρῶτοι ἀπ΄όλους Κρητικοί
θὰ φέρουν τὸ σεφέρι.
Ποτέ, καμμία Ἄνοιξη
ραγιᾶδες,ραγιάδες
κανένα καλοκαίρι.
Καὶ σὰν τὸ λέει ὁ Κριτής
οἱ ἀθρῶποι τί νὰ κάμουν;
Φύγε Ἰωάννη κι ἔρχονται
μυριάδες στὸ κατόπι.
Καὶ σὰν τελειώσει κι ὁ χορός
πάψει ὁ πεντοζάλης
φορᾶμε τ΄άσπρα ροῦχα μας
κι ὅλοι ἀκολουθάμε.
Τὰ Ὄρη ἀντηχοῦν. Τὸ Πέλαγο γιορτάζει.
Καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησιά
ἠχοῦνε οἱ καμπάνες.
Τὸ ταξίδι ξεκινᾶ. Ο δρόμων εἶναι ἕτοιμος.
Καλὸ κατευόδιο, Ἰωάννη Δάσκαλε!
Ἡ Γιορτὴ σὲ περιμένει!
Υ.Γ.1/. Ὁ Δασκαλογιάννης ἀπὸ τὴν Ἀνώπολη Σφακίων μαρτύρησε κομματιασμένος ζωντανός,επί τοῦ ἰκριώματος ποῦ ἔστησαν οἱ τοῦρκοι στὴν πόλη τοῦ Ἡρακλείου. Ήταν ἡ τιμωρία γιὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1770-71 στὴν ὁποία πρωτοστάτησε, διαθέτοντας τὰ καράβια του στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐκ Γερμανίας προερχομένης, τσαρίνας Αἰκατερίνης , τῆς ἐπονομαζόμενης Μεγάλης. Ἡ ἀναμενόμενη βοήθεια ποὺ ὁ ναύαρχος Ὀρλώφ, εἶχε ὑποσχεθεῖ σὲ ὅλους τοὺς νησιῶτες γιὰ τὴν ἡρωική τους συμμετοχὴ στὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο δὲν ἦλθε ποτέ. Ούτε ἡ πολυπόθητη ὑπόσχεση γιὰ ἀπελευθέρωση. Τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ποὺ ξεσηκώθηκαν καὶ πρωτίστως ἡ Κρήτη, πλήρωσαν μὲ ποταμοὺς αἵματος καὶ ἀπερίγραπτες θηριωδίες.
Υ.Γ2/ Τὸν Μάρτιο τοῦ 1453 φθάνει στὴν Κρήτη ἀπὸ τὴν Πόλη, εκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, μεταφέροντας μήνυμά του πρὸς τὸ νησί. Οἱ Κρητικοὶ ἀνταποκρίθηκαν ἄμεσα στὸ χρυσόβουλον τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ σὰν ὕστατη ἐλπίδα ζητοῦσε τὴν ἀρωγή τους ἐνάντια στὴν προετοιμαζόμενη ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς τούρκους,ολοκληρωτική ἐπίθεση κατὰ τῆς Βασιλεύουσας.
Πέντε καράβια ἐξοπλισμένα καὶ μὲ ἐμπειροπόλεμο πλήρωμα 1.500 ἀνδρῶν ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ λιμάνι της Σούδας. Μετὰ ἀπὸ ναυαμαχία στὴν Προποντίδα ἐναντίον 60 καραβιῶν τῶν τούρκων καὶ μὲ αὐτοθυσία καπεταναίων καὶ πληρωμάτων, ἔφθασαν στὴν Πόλη στὶς 13 Ἀπριλίου 1453, τὰ ἐναπομείναντα κρητικὰ καράβια, δύο δρόμωνες. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας κατέλαβαν θέσεις ἐντὸς τῶν τειχῶν καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ καπετάν-Γραμματικοῦ, πολεμοῦσαν μὲ πρωτοφανῆ γενναιότητα στοὺς πύργους τοῦ Βασιλείου, Λέοντος καὶ Ἀλεξίου.
Τὴν 29η Μαΐου καὶ ἐνῷ οἱ γενίτσαροι εἶχαν ἤδη ὀρμήξει στὰ τείχη ἀπὸ τὴν μυστηριωδῶς ξεκλείδωτη Κερκόπορτα καὶ ἐνῷ ὁ Τελευταῖος Αὐτοκράτωρ εἶχε ἤδη πέσει μαχόμενος παρὰ τὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ καὶ ἐνῷ στὴν Πόλη ἀκούγονταν οἱ ὀδυρμοί, ο θρῆνος, οι σφαγὲς καὶ στὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ γίνονταν τὰ ἀνείπωτα αἴσχη καὶ ἀπὸ παντοῦ ἀνέβαινε οὐρανομήκης ἡ κραυγή : Ἡ Πόλις ἑάλω, οἱ Κρητικοὶ πιάνοντας τὴν αὐτοκρατορικὴ πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, δὲν σταματούσανε τὴ μάχη. Ἔφθασε δείλι περασμένο καὶ ἔφθασε καὶ ἡ πληροφορία στὰ αὐτιὰ τοῦ σουλτάνου. Τότε λέγεται πὼς ὁ ἀνατολίτης ἐθαύμασε τὴν τρομερὴ γενναιότητα καὶ τὴν πρωτοφανῆ γιὰ αὐτοὺς ἀψηφισιὰ τῶν τελευταίων Κρητῶν μαχητῶν ποὺ μοιάζαν νὰ μὴν ἔχουν ἀκούσει πὼς ἡ Πόλις Ἑάλω. Ἔστειλε λοιπὸν δραγουμάνους μὲ λευκὴ σημαία καὶ φιρμάνι:
Προσέταξεν ἵνα κατέλθωσι μετὰ συμβάσεως καὶ ὦσιν ἐλεύθεροι αὐτοί τε καὶ ἡ ναὺς αὐτῶν καὶ πᾶσα ἡ ἀποσκευὴ ἥν εἶχον.
Υ.Γ.3/ Ὁ θρῦλος θέλει ὁ δρόμων ποὺ ἀπέπλευσε ἀπὸ τὴν Πόλιν γιὰ νὰ φέρει τὸ θλιβερὸ μαντᾶτο στὴν Κρήτη νὰ μὴν θέλησε νὰ φτάσει στὸ νησί. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τὸ κράτησαν οἱ Φράγκοι ὡς τὰ 1669 κι ὕστερα στὸ πάτημά τους πάνω ἔφτασε ὁ Τοῦρκος. Οἱ 170 Κρῆτες, οἱ τελευταῖοι μαχητὲς τῆς Πόλης, ἀνέβηκαν στὸ καράβι τους, ὕψωσαν μαῦρο πανὶ καὶ ἀπὸ τότε περιπλανῶνται στὸ Αἰγαῖο. Τοὺς βλέπουν βράδια οἱ ναυτικοὶ καὶ οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι καὶ οἱ καθαροὶ τὴν καρδίαν.
Καὶ λέγεται πὼς δὲν θὰ ἀφήσουν τὸ καράβι, παρά μόνον ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἡ Πόλις.
Γιατι θὰ΄ναι οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ πατήσουν τὸ πόδι τους ἐκεῖ.
Ἡ Κρήτη βέβαια ἔμαθε θλιβερὸ μαντᾶτο.
Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄντρες της μαυροφορούν.
Καὶ πάνω στὰ κεφάλια δένουν μαῦρο μαντήλι.
Καὶ ὅσοι οἱ κόμποι του,τόσα τὰ δάκρυα τῆς Πόλης...΄Αμποτε νὰ ἀσπροφορέσουν!
Στὸ μεταξύ, ἀναμένοντας - ἀνάμεσα σὲ ἄλλες μάχες καὶ αἵματος ποτάμια- χορεύουν.
Καὶ χτυποῦν τὴ γῆ.
Καὶ ἀντιλαλεῖ ὁ χτύπος...
Καὶ ἀντιλαλεῖ στὰ Ὄρη τὰ Λευκὰ καὶ φθάνει ὡς τὰ Σφακιὰ ἡ ὠδὴ στὸν Δασκαλογιάννη...
Και ξυπνᾶ ξημέρωμα ἡ ἄλλη Κρήτη, ἀγκαλιὰ μὲ τὴν ἄλλη Ἑλλάδα.