Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα
Ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ Ἄθω
Κάποτε, πάνε χρόνοι πολλοί, σ’ἕνα νησί, εκεί εἰς τοῦ Ἄθω τὴν σκιάν,
γεννήθηκε ἕνα ἀγόρι.
Τὸ ἀγόρι ἀγάπησε τὸ νησί. Μπορεί καὶ τὸ νησὶ ν' ἀγάπησε τὸ ἀγόρι.
Κι ὅταν αὐτὸ τὸ λευκῆς ψυχῆς παιδί, αὐτὸ ποὺ λαχταροῦσε νὰ "ἦταν πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη" καὶ νὰ μὴν ξεύρει ἀκόμα ἄ λ φ α, για νὰ εἶναι εὐτυχής", βρέθηκε στὶς στενὲς κάμαρες τῆς μεγάλης πόλης, τότε τὸ μικρὸ νησὶ θέριεψε κι ἔγινε ὁ κόσμος ὅλος.
Και στὰ ρόδινα ἀκρογιάλια του καὶ στὰ πέτρινα καλντερίμια του καὶ στα μακρινά του ξωκκλήσια, χώρεσε ὅλα τὰ πάθια καὶ ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς μικρὲς χλωμὲς χαρὲς τοῦ κόσμου.
Και χώρεσε καὶ τὰ φτερὰ τοῦ ἀγοριοῦ, εκείνα τὰ διπλωμένα, τα σχεδὸν ντροπαλά, που προσεκτικά, σχεδὸν εὐλαβικά, ἔκρυψε στὴν παλιὰ βαλίτσα, πρὶν μπεὶ στὸ καράβι, γιὰ τὴν μεγάλη πολιτεία.
Γιατί ἤξερε τὸ ἀγόρι, γνώριζε ἐξ ἀρχῆς. Το εἶπε ἐξαλλου, το ἔκανε τραγούδι, το ἔστειλε στὴ μάνα του, νά’ χει κι αὐτὴ νὰ παρηγοριέται:
Μάνα μου,
ἐγὼ εἶμαι τὸ ἄμοιρο
τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος
βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Γιατί κι ἡ μάνα ἤξερε, γνώριζε ἐξ ἀρχῆς: Πως τοῦτο ἐδῶ -ἀπ ὅλα τὰ σπλάχνα της- ἦταν ἕνα μοναχικὸ πετούμενο, μετέωρο ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων καὶ σ’ἐκεῖνον τὸν ἄλλον, τὸν ξεκάθαρο, τον διάφανο, τον κόσμο τοῦ Θεοῦ. Εκεί, που ὁ ἄνεμος δὲν λυσσομανάει, αλλά γίνεται αὔρα ἁπαλὴ τοῦ πελάγου καὶ ἡ βροχὴ μοιάζει μὲ εὐλογία σιωπηλή, καθώς πέφτει -τρυφερά σχεδόν- πάνω στὶς μικρὲς φτεροῦγες καὶ στολίζει παραμύθια καὶ ψαλμωδίες σιγανές, ἀνακατεμένες μὲ νανουρίσματα καὶ παιδικὰ φθογγίσματα καὶ ἐαρινοὺς ὕμνους γιὰ τὸν Πάνυ Ὡραῖον. Εκείνον, ποὺ ἔκανε μὲ τὸ αἷμα Του, πιὸ ἐλαφρὺ τὸν σταυρὸ ὅλων τῶν ἄμοιρων φτωχῶν πλασμάτων, που μέσα στοὺς ἀμέτρητους αἰῶνες προσπαθοῦν νὰ κάνουν δυὸ φτωχὰ χέρια, φτερά...
Ἔτσι, ἡ εὐχὴ τῆς μάνας, ἡ συμπόνια τοῦ Γλυκοῦ Ἔαρος καὶ τοῦ Ἄθω ἡ μεγάλη σκιά, συντρόφεψαν τὴν μοναχικὴ ψυχὴ τοῦ μικροῦ ντροπαλοῦ τρυγονιοῦ. Και γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ φοβισμένο στοὺς σκοτεινοὺς δρόμους τῆς μεγάλης πόλης, άρχισαν νὰ τοῦ λένε ἱστορίες. Φρόντισε βέβαια καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἀγόρι -ἄντρας πιά- νὰ ξαναφορὰ τὶς νύχτες τὸ παιδικὸ του λευκό ροῦχο. Ύστερα, ἄναβε ἕνα καντήλι μὲ ψαλμωδίες παρμένες ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπ’τὸν "Χριστὸ στὸ Κάστρο". Ἔτσι καθάριζε τὴν ψυχή του ἀπό τὴν ἀνθρωπίλα τὴν πολλὴ καὶ τὴν γκρίζα στάχτη τῆς μεγάλης πολιτείας. Διότι καὶ βεβαίως, δεν ἦταν ἀλαφροΐσκιωτος καὶ ἀληθινὰ γνώριζε γιὰ ποιές ψυχὲς φέγγει κάποτε τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ. Ήξερε,γνώριζε. Γιατί, στὸ μεταξύ, βουτοῦσε κι αὐτὸς κάθε μέρα στὴ σκοτεινιὰ τοῦ κόσμου τούτου. Όμως ...ἔτσι σὰν ἀπὸ θαῦμα… τὸ ροῦχο του τὸ ταπεινό, το πονεμένο, το σκεβρωμένο ἀπὸ παλιὰ ἀλμύρα καὶ νέα δάκρυα, τὸ ἀκούμπαγε κάθε βράδυ στὴ μοναδικὴ καρέκλα του κελιοῦ του καί -τί παράξενο- τὸ ξημέρωμα τὸ 'βρισκε κατάλευκο! Ετσι, σὰν ἀπὸ θαῦμα ...
Καὶ μὲ τὸ μελάνι του σὲ παλιὰ χαρτιά, ἄρχιζε τότε νὰ ζωγραφίζει. Και τί περίεργο! Ζωγράφιζε μὲ γράμματα! Γράμματα ποὺ σχηματίζαν λέξεις. Λέξεις ἑλληνικές. Λέξεις ποὺ φτιάχναν ξανά, σιωπηλά καὶ ἀθόρυβα, μιὰ καινούργια γλῶσσα. Παλιά, αρχαία, νησιώτικη καὶ στεργιανή, από τοῦ Μυστρᾶ τὴν καστροπολιτεία, στὶς ἐκκλησιὲς τῆς Πόλης κι ὕστερα στῆς Ἰωνίας τὰ ἀκρογιάλια μπροστὰ στὰ θαυμαστὰ μάτια τοῦ Ὁμήρου. Μια λαλιὰ ποὺ ἤξερε ἀπ' ἔξω νὰ ἀπαγγέλλει τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν τους, γνώριζε ἀπὸ τὸ σχολειὸ τὴν Ἰλιάδα καὶ τοῦ Ὀδυσσέα τὸν νόστο. Μα θυμόταν καὶ τὰ νανουρίσματα τῆς μάνας στὸ παραγώνι καὶ τὰ ὑμνητικὰ γιὰ τὸ Νιογέννητο Μικρό. Ἐκεῖνον τὸν Ἕναν, τον πρὸ αἰώνων, που κουρνιασμένος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μικρομάνας τῆς Καλῆς, απολάμβανε, τοὺς αἴνους τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν πίστη τῶν αἰπόλων. Και ἴσως ἀπολάμβανε αὐτὴν τὴν ἀρχαία καινούργια λαλιὰ καί ἔδινε στὸ μικρὸ πιστὸ τρυγόνι τὴν φώτιση νὰ ζωγραφίζει καὶ τὸ κουράγιο νὰ ἱστορεῖ τὶς ἱστορίες ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ, που πρασινόχρυσο φώλιαζε στὴ γωνιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους. Ενός ἀληθινὰ μικροῦ ἑλληνικοῦ νησιοῦ ποὺ εὐτύχησε νὰ γίνει ὁ κόσμος ὁλάκερος. Και ἀκόμα -τί ταπεινὴ περηφάνεια- ἀξιώθηκε τὸ νησὶ αὐτό, ἐκεῖ ὑπὸ τοῦ Ἄθω τὴν σκιάν, να ἀκούσει τὴν λαλιά του μέσα ἀπὸ τὴ γλῶσσα τοῦ Γένους του. Αυτήν, ποὺ ζυμωνόταν χρόνια καὶ αἰῶνες πολλοὺς γιὰ νὰ στάξει σὰν αἷμα στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ τρυγονιοῦ, του ἀγοριοῦ τῆς ἱστορίας μας, που στὸ μεταξὺ εἶχε μεγαλώσει καὶ μεγαλώσει καὶ μεγαλώσει... Μὰ κρατοῦσε πάντα ἐκείνη τὴν παιδικὴ ματιά, ποὺ κούρνιαζε ντροπαλὴ γιὰ τὶς χάρες της καὶ τὰ δωρήματα τὰ ἄνωθεν σταλθέντα, κάτω ἀπὸ τὰ χαμηλωμένα βλέφαρα.
Κι ἂν ὁ ἴδιος ἦταν σιωπηλὸς καὶ κρατιόταν μακριὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς συναναστροφὲς καὶ γαλήνευε ὑπὸ τοῦ Ἄθω τὴν στοργικὴ σκιά, οι λέξεις του εἶχαν θάρρος,κουράγιο ἀστείρευτο, καρδιὰ θεριοῦ. Προχώραγαν σὲ δρόμους κακοτράχαλους, σκαρφάλωναν σὲ κορφὲς ἀπάτητες, αψηφούσαν χαράδρες ποὺ γνωστικοὶ καὶ γραμματικοί -δουλεύοντας ἀκούσια ἢ καὶ ἑκούσια γιὰ τοὺς Ἐμπόρους τῶν Ἐθνῶν- ἀνοίγουν μὲ μαεστρία, για νὰ γκρεμίσουν καὶ νὰ θάψουν καὶ να ἀφήσουν λησμονημένο, κάθε τί τὸ ἀληθινό.
Λέξεις γενναῖες, που ἔφτιαξαν μιὰ γενναία γλῶσσα. Κάποιοι τὴν εἶπαν ἐπίπλαστη, ενώ εἶναι αὐθεντική. Καὶ τὴν εἶπαν καὶ ψεύτικη, ἐνῷ εἶναι ἀληθινή. Και τὴν εἶπαν καὶ ἀκατανόητη, ενώ εἶναι καθαρὴ σὰν του Πουλιοῦ τὴν Βρύση. Και τὴν εἶπαν καὶ δύσκολη. Αλλά τί νὰ ποὺν καὶ οἱ καημένοι οἱ δυσκολεμένοι, οι ἔχοντες τὰ μάτια τῆς ψυχῆς θεόκλειστα.. . Παρόλα ταῦτα, οι λέξεις τοῦτες οἱ σκληρομαθημένες κινδύνευσαν, ἀλλὰ ἐν τέλει διεσώθησαν. Ως ἐκ θαύματος κι αὐτές. Και μαζὶ διέσωσαν μιὰ γλῶσσα παλιὰ μὰ καθόλα φρέσκια κι ἑτοιμοπόλεμη. Μια γλῶσσα, ποὺ ἀφοῦ διέτρεξε αἰῶνες κι αἰῶνες λάμψης καὶ διωγμῶν, πότε λεύτερη καὶ ρέουσα, πότε κυνηγημένη ὡς μικρὸς καρδιοκτυπὼν λαγός, ἐν τέλει διεσώθη. Ἴσως γιατί σὰν τὴν Φραγκογιαννοῦ κι αὐτὴ στὸ τέλος προσβλέπει
μόνον στὸ Θεῖον Ἔλεος. Και ἂν ἀκόμη ἡ ἴδια ἡ Φόνισσα κυνηγημένη ἀπὸ ὅλους
προσπαθῶντας νὰ διαβεῖ εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, βούλιαξε στὴν παλίρροια σὰν μεγάλο μαῦρο πουλί, πρὶν προλάβει νὰ φωλιάσει στὶς φτεροῦγες τοῦ Φιλάνθρωπου, εκεί
εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξύ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, ἡ ὡραία γλῶσσα ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸ παιδὶ τοῦ νησιοῦ, (ποὺ στὸ μεταξὺ ὁλοένα μεγάλωνε, πέρασε τὸ μεσασμὸ κι ἔγειρε πρὸς τὸ δείλι) ἡ ὡραία γλῶσσα -σὰν ἀπὸ θαῦμα- διεσώθη. Και σὰν ἀπὸ θαῦμα πάλι -πὼς ἀλλιῶς- διέσωσε καὶ μιὰν ὁλάκερη χώρα. Γιατί τὸ παιδὶ μὲ τὰ χαμηλωμένα μάτια, κρατῶντας κοντυλοφόρο παλιὸ χώρεσε τὰ ὄνειρα του σὲ ἕνα νησί.
Κι ἔτσι βρῆκαν τόπο νὰ σταθοῦν ὄνειρα καὶ τρόποι αἰώνων.
Καὶ βρῆκαν πιὰ τὰ ὄνειρα μιὰ χώρα.
Τὴν χώρα του κυρ-Ἀλέξανδρου.
Στὴ χώρα τοῦ κυρ Ἀλέξανδρου δὲ νυχτώνει ποτέ γιατί καὶ ἡ νύχτα εἶναι φῶς. Φῶς ἱλαρόν καὶ τὰ ὡραῖα νί νὰ τραβοῦν τὰ ἁμαξάκια τῶν οὐσιαστικῶν. Καὶ τὰ σπουδαῖα ρῷ νὰ φέρουν κορωνίδα. Μικροὶ βασιλιᾶδες αὐτά χωρὶς αὐλικούς χωρὶς ὑποτακτικούς μόνον φίλους φωτεινούς μόνον φίλους. Τί ὡραία χώρα!
Ἀκόμη καὶ ἡ πίκρα ἡ ξενιτιά ὁ θάνατος ναὶ αὐτός! μοιάζει νὰ μὴν εἶναι ὁριστικός. Γιατί στὴ χώρα αὐτή ὅλα ρέουν Τὸ ρῷ μὲ τὴν κορώνα του τὰ τραβάει ὅλα σὲ μιὰν ἀδιάκοπη ροή. Κι ἔτσι ἡ ξενιτιά γίνεται στέφανο γάμου καὶ ἡ πίκρα ἀπαντοχή. Κι ὁ μεγάλος ἀπών ὁ θάνατος ὁ μέγας Φόβος μοιάζει κι αὐτὸς νὰ ἀναμετριέται μὲ τὸ Φῶς καὶ νὰ μπερδεύεται στὰ θήτα τῆς θάλασσας τῆς θάλασσας μὲ τὰ κοχύλια καὶ μὲ τὰ μοιρολόγια ποὺ μικρὲς φώκιες μουρμουρίζουν στὰ βράχια της καὶ πλέκουν καημούς καὶ ἐξηγοῦν ὄνειρα καὶ γίνονται μάντισσες καὶ ἄστρα παλιά. Τί ὡραία χώρα! Ὁ θάνατος παντοῦ μὰ δὲν χωρᾶ πουθενά. Γιατί εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τοῦ Μεγάλου, τοῦ Παντοδύναμου, τοῦ Ἀληθινοῦ. Εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ἡ χείρ Του ἡ Δεξιά, ἡ Δίκαιος ποὺ ξεδιαλύνει τὸ Σκοτάδι καὶ λέει ἐδῶ! Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδός καὶ ἡ Ἀλήθεια Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ περιπατήσει ἐν τῇ Σκοτίᾳ ἀλλ ‘ἕξει το Φῶς τῆς Ζωῆς. Ἀκοῦς κυρ Ἀλέξανδρε; Μὰ τί ὡραία χώρα ἔφτιαξες!