Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


 Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα 


Ἡ παρηγοριὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ νησιά. 

Καὶ ἀπὸ τοὺς Κούρους τῆς αἰωνιότητας. 


Εἶναι σίγουρο πὼς ἡ Νάξος, συνεχίζει νὰ καλεῖται Νάξος καὶ τὸ μεγάλο της βουνό, ὁ Ζς-Ζεὺς ἔχει μονοπάτια μυστικὰ κι ἐκεῖ ψηλὰ ἀντικρὺ τοῦ Ἀρχιπελάγους πέτρινο δρομὶ φθάνει στὸν ἕναν: Εκείνον τὸν μαρμάρινο κοιμώμενο Κοῦρο. 


Ἀρχαῖα λατομεῖα, μαρμάρινοι γιγάντιοι καλλίκομοι νέοι, λίγο πρὶν σηκωθοῦν προτείνοντας σὲ ἀέναο βηματισμὸ τὸ ἀριστερὸ πόδι. Άνδρες στὴν πρώτη νιότη, ἕτοιμοι νὰ ξυπνήσουν. 

Ὁ Κοῦρος τῆς Νάξου. Φύλακας ἑνὸς ἀρχαίου μυστικοῦ. Από αἰῶνες διορισμένος. Ξέρει πότε θὰ ἐγερθεῖ. Προς Ἀνατολάς. Αργά, μεθοδικά κινεῖ τὰ μέλη ἑνὸς μεγάλου σώματος. Είναι ἡ διαδρομὴ τῆς συνέχειας στὶς μαρμάρινες φλέβες. Αὐτὴ ποὺ θερμαίνει καὶ ὁδηγεῖ τὴ φωνὴ τοῦ αἵματος. Προς Ἀνατολάς.

Εἶναι καὶ ὁ ἦχος. Από τὴν καρδιὰ τῆς παλιᾶς βελανιδιᾶς, αὐτῆς ποὺ αἰῶνες νανούριζε τὰ ὄνειρά του κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο της. Τώρα, τὴν ὁρισμένη ὥρα, ἀποφασίζει νὰ θροϊσει καὶ νὰ ρίξει φύλλα καὶ μικροὺς παιδικοὺς καρπούς, τριγύρω στὸ ἀγαπημένο σῶμα τοῦ ἐν ἐνυπνίῳ νέου. Τρέχουν τά φύλλα καὶ οἱ μικροὶ πρόθυμοι καρποί, γοργὰ συγυρίζουν καὶ στολίζουν μὲ ὡραῖο διάδημα τοὺς βοστρύχους. Συγχρόνως ἕνας ἀραιὸς αἰθέρας, εἰδοποιημένος κι αὐτός, διατρέχει τὸ Ἀρχιπέλαγος. Τρεμουλιαστά, πάνω σὲ προβατόσχημα κύματα, νότες ἐντεταλμένες γιὰ τὴν συγκεκριμένη στιγμή, φτιάχνουν διαδρόμους φωτός. 

Ἔρχεται. Η ὥρα. Η καθορισμένη. Από πρῶτα. Από παλιά. Από τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν. Και ἡ Φωνή: Ἐγέρθητι! 

Καὶ ἀκολουθεῖ. Η μεγαλειώδης στιγμὴ ποὺ ἡ μοναξιὰ αἰώνων σιωπῆς, γίνεται μουσικὴ καὶ ὁ ἦχος -μὰ καὶ ὁ ἀχός- φέρνει τὸ πρωτοξύπνημα. Ἐγέρθητι! Προς Ἀνατολάς. Πάντα. 

Πρότασις ἀριστεροῦ ποδός. Και ταυτοχρόνως στὸ λαμπρὸ πρόσωπο, κάτω ἀπὸ τοὺς ἀμυγδαλόσχημους ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν εὐθεῖα γραμμὴ ρινός, εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει. Το πρῶτο χαμόγελο τοῦ ἀνθρώπου. Στο Αἰγαῖο. Αιώνες πρίν. Σήμερα. 


Καὶ τώρα; 

Μὰ ποὺ κοιτᾶ ὁ Κοῦρος, ο παλαιός, ὁ μαρμάρινος, ὁ ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους; 

Καὶ πῶς, ἀκόμα δὲν πρόλαβε νὰ ξυπνήσει, χαμογελάει κιόλας; 

Καὶ ποὺ τὸ βρῆκε τοῦτο τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα, τελείως ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴ σκόνη των αἰώνων ποὺ διάβηκαν τόσο γοργὰ ποὺ ἴσα-ἴσα πρόλαβε ὁ νέος νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ λίγο, ξαπλωμένος ἐκεῖ στὸ μυστικὸ περιβόλι, στὸ ὅρος Ζάς, της νήσου ,τῆς εἰσέτι καλουμένης, Νάξου; Και ἐν τέλει, τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ αὐτὸ τὸ μειδίαμα, που ἐνῷ ἀχνοφαίνεται σχεδιασμένο πάνω στὴ νιότη ποὺ σὰν πολύτιμη πάχνη ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν διαφάνεια τοῦ μαρμάρου, ωστόσο κι ἂν ἀχνοφαίνεται, δὲν ἔχει ἴχνος φόβου; 

Εἶναι δυνατὸν, σὲ τούτη τὴν ἐποχὴ ποὺ λάτρεψε τὸν φόβο, που τὸν ἔστησε σὲ βάθρο καὶ τὸν ἀνακήρυξε θεό: "Ιδού, ὁ Μέγας Φόβος!"

Εἶναι δυνατὸν, αὐτὸς ὁ φρεσκοξυπνημένος νέος, ὁ πρώην κοιμώμενος, της Νάξου τὸ γέννημα, νὰ μειδιᾶ χωρὶς καθόλου φόβο; Καὶ ὁ Φόβος; Ποῦ; Τι νὰ λέει καὶ πῶς νὰ θρηνεῖ; 

-"Μὰ δὲ φοβᾶται πιὰ τίποτα αὐτὸ τὸ Ἀρχιπέλαγος;"

Χρόνια ἀμέτρητα μᾶς καθηλώνει μὲ τὴν ὀμορφιά του, μᾶς μαραζώνει μὲ τὰ τραγούδια του, μᾶς τυφλώνει μὲ τὸ φῶς του! Δεν φτάνει αὐτό; Δὲν φτάνουν τὰ ὁλόλευκα νησιά, τὰ μυστικὰ λιμάνια, οἱ μισοκρυμμένες στὰ βράχια Παναγιές, οἱ Καλές, οἱ Μεγαλομάτες, οἱ Γρηγοροῦσες, οἱ Γλυκοφιλοῦσες, οἱ Θαλασσινές, τόσες πολλὲς νὰ προστατεύουν το Ἀρχιπέλαγος, νὰ κρύβουν τὰ νησιὰ στὴν ἀγκαλιά τους, να τὰ σκέπουν, να τὰ κανακεύουν, να τὰ γλυκοφιλον; Κι ὕστερα ἔρχονται κι ἄλλοι, κι αὐτοὶ ἔχουν μέρη μυστικὰ καὶ ἕνα σωρὸ ξωκκλήσια! Είναι -λέει- οἱ Ἀρχάγγελοι, αὐτοί μὲ τὶς Μεγάλες Φτεροῦγες, ποὺ ὧρες- ὧρες χτυποῦν μὲ μανία καὶ διώχνουν μακριά την Ἐπιβουλὴ καὶ τὸ Ἀρχαῖο Μῖσος. 

"Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν φοβοῦνται πιὰ οὔτε τὰ ἀγάλματα καὶ νὰ φοβᾶται ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φόβος;"


Ὡστόσο, ὁ Νέος ἔχει ἤδη ἐγερθεῖ. 

Τὸ ὡραῖο μέτωπο. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ ἀρχαῖο μειδίαμα. Προς Ἀνατολάς. 

Τὸ πρῶτο βῆμα. Μετά ἀπὸ αἰῶνες. 

Πρὸς Ἀνατολάς. 

Χωρὶς φόβο.

...εκεί ἀκριβῶς ἕνα μειδίαμα ἀνατέλλει.
.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Σοφία Βέμπο

 Σοφία Βέμπο 


Αὐτή, ἡ ἄλλη Ἑλλάδα. 

Ἀπὸ τὸ "Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος παιδιὰ ποὺ σκληρὰ πολεμᾶτε πάνω στὰ βουνά..." 

στὸ "Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου, νὰ μὴν μᾶς ἀρρωστήσεις..." 

μιὰ ἀνάσα, δρόμος. 


Καὶ τί δρόμος! 

Καὶ τί ἀνάσα! Αὐτὴ τῆς κυρίας Βέμπο. 

Μὲ τὰ ὡραῖα ἄλφα 

ρωμαλέα 

εὐανάγνωστα 

ἀνοιχτόκαρδα. 

Ὅπως τὸ χαμόγελό της. Γενναιόδωρο. 

Ὅπως ἡ φωνή της. Ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά. 

Νὰ ἀγκαλιάζει ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν Πίνδο ὡς τὸ Καστελόριζο. Καὶ τί καλά! Κανεὶς νὰ μὴν τὴν κατηγορεῖ για αυτό. Γιατί τότε ἦταν ἀκόμη ὁ καιρός, ποὺ οἱ λέξεις δὲν εἶχαν γυρίσει ἀνάποδα. Οὔτε καὶ ὁ λόγος. Οὔτε καὶ ὁ Λόγος. Ἴσως γι αυτό. Ὁ Κόσμος φαινόταν νὰ ἔχει γυρίσει ἀνάποδα. Ἀλλὰ ὁ κόσμος κρατοῦσε ἀκόμη. Ἴσως γιατί δὲν ὑπῆρχαν φωτεινὲς ὀθόνες, νὰ σκοτεινιάζουν τὸ τοπίο τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. 

Ἔτσι, μὲς τὸν ὀρυμαγδὸ καὶ τὴν ἀντάρα, οἱ φωνὲς μέναν ὡραῖες. Καὶ λέγαν ἀλήθειες. Κυρίως. Ἔτσι καὶ ἡ  Βέμπο. Μὲ τὴν ἁρματωσιὰ μίας ψυχῆς καὶ μίας φωνῆς ποὺ εἶχε ψυχή, ἔγινε ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους. Καὶ μὲ τὰ ὡραῖα ἀρχαῖα της μάτια, εἶδε ἀλήθειες. Καὶ τὶς τραγούδησε. Χωρὶς ἀνοχές. Χωρὶς ἐνοχές. 

"Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου..." 

Ἂν τὸ τραγουδοῦσε στὶς μέρες μας τί θὰ εἰσέπραττε; Μὴ γένοιτο! 

Παρόλα αὐτά, τὸ τραγούδι ἔχει πίκρα, ἔχει παράπονο, ἔχει καημό, ἔχει νέους σὲ ἀναπηρικὰ καροτσάκια, ἔχει ψυχὲς ποὺ ἔμειναν στὴν Πίνδο, ἔχει ἥρωες, ἔχει προδότες, ἔχει Προδότες. 

Ἀλήθεια! Τί ἐπίκαιρο! Μὰ γιατί δὲν τὸ ἀκοῦμε πουθενὰ πιά, τίποτα, καθόλου στοὺς πολυλογᾶδες σταθμούς; Ἴσως κάποιο ἀφιέρωμα στὴν "τραγουδίστρια τῆς Νίκης" καὶ τέλος. Γρήγορα- γρήγορα. Σχεδὸν ἐνοχικά, τί σπουδαία φωνὴ καὶ ναί, τραγούδησε "γιὰ τὴν Νίκη". Θὰ σκεφτεῖ κανείς,πὼς τραγούδησε καὶ γιὰ τὴν ἧττα; 

Γιὰ τὴν ἧττα τοῦ καλοῦ, τῶν γενναίων, τῶν γελαστῶν, μὲ τὴν μάνα ποὺ τοὺς σταύρωνε γιὰ νὰ μὴν τοὺς ξαναδεῖ, γιὰ τὴν λάμψη στὰ μαῦρα μάτια, γιὰ τὴ λεβεντιά, γιὰ τὰ κομμένα πόδια, γιὰ τὸ αἷμα στὸ χιόνι, στὸ χιόνι, στὸ χιόνι... Ποὺ ὅσο κι ἂν ἔπεφτε ἁπαλὸ καὶ κατάλευκο, δὲν μποροῦσε νὰ σκεπάσει τὴν ἀπληστία τῆς προδοσίας. Τῆς προδοσίας, ποὺ εἶχε ἤδη ξεκινήσει τὸν τρελὸ χορό του Βάκχου, μεθυσμένη, ξετρελαμένη ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τῆς νιότης. Ἀπὸ τὸ αἷμα μίας νιότης λυγερῆς, ἀψήφιστης καὶ γιαυτὸ γενναίας. Ἡ τρελὴ πεθυμιὰ τῆς προδοσίας γιὰ αἷμα, ποὺ’ χε  ἀρχίσει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Πίνδου. 


Τά ‘ξερε ὅλα αὐτὰ ἡ φωνὴ τῆς Πίνδου; Τά ‘ξερε σὰν τραγουδοῦσε "Παιδιά, τῆς Ἑλλάδος παιδιά"; Ἢ μήπως, ἂν τὰ γνώριζε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα μακρόσυρτα ἄλφα, ποὺ παρηγοροῦσαν καὶ σκέπαζαν καὶ κανάκευαν ἕναν ὁλόκληρο λαό; 


Τί ἐπέτειος καὶ αὐτή! Κρυμμένη, σιωπηλή, ταπεινή. Ἔτσι σχεδίασαν. Ἔτσι λογαριάζουν! Καὶ νὰ οἱ πολύτομες φυλλάδες τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ σημερινοῦ Τύπου, νὰ ρωτοῦν ξαφνιασμένες - ἂς ποῦμε - ἄχ! Γιατί, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἔναρξη τοῦ Μεγάλου Πολέμου, ποὺ εἶχε καὶ ἀριθμό, 2ος, τί εὐφυὴς τρόπος νὰ ξεκάνεις τὴν ἀνθρωπότητα, 1ος - 2ος (ἄρα καὶ 3ος κ.λ.π) 

Ὁλοφυρόμενα ἀξιοπρεπῆ ἔντυπα, καθοδηγοῦν τὴ ροὴ τοῦ πάλαι ποτὲ κοινοῦ νοὸς στὸ ἥσυχο ρυάκι τῆς συναίνεσης καὶ τοῦ χωνέματος τῶν πάντων. Ἐντυπωσιακὲς γραφίδες, πλήρεις τίτλων, ὑποτίτλων, συμμετοχῶν σὲ συνέδρια καὶ σχετικῶν ἀνακοινώσεων κρυφῶν ἢ ἠμίκρυφων σὲ λέσχες καὶ περιζήτητα κλὰμπ (γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦμε πότε - πότε καὶ τὴν σχεδὸν κοινή μας διάλεκτο). Γραφίδες πλήρεις ἀποριῶν - Καλέ, γιατί ὅλοι οἱ λαοὶ γιορτάζουν τὴν ἀπελευθέρωση τους; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, τὸν ἑλληνικὸ (ἂς ποῦμε) μὲ τὸ ἀγύριστο κεφάλι, μὲ τὶς τραγουδίστριες τῆς Νίκης, ποὺ ἀναγνωρίστηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τίτλο, ὅταν ξεκινοῦσε ὁ 2ος μας Πόλεμος, ὁ μεγάλος, ὁ σπουδαῖος. Τί νίκη ἦταν αὐτὴ νὰ γιορτάζεται στὴν ἀρχὴ καὶ ὄχι στὸ τέλος; 

Τὰ ἀξιοπρεπῆ ἔντυπα, τὰ ἄμεσα συνδεόμενα μὲ λαμπερὲς ὀθόνες, ἔχουν ἀπορίες. Τὶς ἐκφράζουν εὐκρινῶς: 

Γιατί πρέπει ἕνας λαὸς νὰ ἐπιμένει ὅτι ἡ Νίκη του ἦταν στὴν ἔναρξη τοῦ Μεγάλου Δεύτερου καὶ ὄχι στὸ τέλος του; 

Γιατί γιορτάζεται μὲ ἐπιμονὴ ἡ ἀρχὴ καὶ ὄχι ἡ Ἀπελευθέρωσις; 


Ἐδῶ, ἂς διδαχθοῦν τὰ ἔντυπα, οἱ ὀθόνες καὶ οἱ ὁλοφυρόμενες γραφίδες ὀλίγην ἀπὸ ἱστορία, ἱστορικὴ συνέχεια κι ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα τῆς μόδας καὶ τοῦ συρμοῦ, ἀλλὰ δὲν παῦσαν νὰ ὑπάρχουν, ἐκεῖ κρυμμένα καλά, τσαλαπατημένα, φιμωμένα, ποινικοποιημένα, ἀλλὰ παρόλα ταῦτα ἀκόμα ζωντανά: 

Quiz: Ποῖοι λούζονταν, καλοχτενίζονταν καὶ τραγουδοῦσαν κιόλας ἀπὸ πάνω πρὶν ριχτούν στὴν μάχη καὶ στὸν ἀχό; 


Καὶ ἐπίσης ὀλίγη τροφὴ γιὰ σκέψη σὲ ἐγκεφάλους ἰθυνόντων: 

Μήπως ὁ λαός - ποὺ ἀκόμη διατηροῦσε ἐλλείψει ὀθονῶν καὶ ἄλλων τεχνολογικῶν παραδείσων - διατηροῦσε ἐν τέλει καὶ κατόπιν τοῦ αἵματος, τῆς πενίας, τῆς πείνας, τῆς προδοσίας ἢ ἴσως ἐξ αἰτίας αὐτῶν, διατηροῦσε τὸν λεγόμενο "κοινὸ νοῦ", μήπως εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς κατανόησε ὅτι ἡ Νίκη ἦταν τότε καὶ ἡ Ἀπελευθέρωση ἦταν τότε καὶ ἡ ἄλλη ἀπελευθέρωση δὲν ἦλθε ποτέ; 

Καὶ εἶπαν: Ἂς προλάβουμε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε τὴν ἄλλη Ἑλλάδα, πρὶν μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ζήσουμε - ὅσο ζήσουμε- σὲ μιὰν ἄλλη Ἑλλάδα που δεν θα έχει καμμία συγγένεια με την Έλλάδα; 

Καὶ στὸ μεταξύ, ἡ συντριπτικὴ ἀλήθεια μιᾶς μεγάλης φωνῆς, ἀπὸ τὰ βάθη μιᾶς μεγάλης ψυχῆς, νὰ τραγουδᾶ ὡς ἐπιστέγασμα: 

"Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου νὰ μὴν μᾶς ἀρρωστήσεις..."

καὶ να συνεχίζει με την αμείλικτη βεβαιότητα:

“γιατί τὸ θέλει  κι ὁ Θεὸς νὰ ζήσεις καὶ θὰ ζήσεις!" 



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ἡ ἄλλη Ἑλλάδα

 Ἡ ἄλλη Ἑλλάδα 


Θεέ μου! Πόσα λένε τὰ ἀγάλματα δίχως νὰ μιλοῦν. Κι ὕστερα παντοῦ μιὰ μουσική. Καὶ φῶς! Λόγος καὶ Μουσικὴ καὶ Φῶς. Αὐτά. Αἰῶνες πρίν... Αἰῶνες μετά... Γιὰ πάντα. Μὲς τὴν αἰωνιότητα μικρὲς φιγοῦρες στραμμένες στὸν οὐρανό. Στὴν παντοκρατορία τοῦ Γαλάζιου. Στὸ φῶς. Στὸν Θεὸ τὸν Ἴδιο. Ποὺ ἐμεῖς πιὰ κινδυνεύουμε νὰ ἀπολέσουμε. Καὶ ἐκεῖνα τὰ μικρὰ ἀγάλματα, τὰ εἰδώλια, τὰ πρῶτα - πρῶτα, εἶχαν ἤδη βρεῖ. Γιατί τάχα νὰ κρατοῦσαν ψηλὰ τὰ κεφάλια, εἴ μὴ μόνον γιὰ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν Ἕνα; Ποὺ διαπερνοῦσε τὴ διαφάνεια τοῦ μαρμάρου, διασποῦσε τὴν ὕλη καὶ σκορποῦσε Μουσικὴ μέσα στὶς μικρὲς λευκὲς ψυχές... Στὸ Αἰγαῖο... Κάποτε... Γιὰ πάντα. Ἡ πρώτη - πρώτη Μουσική. Ὁ Λόγος. Τὸ Φῶς. Κάποτε... Γιὰ πάντα

Γιατί, στὸ μεταξὺ καὶ αἰῶνες μετά, κάποιοι λὲν πὼς ἡ Ἑλλάδα ἐσιώπησε. Ἐσίγησεν τὸ λλον ὕδωρ. Τελευταῖα, καὶ ἀπὸ πάντα βεβαίως, διαχέεται ἡ φήμη ὅτι ἐσιώπησε καὶ ὁ Λόγος. Ἤ - πιὸ βολικὸ αὐτό - πὼς δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Παράλληλα, αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερο φῶς, αὐτὸ τὸ "ὅτι καλὸν" μπῆκε στὸ στόχαστρο, ὡς μέγας ἐχθρός. Λίγο πιὸ πρὶν ἢ καὶ ταυτόχρονα, πάντως σὲ χρόνους κοντινούς, ἡ Μουσικὴ ἔγινε θόρυβος. Συγχρόνως ποινικοποιήθηκε καὶ ἡ ἀνάσα. Αὐτά, κάτω ἀπὸ γκρίζους οὐρανούς. Δηλαδή, ὅτι ἦταν διαχωρισμένο ἀπὸ πάντα, σὲ χρόνο Ἄχρονο... "...καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ Φῶς ὅτι καλὸν καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους", ἀλλοίμονον, πολεμιέται νὰ γίνει κάτι ἐνδιάμεσο, ἀσαφές, ἀπροσδιόριστο καὶ ἐν τέλει, ἀνάποδο: 

Τὸ Φῶς, σκοτάδι.Ἡ Μουσικὴ, θόρυβος.Τὸ Γαλάζιο, γκρίζο. Ἡ Ἑλλάδα, χῶρος.Ἡ ἀνάσα,καταδίκη. Ὁ Ἄνθρωπος, τέρας. Ὁ Θεὸς, δαίμων.


Ὡραῖα! 

Ξεχνοῦν ὅμως, 

πὼς πίσω, πέρα καὶ πάνω ἀπ'όλα αὐτὰ ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος. Ποὺ ἐπιμένει. Νὰ ἀνασαίνει. 

Καὶ ἡ ποίησις εἶναι ἀνάσα. Ἀναγκαιότης. 

Καὶ ἡ Μουσικὴ εἶναι ὁ Λόγος. 

Καὶ "ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν." 

Καὶ ἐκεῖνος στέργει πάντα "ὅ,τι καλόν". 

Καὶ ἔχει ἤδη διαχωρίσει το Φῶς ἀπὸ τὸ Σκότος. 


Ἔτσι. 

Καὶ ἂς μὴ λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι πιθανόν, μιᾶς καὶ τὸ ἐδημιούργησε, στέργει ἰδιαιτέρως καὶ τὸ Ἀρχιπέλαγος. Τὸ φωτεινό. Τὸ γαλάζιο. Μπορεῖ καὶ νὰ ἀναπαύεται - ποιός ξέρει; στοῦ Αἰγαίου το φῶς. 

Τὸ Φῶς, ἀγαπᾶ τὸ φῶς... "Ὅτι καλόν". Καί τη Μουσική. Καὶ τοὺς μικροὺς Μουσικούς. Αὐτούς, ποὺ πρῶτοι - πρῶτοι, πῆραν τὴν ἅρπα τους, σήκωσαν τὸ κεφάλι τους στὸν οὐρανό, καὶ ἔντυσαν τὸ λόγο μὲ μουσική, καὶ γεννήθηκε ποίησις καὶ ἔλαμψε τὸ φῶς στὸ λευκὸ τοῦ μαρμάρου, καὶ δυνήθηκε τὸ ἀνήμπορο χέρι τοῦ ἀνθρώπου νὰ κρατήσει τὴ στιγμὴ μὲς τὴν Αἰωνιότητα. Καὶ νὰ στείλει ὡς μήνυμα συμπαντικό, τὸν ἀγγελιαφόρο του. Μικρό, ὑπόλευκο, παλαιὸ μὲ δύο κομμένα χέρια, μὲ μοναδική του ἁρματωσιὰ μιὰν ἅρπα χωρὶς χορδές. 

Γιὰ νὰ ξαναθυμήσει πὼς τὸ φῶς εἶναι Φῶς καὶ πὼς τοῦ Αἰγαίου τὸ γαλάζιο, γαλάζιο θὰ μείνει γιὰ πάντα ὅταν... ὅταν πάρει βαθιὰ ἀνάσα αὐτὴ ἡ ἄλλη Ἑλλάδα ποὺ ὑπάρχει .

Καὶ ὑπομένει, 

καὶ ἐπιμένει, 

νὰ ἀνασαίνει καὶ νὰ ὀνοματίζει το φῶς, Φῶς, 

Καὶ τὸν λόγο, Λόγο. 

Αὐτή, ἡ ἄλλη Ἑλλάδα! 



Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα

  Κοῦρος - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα  Ἡ παρηγοριὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ νησιά.  Καὶ ἀπὸ τοὺς Κούρους τῆς αἰωνιότητας.  Εἶναι σίγουρο πὼς ἡ Νάξος, συνεχίζει νὰ ...