Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Ἰωάννης Καποδίστριας - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


Γράμματα στὸν Ἰωάννη. 



Τέτοιες μέρες τοῦ χειμῶνα 

ὁ Ἰωάννης ἀνέμενε. 

Τὴν κάθοδό του 

στὴν Ἑλλάδα. 

Τὴν ἄνοδο του 

εἰς τὸν Γολγοθᾶ. 


Ἐκεῖ. 

Στὴν ὑψηλότερη ἄκρια 

τοῦ λιμένος. 

Ἀνέμενε. 

Μαυροφορεμένος. 

Γιατι ἤξερε. 

Πὼς γιὰ δυὸ αἰῶνες 

μονάχος 

θὰ πενθεῖ. 



Στὶς 26 Δεκεμβρίου, οι φίλοι, αρωγοί καὶ αἰώνιοι, ἐξ Ἑσπερίας, Σύμμαχοι, 

ἔστειλαν στὸ λιμάνι της Ἀνκόνα, κορβέτα ἐπανδρωμένη, υπό τὴν σημαίαν τῆς θαλασσοκράτειρος καὶ μὲ τήν -λόγου εἰπεῖν- συμβολικὴν ὀνομασίαν "Wolf" (ελληνιστί:"Λύκος"), ίνα ὁδηγήσει τὸν πρῶτον ὁρισμένον Κυβερνήτη στὴ νέα χώρα. 

Ὁ ἐπιβιβασθεῖς, φύσις εὐγενὴς καὶ λόγῳ καταγωγῆς καὶ λόγῳ ἰδιοσυγκρασίας, παρ’όλο τὸ μαυροφορεμένο τῆς ἐμφανίσεως τοῦ καὶ παρ’όλη τὴ μακρά του θητεία σὲ αὐλὲς καὶ διπλωματικὲς συναντήσεις καὶ συνέδρια περιωπῆς, ἤλπιζε. Εἰς τί; Ὅτι, πριν τὴν κάθοδον, θα πρόφταινε νὰ ἰδεῖ "καπνὸν ἄνω θρώσκοντα". Ἡ λαχτάρα τῆς γενεθλίου νήσου, της "βασίλισσας τοῦ Ἰονίου". 

Τὸ "νόστιμον ἦμαρ". 

Καὶ ἐνόμιζε πὼς ἀπευθυνόταν σὲ ἀνθρώπους. Μορφωμένους. Ποὺ εἶχαν ἐπίσης μελετήσει Ὅμηρο καὶ Iλιάδα καὶ Ὀδύσσεια καὶ μάλιστα κάποιοι ἀπήγγειλαν ἀπὸ στήθους στίχους, πρὶν τὰ μεγάλα συνέδρια στὶς μεγάλες αὐλὲς στὶς μεγάλες πρωτεύουσες… Καλῆ τῆ πίστει, ενόμισε. Πρὸς στιγμήν. Διότι, και ἐνῷ οἱ ἀκτὲς τοῦ νησιοῦ του, της πρώτης καὶ ἴσως μόνης πατρίδας του, ἀχνοφαίνονταν ἤδη στὸν ὁρίζοντα, ἡ κορβέτα ἄλλαξε γνώμη. Ἕνας "Λύκος" μόνος του δὲν ἦταν ἀρκετὸς νὰ ὁδηγήσει τὸν Κυβερνήτη στὴν ἀκυβέρνητη νέα χώρα. 

Τόσο μικρή, τόσο ἀσήμαντη… Δεν τῆς ἔφθαναν οἱ προστάτιδες Δυνάμεις ! Ἤθελε καὶ Κυβερνήτη! Δικό της. Καταδικό της. Εὐγενῆ. Μὲ τίτλο κληρονομικό. Libro d’oro. Mάλιστα! Καὶ ἐπίσης, διπλωμάτη ὁλκῆς καὶ Ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν -ἔστω πρώην- ἄλλης μεγάλης Δυνάμεως καὶ ὁμοδόξου αὐτοῦ καὶ τῆς νέας -ἂς ποῦμε- χώρας. Μύλος! Καὶ γιὰ φαντάσου, οι ὑπήκοοι τῆς ὡραίας τῶν Ἑπτανήσων, υπήκοοι δικοί μας, να τὸν ὑποδεχτοῦν ὡς οἰονεὶ μελλοντικό τους ἐλευθερωτὴ καὶ Κυβερνήτη; Ἄ! όχι,όχι. Κι ἂς μὴν ξεγελιώμαστε ὅτι ὁ πόθος νὰ ἰδεῖ τὸ νησί του, τους δικούς του καὶ κάποιαν Μονὴ Πλατυτέρας -τάμα, το λὲν οἱ Ὀρθόδοξοι, έλεος πλέον μὲ αὐτοὺς τοὺς ἰθαγενεῖς ὑπηκόους καὶ τὰ ἔθιμά τους- ἂς μὴν ξεγελιώμαστε λοιπὸν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος. Ἐντολὴ ἐδόθη : Ὁ "Λύκος" εξετέλεσε τὸ μέχρι στιγμῆς καθῆκον του. 


Ἔτσι, ἀρόδο καὶ ἀνοιχτὰ τοῦ Ἰονίου,ο μαυροφορεμένος 

Κυβερνήτης, μετεπιβιβάστηκε σὲ πλοῖον μὲ ὄνομα ποὺ σήμαινε πολλὰ γιὰ τοὺς γνωρίζοντες τὴν ἀγγλικήν: "Warspite". Ἑλληνιστί: "Η οξύνοια τοῦ πολέμου." Καὶ σὲ ἐλεύθερη μετάφραση : "Η παράνοια τοῦ Κακοῦ." 

"Ὁ "Λύκος", έχοντας ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή του χάθηκε στὸν γαλάζιο ὁρίζοντα. Χάθηκε ὁ Λύκος, ἔμειναν οἱ Ὕαινες, να συντροφεύουν στὰ κρυφὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν μαύρη ρεντιγκότα καὶ τὰ λευκὰ μαλλιά... 



Παρ’ολο τὸ κρύο, ἐννοεῖς νὰ ἀνεβαίνεις συχνὰ στὸ κατάστρωμα. Ἡ θάλασσα σὲ παρηγορεῖ. 

Πλος πρός δυσμάς.Μάλτα. Μία ἄλλη νῆσος, πειρατική κάποτε, νήσος ὡστόσο καὶ πλέον ἀποικία, δίκην Στέμματος. Ἐσὺ ἐξακολουθεῖς νὰ ἀναπνέεις πρὸς τὴ μεριὰ ποὺ εἶναι ἡ παιδική σου ἡλικία. Καὶ λίγο μετὰ καὶ λίγο μετά... Δεκαέξι. Ἐτῶν δέκα ἔξ. 

Στὸ βλέμμα σου -αὐτὸ τὸ μοναδικό, το εὐρύφθαλμο, τό γιὰ τοὺς πολιτικοὺς ἀνεξιχνίαστο καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς σου πεντακάθαρο- τρέχει ἕνα ἄλογο. Η ἀνάμνησή του. Ἦταν λευκὸ καὶ σ’αγαπούσε. Ἐκεῖ, στό νησί σου… Ήσουν δεκάξι, μόλις συμπληρωμένα. Θυμᾶσαι. Πότε τὸ εἶχες πρωτοχαϊδέψει. Εἶχες περάσει τὸ χέρι σου στὴν γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μεγάλα ὑγρὰ μάτια. Μιὰ σκοῦρα διαδρομὴ στὸ λευκό. Σὰν παλιὸ σκοτωμένο αἷμα... 


-Μά... γιατί; εἶπε ἡ μητέρα σὰν τὸ’φεραν μπροστά σας, εκείνο τὸν Φλεβάρη. 

Δῶρο γιὰ τὰ γενέθλια καὶ ἔπρεπε νὰ’ναι κάτασπρο. 


Ἐκεῖνο σὰν νὰ ἔνιωσε, βημάτισε ἀργὰ πρὸς τὸ μέρος σου καὶ στάθηκε μπροστά σου. Ἔσκυψε λίγο τὸ ὡραῖο λευκὸ κεφάλι σὰν ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὸ σημάδι τὸ ἄλικο ποὺ σκλάβωνε καὶ πρόδιδε καὶ χάραζε τὴν τόση ὀμορφιά του. Καὶ ἐσὺ ἀμίλητος ἅπλωσες τὸ χέρι καὶ κατέβηκες ἀργὰ τὴν γραμμὴ τοῦ αἵματος. Ἐκεῖνο, σὲ κοίταξε γιὰ μιὰ στιγμή -δυὸ βελούδινοι κόσμοι μεγάλης ἀγάπης σὲ τύλιξαν- καὶ ἀποφάσισε πὼς ἔχεις ἀπόλυτη ἀνάγκη τὴν προστασία του. 

Γύρισες στοὺς δικούς σου, εἶπες "εὐχαριστῶ" καὶ κρατῶντας τὴν Ἐλευθερία προχώρησες. Γιατι ἔτσι τὸ ὀνόμασες τὸ ἄλογο τῶν δεκάξι σου χρόνων: "Ἐλευθερία". 

Μιὰ Λευτεριὰ λευκὴ μὲ μιὰ σκουροκόκκινη γραμμὴ αἵματος ἀνάμεσα στὰ μάτια. 


Τώρα στὸ κατάστρωμα στὸ μυαλό σου τριγυρίζει τὸ νησί σου. Ποὺ σ’αγαπούσε. Τὸ πατρογονικὸ κτῆμα. Ἡ ἐξοχή. Ποὺ τὴν ἀγαποῦσες. Ἡ Ἄνοιξη ποὺ βημάτιζε ἐκθαμβωτική. Τὸ ἄλογο, ποὺ τοῦ κράταγες τὰ γκέμια μὴν τυχὸν καὶ πατήσει τὰ ἀγριολούλουδα. 

Παπαροῦνες ἄλικες. Σὰν αἷμα... 


Οἱ χωρικοὶ ποὺ σὲ περίμεναν ἀνασηκώνοντας τὸ χέρι γιὰ ἀντήλιο καὶ γιὰ χαιρετισμό. Οἱ κυράδες μὲ τὶς λευκὲς μπόλιες, τὰ κανακέματα καὶ τὰ ρεγάλα τους,φιλέματα, σὲ μιὰ γλῶσσα ρέουσα, τραγουδιστή, ἀγαπησιάρικη, ποῦ’κανε ἐσένα τὸ σοβαρὸ ὡραῖο ἀγόρι τοῦ κόντε, νὰ χαμογελᾶς. Τί ὡραία λαλιά! Ἡ λαλιὰ τοῦ τόπου σου. 


-Ἡ ἐξοχή μας χρειάζεται γιατρό, ἀνακοίνωσες ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ τὸ ἀνοιξιάτικο στὴν Ἐλευθερία πρὶν ξεκινήσετε τὴ μεγάλη σας βόλτα. 

 -Θὰ λείψω γιὰ λίγο, μὴν στεναχωριέσαι. Στὴν Ἰταλία. Καὶ σὰν γυρίσω -γρήγορα θὰ’ναι κι ὁ πατέρας εἶπε πὼς τὰ ζῶα δὲν ἔχουν αἴσθηση τοῦ χρόνου- ἐγὼ βέβαια τοῦ εἶπα πὼς τὰ ἄλογα δὲν εἶναι ζῶα. Ναί! Μόλις γυρίσω θὰ παίρνουμε τὰ γιατρικὰ καὶ θὰ τρέχουμε στὴν ἐξοχή. Γιατι ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι, γιατρὸ δὲν ἔχουν καὶ μᾶλλον περιμένουν. Ἔτσι. Ἐσὺ κι ἐγὼ θὰ τρέχουμε στοὺς ἀσθενεῖς. 


Καὶ μετὰ σὰ νὰ ἔνιωσες ἕνα τρεμούλιασμα στὸ χέρια σου ποὺ κράταγαν τὰ χαλινάρια, έσκυψες καὶ ἔκρυψες τὸ πρόσωπό σου στὴν κατάλευκη χαίτη. 

-Γιὰ λίγο, για πολὺ λίγο ψιθύρισες στὸν ροδαλὸ κῶνο τοῦ αὐτιοῦ. 

Τὸ λευκὸ ἄλογο, μὲ τὴν ἄλικη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια, συμφώνησε ἢ ἔτσι φάνηκε. Γιατι σὲ ἀγαποῦσε. Ἔτσι ὅπως μόνον τὰ ἄλογα ξέρουν νὰ ἀγαποῦν. 

Σὲ ἀγαποῦσε. Τόσο, ὅσο καὶ σύ. Μπορεῖ καὶ λίγο περισσότερο. Καὶ χαμήλωσε ἀνεπαίσθητα ὅπως ἔκανε κάθε φορὰ γιὰ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ ἀνέβεις. Καὶ ξεκινήσατε. Μόλις ποὺ ἄρχισε νὰ χαράζει. Μιὰ λαμπρὴ ἀνοιξιάτικη μέρα σᾶς περίμενε. 



...Κι ὕστερα γιατί; Τί τὸ τρόμαξε τόσο καὶ σ’έριξε καὶ σ’έσυρε καὶ χάραζε τὸ αἷμα σου μιὰ γραμμὴ ποὺ κατέβαινε ἄλικη ἀνάμεσα στὰ μάτια τὰ κλειστά; 

Καὶ σ΄έφερε ἔτσι αἱμόφυρτο καὶ μισοπεθαμένο στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Καὶ πετάχτηκε κι ὁ ἀσκητὴς ποὺ ὕπνον δὲν εἶχε καὶ προσεύχονταν στὴν Πλατυτέρα στὰ γόνατα ὁλονυχτίς. Κι ἄκουγε -λέει- καλπασμὸν ἀνάμεσα στὰ ἐγκώμια. Καὶ σὰν πετάχτηκε ἔξω -χάραμα ἦταν- ἄνοιξε τὰ χέρια σὰ φτερὰ καὶ τὸ ἄλογο σταμάτησε. Καὶ τὸ ἀφηνιασμένο του μυαλὸ ἡμέρεψε. Κι ἔσκυψε τὸ λευκὸ κεφάλι. Ὁ Γούμενος θυμόταν μετὰ ἀνάμεσα στὶς προσευχές του καὶ τὰ βουρκωμένα "εὐχαριστῶ Σὲ" μπροστά στὴν Πλατυτέρα, θυμόταν κι ἀνατρίχιαζε, τὰ μάτια τοῦ ἀλόγου. Ἦταν γιομᾶτα δάκρυα. Και..Θέ μοῦ Μεγαλοδύναμε, σχώρα μὲ μὰ θὰ τὸ εἰπῶ : ἡ γραμμὴ ἀνάμεσο στὰ μάτια τ’αλογίσια τ’ανθρωπινά ἦντον κατακόκκινη κι ἔτρεχε κι αὐτὴ γαίμα. Σαν τοῦ παιδιοῦ... 

Μέγας εἶ Κύριε! 


Τώρα στὸ κατάστρωμα. Καὶ τὸ νησὶ κι ὁ τόπος σου ὅλο νὰ μακραίνει. Μόνο τ’άλογο ποὺ τὸ λέγαν "Ἐλευθερία" είναι κοντά σου. Τόσο κοντά σου ποὺ μὲς τὸ κρύο τοῦ Δεκέμβρη αὐτοῦ νοιώθεις τὸν ἀνασασμό του ἡμερωμένο πιὰ καὶ σπαραχτικὰ μετανοιωμένο, να σοῦ ζεσταίνει τὸ πρόσωπο. 


Γιατι -λένε- κι ὁ ἀσκητὴς πρῶτα-πρῶτα, πως ἡ "Ἐλευθερία" χαμήλωσε καὶ ἔγλυφε τὶς πληγὲς καὶ τὸ αἷμα σου. Τὸ πρῶτο αἷμα τῶν δεκάξι χρόνων σου... 

Καὶ κανένας δὲν τὴν πείραξε. Οὔτε ἤθελαν, μήτε τοὺς ἄφησες. Μόνο ἡ μητέρα -τῆς Κύπρου τὸ πνεῦμα τὸ πιστό- ἔκαμε τάμα στὴν Παναγιά. Ποὺ ἅπλωσε τὴν ἀγκαλιά Της τὴν Πλατιά, τὴν Μεγάλη, ποὺ χωρᾶ ὅλους, χώρεσε καὶ σένα κι ὁρμήνεψε τὸ ἄλογο, το φίλησε, το μέρεψε, δεν τ’άφησε νὰ σὲ χαλάσει. Ἔδωσε ἡ μάνα παραγγελία μοναδική. Καὶ φτιάξανε ἕνα ἄλογο ἀπ’ασήμι. Και πάνω του ἕνα ἀγόρι, παλληκαράκι κιόλας. Καὶ τὸ κρέμασε μπροστὰ στὴν εἰκόνα Της. Ἐκεῖ στὸ νησί σας. Στὴ μονὴ τῆς Πλατυτέρας. Θὰ στέκει ἐκεῖ ἀκόμα; Θὰ στέκει. Ποιός νὰ τὸ πειράξει; Εἶναι ὁ ἀσκητής, γέρων πιά, μὰ φύλακας πιστός… Κρατάει αὐτὸς καὶ φυλάει... 


Δὲν σοῦ ἐπέτρεψαν τὴν ἐπίσκεψη, το προσκύνημα,το τάμα. Τὴν μικρὴ γεύση Παραδείσου νὰ γλυκάνει λίγο τὴν ἄψινθο. Οἱ ὕαινες δὲν ἔχουν τέτοιες εὐαισθησίες. Καχύποπτες καὶ ἐντελῶς ἀπησχολημένες νὰ ἑτοιμάζουν τὸ ποτήρι μὲ τὸ κώνειο, νὰ τὸ προτείνουν καὶ ὕστερα νὰ παριστάνουν τὶς ἀνήξερες καὶ νὰ τρέχουν γραμμὴ νὰ κρυφτοῦν στὸν καταραμένο τόπο τους. Ἀναμένοντας τὸ ἑπόμενο θῦμα... 


Τὸ νησί σου ὅλο καὶ μακραίνει. Ἡ νιότη ὅλο καὶ μακραίνει. Μόνον ἡ Ἐλευθερία εἶναι ἐδῶ, δίπλα σου. Να κοντανασαίνει. Και νὰ σοῦ θυμίζει.Τον τόπο σου. Τὴν πατρίδα. Τὸ χρέος. Την θυσία. Την ἄνοδο. Στον Γολγοθᾶ. 


Καὶ μὲς τὰ χρόνια οἱ προσευχὲς τοῦ ἀσκητῆ καὶ τὰ λόγια του μέσα ἀπ΄τα λόγια τὰ ἱερά: 

-Μὰ γιατί; Τί ἔνοιωσε τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, αυτό ποὺ σὲ λατρεύει, ποιός τό’βαλε, τί τοῦ εἶπε; Κ’αφήνιασε καὶ σ’έριξε, λίγο ἤθελε νὰ σὲ τελειώσει. Ἥμαρτον Κύριε! 


Ἐσὺ σιωποῦσες. Καὶ σήκωνες τὰ μεγάλα σου μάτια πρὸς τὴν Πλατυτέρα. Καὶ σοῦ φαινόταν ὧρες-ὧρες πὼς στὸ σεπτὸ της γερμένο κεφάλι φοροῦσε κατάλευκη μπόλια σὰν τὶς κυράδες στὶς ἐξοχές σας ποὺ σ’αγαποσαν καὶ σὲ φίλευαν, εσένα τὸ ὄμορφο παλληκάρι, το καταδεκτικὸ παλληκάρι, του κόντε τὸ παιδί, αρχοντόπουλο τσῆ καρδιᾶς τους, πού’γινε ντοτόρος καὶ τὶς γιατρεύει καὶ δὲ θέλει μονέδα καὶ παινέματα. Μόνο λίγα μυγδαλάκια βάνουν κρυφὰ στὴν τσέπη του. Και γέρνει λίγο τὸ κεφάλι καὶ τοῦ φιλοῦνε ἐκεῖνες τὰ μαλλιὰ καὶ σὰν φεύγει καβαλαρία στὸν ἄσπρο του, λάμπουν τὰ κυματιστά του μαλλιὰ σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κεῖνες, οι μανᾶδες τοῦ νησιοῦ του, καμαρώνουν καὶ τὸ σταυρώνουν ἀπὸ μακριά, μάτι νὰ μὴν τὸ πιάσει κι ἐχθρὸς νὰ μὴν προφτάσει. 


..."Καὶ ἐχθρὸς νὰ μὴν προφτάσει..

Ἡ καλὴ εὐχὴ τῶν καλόκαρδων γυναικῶν. Ποιός ξέρει ἂν πιάνει μεσοπέλαγα καὶ μακριὰ πιὰ ἀπὸ τὸ Ἰόνιο. Αρχίζει κιόλας νὰ σουρουπώνει. Κρύο. 

 -Μὴν τὸ γυρίσει σὲ χιονιᾶ καὶ ἀργήσω καὶ ἄλλο, μονολογεῖς. Σηκώνεις τὸ μαῦρο γιακᾶ, σφίγγεις τὶς ἄκρες στὰ παγωμένα σου δάχτυλα. 


 -Μὰ τί ὡραῖα χέρια! ἔλεγε ἐκείνη, η ἀγάπη τῆς ζωῆς σου. Και ἅπλωνε τὸ μικρὸ ντροπαλό της χέρι ν’αγγίξει τὰ δάκτυλά σου. 


Τί εἶναι ἕνα φιλὶ καὶ ἕνα τρυφερὸ χάδι; Τί εἶναι ἀλήθεια ἕνα φιλὶ καὶ ἕνα τρυφερὸ χάδι; Ὁ κόσμος ὅλος! Αὐτὸ εἶναι! Ὁ κόσμος ὅλος πρίν...την ἀνηφοριά. 


Ἤξερε ἐκείνη γιὰ τὸ ἄλογο καὶ τὸν παρ’ολίγον θάνατο καὶ γιὰ τὸν ἀσκητή της Πλατυτέρας. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς σπάνιες τὶς μοναδικὲς ποὺ ἔνιωθες τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ τῆς παραδώσεις ὅλες σου τὶς μνῆμες, ὅλη σου τὴ ζωή. 

Γιατί; Τί ἦταν ἐκεῖνο, ποιός μυστικός -ἀκόμη καὶ γιὰ σένα τὸν ἴδιο- ποιός μυστικὸς κωδικὸς ἄνοιγε τὴν ψυχὴ σοῦ, τόσο ποὺ ἄθελα σοῦ σχεδὸν ἄφηνες τὶς μνῆμες σου στὰ χέρια της; Ἴσως τὰ μάτια της, τὰ μεγάλα τα βελουδένια… Τόση κατανόηση, τόση πίστη καί...ἴσως ναί ! Τόση ἀγάπη. Τόση ἀγάπη ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ σὲ τρόμαξε. Ἢ νὰ τρόμαξε καὶ τὴν ἴδια. Ἢ κάτι ἄλλο. Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ὀνομάσει. Γιατί, ὅπως καὶ ἡ Ἐλευθερία, ἔτσι καὶ κείνη σ’αγάπησε εὐθὺς καὶ ἐξ ἀρχῆς. Με ἕναν τρόπο μοναδικό. Στὴν οὐσία δὲν χρειαζόταν κὰν νὰ ἐξηγήσεις κάτι. Σὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια ,ἔμενε γιὰ λίγο σιωπηλή...καὶ σὺ ἐνιωθες… Πῶς ἔνιωθες; Ὅτι ξεκινᾶτε τὴν μεγάλη ἀνοιξιάτικη βόλτα στὴν ἐξοχή. Οἱ δυό σας Ὄχι μόνος πιά. Ποτὲ πιά. 

Καὶ βέβαια, ἐκείνη εἶχε ἤδη ἀποφασίσει ἐξ ἀρχῆς καὶ σὰν μυστικὸ ἀκριβὸ τὸ κράταγε στὴν καρδιά της: Εἶχες ἀπόλυτη ἀνάγκη τὴν προστασία της. 


Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε καὶ ἄλλοι εἶχαν ἤδη ἀποφασίσει : Ποτὲ μαζί ! 


Τὸ γιατί, τὸ ξέρεις καλά. Πικρὴ πεῖρα ἀπὸ τὴ μακριὰ θητεία σὲ θρόνους, πολυδαίδαλες αὐλές, χορούς, χαμόγελα, χειροφιλήματα, ὑποκλίσεις, πισωμαχαιρώματα ἐν μέσῳ ἐγκωμίων καὶ ὀρχῆστρες μὲ βὰλς καὶ πόλκες καὶ μαζοῦρκες. Ἄβουλοι συγκαταβατικοὶ ἡγεμόνες. Δαιμονικοὶ καγκελάριοι μὲ σχέδιο καὶ σιδερένια γροθιὰ κάτω ἀπὸ τὰ γαντοφορεμένα χέρια. Ἱερὲς ἀνίερες Συμμαχίες. Ὁ ἕνας νὰ ὑποβλέπει τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ μισοῦν τὸ δίκαιο, το ξεκάθαρο, τὴν ἐντιμότητα,τήν ἀκεραιότητα, τὴν αἴσθηση τοῦ Χρέους. 

Πῶς καὶ τί νὰ καταλάβουν; Τί νὰ νοιώσουν οἱ ἄψυχοι, ἀπὸ μία ἔντιμη καρδιὰ ποὺ πίσω ἀπὸ ἕναν ἱκανότατο νοῦ, μία ὑψηλὴ καταγωγή, μία ἐξαιρετικὴ παιδεία, μία ἀξιοζήλευτη καριέρα, μία ἐπιβλητικὴ παρουσία, δὲν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἄλλο, παρὰ μία βόλτα γιὰ δύο στὴν ἐξοχή, ἐπάνω σὲ ἕνα κατάλευκο ἄλογο. Κατάλευκο; Ε..όχι ἐντελῶς. Μιά γραμμὴ κατεβαίνει ἀνάμεσα στὰ μάτια. Σκούρα κόκκινη. Σκοτωμένο αἷμα. Μυρίζουνε οἱ Ὕαινες καὶ ἀγάλλονται. Και ἀναμένουν. Μπορεῖ νὰ τοὺς πάρει χρόνια. Τί πειράζει; Ξέρουν αὐτές. Κάτω ἀπὸ ἱερὴ προστασία Ἱερῶν Συμμαχιῶν, ἀναμένουν. 

Πολυτελῆ ἀρωματισμένα μαντήλια κρατᾶνε τὴν βρωμερὴ ἀνάσα. Και πίσω ἀπὸ βελούδινες κουρτίνες παρακολουθοῦν τὸ βὰλς ποὺ χορέψατε καὶ ἀνατρίχιασαν κιόλας μὲ τὸ χειροφίλημά σου καὶ μὲ τὸ χέρι σου γύρω ἀπὸ τὴν μέση της. Λεπτή. Σὰν δαχτυλίδι. Ὅπως αὐτὸ ποὺ τῆς πέρασες στὸ χέρι. 

 -Μὰ θὰ τὸ φορῶ μέχρι νὰ πεθάνω, είπε ἐκείνη καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι δῆθεν νὰ θαυμάσει ἀπὸ κοντὰ τὸ μονόπετρο, ἀλλὰ στὴν οὐσία γιὰ νὰ σταματήσει τὸν ξέφρενο καλπασμὸ τοῦ ἀλόγου. Ἑνὸς ἀλόγου ποὺ δὲν εἶχε συναντήσει ποτὲ ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸ λέγανε Ἐλευθερία. 


Ποτὲ μαζί... Τὸ κρύο δυναμώνει. Το νησί σου, ἕνα μακρινὸ ἀποτύπωμα στὸ πέλαγος. 

Τὸ νησί σου. Η πατρίδα σου. Ἡ Χώρα σου. Τὸ αἷμα. Ἄ! καὶ οἱ ἔνδοξοι πρόγονοι. Καὶ ἡ λαμπρὴ ἱστορία. Καὶ τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια. Ὁλοῦθε...Παντού. Νὰ ἀποκαλύπτονται. Μέσα ἀπὸ σκόνες καὶ χώματα καὶ αἵματα καὶ σκλαβιὰ αἰώνων. Καὶ σὺ νὰ ἀναρωτιέσαι, μόνος μὲς τὴ νύχτα ποὺ προχωράει ταχιὰ πάνω σὲ ἕνα ξένο κατάστρωμα σὲ ἕναν ξένο τόπο σὲ ἕναν ξένο κόσμο. Νὰ ἀναρωτιέσαι πὼς νοιώθει ἕνα ἄγαλμα ὅταν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες καὶ ἀπὸ βάρος χώματος στὰ μειδιῶντα χείλη καὶ ἀπὸ χτύπημα ἀξίνας νὰ ταράζει τὴν τελειότητα τῶν ἁδρῶν χαρακτήρων, πῶς νοιώθει ἕνα ἄγαλμα ὅταν παρ’όλα αὐτὰ ξαναντικρίζει -ἀπὸ τύχη ἔστω- τὸ φῶς


Πῶς νοιώθει μιὰ χώρα -ἡ χώρα σου- ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀμέτρητα χρόνια καὶ ἀμέτρητο αἷμα καὶ ἀμέτρητη ἀδικία καὶ πόνο καὶ προδοσία καὶ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, καταφέρνει τελικά -ἀπὸ τύχη ἔστω- νὰ ξαναντικρίσει τὸ φῶς ; Καὶ πῶς νοιώθεις ἐσύ, ποὺ μετὰ ἀπὸ ἀνόδους καὶ πτώσεις καὶ παρ ὀλίγον θανάτους αἰφνιδίους καὶ σύντομα ὄνειρα εὐτυχίας καὶ μακρόσυρτους ἐφιάλτες προδοσίας καὶ βρωμερὰ χνῶτα ἀπὸ Ὕαινες στὸ κατόπι σου ποὺ τὰ αἰσθανόσουν καὶ τὰ γνώριζες ἀπὸ καιρὸ καὶ ἀπὸ πάντα κι ὅμως... 


Ἀποφάσισες νὰ τινάξεις βάρος χώματος παλιοῦ καὶ πέτρες ἀπὸ ἄδικους λιθοβολισμοὺς καὶ παρ’όλα τὰ χτυπήματα ἀξίνας ποὺ χωρὶς νὰ ἐννοεῖ τί θησαυρὸ καταστρέφει ἐξακολουθεῖ τὰ τυφλὰ χτυπήματα...ναὶ παρ’όλο τὸν ἀρχαῖο πόνο ποὺ ὧρες-ὧρες μουδιάζει τὴν ψυχή -αὐτὴν τὴν γενναία πονετικὴ ψυχή, τὴν κατάλευκη παρὰ τὶς τόσες μαχαιριές,τὴν προστατευμένη πίσω ἀπὸ ἕνα μαῦρο ροῦχο, ἀπὸ ἕνα ἄσπρο ἄλογο, ἀπὸ μιὰ μακρινὴ ἀγάπη καὶ ἀπὸ τὸ ὅραμα μιᾶς πατρίδας- ἀποφάσισες: 

Νὰ ἀκολουθήσεις τὸ νόμο τοῦ ἀγάλματος: Τὸ νόμο τοῦ ξαναγεννημένου ἀγάλματος ποὺ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες τινάζει τὸ μαῦρο χῶμα ἀπὸ τὸ ὡραῖο σῶμα, στρώνει τοὺς ἀνακατεμένους βοστρύχους, διορθώνει τὴν ἄγνοια τῆς τυχαίας ἀξίνας καὶ ἀποκαλύπτεται. Στὸ φώς. Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες. Πληγωμένο καὶ ὅμως ἄρτιο. Παλιὸ καὶ ὅμως νέο. Περιφρονημένο καὶ ὅμως ὑπερήφανο. 

Στέκει ἐκεῖ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο σῶμα. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο κεφάλι. Χαμογελᾶ. Ἕνα μυστήριο τὸ μειδίαμά του. Εδώ καὶ αἰῶνες. Ἕνα μυστήριο ἄλυτο. Γι αὐτους ποὺ τὸ βρῆκαν. Γιὰ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἅρπαξαν. 

Γι αὐτοὺς ποὺ τὸ πλήγωσαν, τὸ τεμάχισαν, τὸ πούλησαν στὰ ξένα. Ένα μυστήριο. 


Πῶς μπορεῖ νὰ μειδιᾶ ἕνα ἄγαλμα, ένας ἄνθρωπος, μιὰ χώρα, μετὰ ἀπὸ τόσα χτυπήματα; Ἕνα μυστήριο. Καμμιά Προστάτιδα Δύναμη, καμμία Ἀνίερη Συμμαχία, κανένα Σεβάσμιο Στέμμα, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν ἀνομολόγητη εὐτυχία, τὴν πλήρη εὐδαιμονία, την ἀδιατάρακτη συνέχεια τοῦ αἵματος. Του ἀγάλματος, τῆς χώρας, τοῦ κυβερνήτη. 

Τοῦ μοναχικοῦ ἀγάλματος, τῆς μοναχικῆς χώρας, τοῦ μοναχικοῦ μαυροφορεμένου ἄνδρα. Τοῦ Κυβερνήτη. Τοῦ πρώτου, τοῦ ἀκέραιου, τοῦ λευκοφόρου. 


Ναί, ὦ! Κυβερνῆτα! 

Πρῶτε, ἀκέραιε, μοναδικέ! 

Θαρρεῖς πῶς εἶσαι μόνος σου 

Πρωτοχρονιά 

καταμεσὶς στὸ πέλαγος 

σὲ ξένο πλεούμενο 

σὲ ξένη θάλασσα 

σὲ ξένο τόπο; 


Μὰ ὄχι! 

Εἶναι μαζί σου πολλοί. 

Είναι ὁ Γεώργιος

κι ὁ Ὀδυσσέας 

κι ὁ Μᾶρκος 

Καὶ ὁ παπᾶς ὁ Φλέσσας 

Καὶ ὁ ὄμορφος 

ὁ ἄγγελος 

ὁ νιούτσικος 

ὁ Διάκος. 


Ἐβγῆκαν ἀπ’τὰ χώματα 

τοὺς χτύπησε ἡ ἀξίνα 

τοὺς ἔσυραν οἱ βάρβαροι 

γελοῦσαν οἱ προστάτες 

καὶ ἔκλαιγε ἡ Λευτεριά 

καὶ ἡ Ἀγάπη τῆς ζωῆς σου. 


Ἐσὺ δὲν ἔκλαιες... 

Στύλωνες τὸ μαῦρο βλέμμα 

ψηλὰ πρὸς τὰ οὐράνια 

καὶ ἤξερες. 

Πὼς τ’αγάλματα 

οἱ ἄνθρωποι 

οἱ μακρινὲς πατρίδες 

κάποτε βγαίνουνε στὸ Φώς 

Καὶ ποιός νὰ τὶς κρατήσει; 

Ποιός νὰ κρατᾶ τὴν Λευτεριά 

ποὺ ἔρχεται 

καλπάζει.. 

Κι ἂν ἀκόμη 

μιὰ στιγμή 

τὸ ἄλογο 

τὸ ἄσπρο 

τρομάξει ἀπ’τις Ὕαινες 

ποὺ κρύβονται 

καὶ λένε: 

"Ὁ Κυβερνήτης ἔφυγε 

τὸν ρίξαμε καὶ πάει... 

Ἡ χώρα ἀκυβέρνητη 

καιρὸς νὰ γίνει χῶρος 

ἁλώνι νὰ ἁλωνίζουμε 

νὰ σπέρνουμε θανάτους 

Ὅλοι θὰ τὸν ξεχάσουνε 

καὶ ἄγαλμα θὰ μείνει". 


Βλέπεις ἐλησμονήσανε 

πὼς κάποτε τ’αγάλματα 

οἱ ἄνθρωποι 

οἱ χῶρες 

ἀκόμη καὶ τὰ ἄλογα 

τὰ ἄλικα 

τὰ ἄσπρα 

φθάνουνε 

ἔξω ἀπ΄τον ναό. 

Ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ 

καὶ ἀπὸ τῆς Πλατυτέρας 

τὸ μοναστήρι τὸ παλιό. 

Ἐξύπνησε ὁ Ἀσκητής 

καὶ ἄνοιξε τὰ Χέρια. 

Ἀγκάλιασε τὸ ἄλογο 

τὴ γῆ 

τὸν Κυβερνήτη. 

Τον φίλησε

τον σταύρωσε:

-"Χαρε Ἰωάννη!"


 



Νάτος! τὶς νύχτες περπατᾶ 

φεγγοβολὰ στοὺς κήπους. 

Μαυροντυμένος 

μὰ λευκός 

ἐν’άστρο μὲς τὸ βράδυ. 

Τὸ πρόσωπό του 

ἕνας λαός 

χαμογελᾶ καὶ λέει: 

"Κανεὶς δὲν σὲ λησμόνησε 

Κανεὶς δὲν σὲ ξεχνάει. 

Γιατι ἔρχεσαι. 

Χαμογελᾶς 

μέσα στὴ φεγγαράδα. 

Χαμογελᾶς 

καὶ μᾶς κοιτᾶς. 

Ἐσύ 

Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα !” 




Βράδυ. Πρωτοχρονιά. Σε λίγο ξημερώνει. Μιὰ νέα χρονιά. Μιὰ νέα χρονιά. Μιά νέα Χώρα. Ἡ Πατρίδα σου. Τί περηφάνεια! Μετὰ ἀπὸ τόσους ἄπονους ἀπάτριδες αἰῶνες! 

Πατρίδα. Δική σου. Γιὰ τώρα. Γιὰ πάντα. 

Δική σου...Α! καὶ ὄχι μόνον...Είναι καὶ τοῦ Γιώργη καὶ τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Παπᾶ τοῦ Φλέσσα καὶ τοῦ ἀγγελόμορφου τοῦ Ἀθανάσιου τοῦ Διάκου. Και τοῦ Θεόδωρου ἀπὸ τὸν Μοριᾶ ποὺ σ’αγαπά σὰν αἷμα του καὶ τοῦ Νικήτα τοῦ ἀκέραιου, του ὑπερήφανου, ποὺ ενώθηκε τὸ χέρι του μέ τὸ σπαθί. 

Καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου τοῦ νεαροῦ ὀνειροπόλου πρίγκηπα καὶ τῆς Μαντὼς καὶ τῆς Ρωξάνδας καί... τῆς Ρωξάνδρας… Και ἄλλων πρὶν καὶ ἄλλων μετά... Τόσων πολλῶν πρὶν καὶ μετὰ καὶ πάντα... 

Ποὺ σὲ περιμένουν. Και θὰ σὲ περιμένουν. Να ἀναδυθείς. Να ἀποκαλυφθείς. Να σηκωθείς. Νὰ κινήσεις τὸ σῶμα. Νὰ τινάξεις τὸ χῶμα. Να στρώσεις μὲ τὸ ἕνα χέρι τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τ’άλλο νὰ πιάσεις τὰ χαλινάρια. Τῆς Ἐλευθερίας. Καὶ ἔτσι ἥσυχος καὶ μοναδικὸς νὰ ὁδηγήσεις τὴ μικρὴ θλιμμένη χώρα, ἐκεῖ. Εκεί, ποὺ εἶναι ὁ τόπος της καὶ ἡ δική της πατρίδα. Εκεί ποὺ μπορεῖ ξανὰ νὰ χαμογελᾶ μὲ αὐτὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο γιὰ τοὺς ξένους, αλλά τόσο γνώριμο γιὰ τοὺς οἰκείους. Αυτό τὸ μοναδικὸ μειδίαμα. 

Τὸ χαμόγελο τῆς Ἄλλης Ἑλλάδας... 


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Η κυρά της Ρῷ - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


 Ἡ Παράξενη Ἡσυχία του Καστελλόριζου


Εἶμαι ἕνα νησί 

ποὺ κάποτε τὸ πούλησαν. 

Ξένοι σὲ ξένους. 

Σὲ καλὴ τιμή. 

Καὶ ἔκτοτε 

πωλεῖται συνεχῶς. 

Σὲ τιμὴ εὐκαιρίας πλέον. 

Γιατί οἱ πωλητὲς δὲν εἶναι πιὰ ξένοι. 

Εἶναι οἱ δικοί. 

Κι αὐτὸ πονάει. 

Γι’αυτό σιωπῶ. 

Γιατι ἔτσι κάνουμε ἐμεῖς τὰ νησιά. 

Ὅταν πονᾶμε 

σιωποῦμε... 


Καὶ τὸ σῶμα 

τὸ σκεβρωμένο 

τὸ μαραμένο 

τὸ παραδόξως ἀκμαῖο 

κάτω ἀπ’το ἱστίο. 


Ἡ κυρά της Ρῷ



Τὶς νύχτες ἐδῶ 

φυσᾶ ἕνα ἀεράκι 

λίγο σὰ γιασεμί 

λίγο σὰ λεμονανθός. 

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο 

καὶ τὸ ξέρω: 

Ἔρχεται ἀπ’απέναντι. 

Γιατι τὶς ψυχὲς τὶς ξερίζωσαν. 

Τὶς λεμονιὲς πῶς νὰ τὶς ξεριζώσεις; 

Κι ἂν τὶς κάψεις 

αὐτὲς ξαναπετοῦν. 

Χρόνια μετά. 

Ξαναπετοῦν. 

Καὶ οἱ λεμονανθοί 

μοσχοβολοῦν 

καὶ μυρίζουν γάμο. 


Καὶ τὰ γιασεμιὰ εἶναι καλά. 

Μὰ οἱ λεμονανθοὶ μὲ παρηγοροῦν. 

Εἶναι σὰ νὰ λένε: 

“-Κοίτα τίποτα δὲ χάθηκε. 

Ναί, αἷμα. 

Ναί, φωτιά. 

Ναί, δάκρυα. 

Ναί, ξεριζωμός. 

Μὰ κοίτα! 

Ἐμεῖς ξανανθίσαμε. 

Μᾶς πῆρε χρόνια πολλά, 

μπορεῖ καὶ ἑκατό... 

Μπορεῖ καὶ παραπάνω. 

Λεμονιὲς εἴμαστε. 

Δὲν ξέρουμε ἀπὸ μέτρημα. 

Πάντως ἀνθίσαμε. 

Καὶ κανεὶς δὲν τὸ πῆρε εἴδηση. 

Μόνον ἐσύ, κυρά μου. 


Γιατι βλέπεις 

ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφευγαν 

ἐσὺ ἤσουν ἐδῶ. 

Μιὰ μοναξιὰ στὸ Ἀρχιπέλαγος τὸ νησί σου. 

Τὰ φῶτα τ’ ἀντικρινά 

τὰ φῶτα ποὺ παλιὰ ἔλαμπαν 

σὰν καλὲς ἐλπίδες 

καὶ σὰν παρηγοριές 

ἔσβησαν πιά. 

Πᾶνε χρόνια.. 

Τὸ αἷμα 

Ἡ φωτιά 

Τὰ δάκρυα 

Ὁ ξεριζωμός 

ξεθώριασαν τὸ φώς 

καὶ τὸ’βαψαν μαυρίλα. 

Ὕστερα ἄναψαν ἄλλα φῶτα. 

Οἱ ἄλλοι νομίζουν πὼς φωτούν 

καὶ χαίρουνται. 

Μὰ δὲ φωτούν, μαυρίζουν. 

Καὶ ἔτσι προχωροῦν. 

Χρόνια πολλά 

μπορεῖ καὶ ἑκατό 

μπορεῖ καὶ παραπάνω... 

Λεμονιὲς εἴμαστε. 

Καὶ δὲν τὰ πᾶμε καλὰ μὲ τοὺς ἀριθμούς... 

Μήτε μὲ τὸ σκοτάδι. 

Γι αὐτὸ γυρνᾶμε ὅλες καταδῶ. 

Πρός τα σᾶς. 

Εἶναι ποὺ θέλουμε τὸ φώς. 

Κι ἀφοῦ αὐτὸ ξεριζώθηκε 

καὶ ἦλθε μὲς τὰ δάκρυα 

νὰ πιάσει τὰ νησάκια 

ἐμεῖς μείναμε μοναχές 

νὰ μᾶς ποτίζει τὸ αἷμα. 

Αὐτὸ ποὺ ἔμεινε πίσω. 


Καὶ μᾶς πότισε. 

Κρυφά, μυστικά. 

Στάλα-στάλα. 

Στὴ ρίζα 

στάλα-στάλα. 

Χρόνους πολλούς... 

Μπορεῖ καὶ ἑκατό. 

Μπορεῖ καὶ παραπάνω. 

Κι ἂν εἴμαστε λεμονιές 

καὶ δὲν ξέρουμε νὰ μετρᾶμε 

ξέρουμε νὰ ἀγαπᾶμε. 

Καὶ νὰ θυμόμαστε. 

Τὸ χέρι ποὺ μᾶς φύτεψε. 

Αἰῶνες πρίν. 

Τὸ χέρι ποὺ μᾶς πότισε. 

Γιὰ αἰῶνες. 

Τὶς νύφες ποὺ στολίσαμε. 

Γιὰ λίγο. Για ὅσο κρατᾶ ἡ νιότη. 


Βλέπεις, κυρά μου 

εἶναι πράματα 

ποὺ μόνον 

οἱ λεμονιὲς τοῦ Ἀρχιπελάγους γνωρίζουν." 


Οἱ λεμονιές 

φαίνεται νὰ ξέρουν 

νὰ ξέρουν πολλά. 

Μὰ μιλοῦνε σιγανά. 

Τόσο σιγανά 

ποὺ γιὰ νὰ τὶς ἀκούσεις 

πρέπει νὰ μὴν ἀνασαίνεις. 

Κι ἐγώ 

δὲν ἀνασαίνω πιά. 


Τὸ σῶμα τὸ πονεμένο 

τὸ σκεβρωμένο 

τὸ παλιό 

τυλίχτηκε 

στήν Γαλανή 

κι ἀπόμεινε ἐδῶ. 

Στὸ νησάκι. 

Φύλακας. 

Πέτυχα καὶ σὲ καιροὺς καλοὺς ἀκόμη. 

Οἱ ἄρχοντες δὲν εἶχαν τελείως κουφαθεῖ 

κάτι μισοκαταλάβαιναν 

τοὺς ἄρεσαν καὶ οἱ δόξες 

ἔ… να! μὲ ἄκουσαν 

καὶ μ’άφησαν ἐδῶ. 

Μιὰ Γαλανὴ στὴν καρδιά 

καὶ μιὰ ἄλλη πάνω ἀπ΄το προσκέφαλο 

ψηλὰ νὰ κυματίζει. 

Εἶναι ὡραῖα ἐδῶ. 

Στὸ νησί μου. 

Γιατι δὲν ἤμουν πλούσια 

μὰ εἶχα νησὶ δικό μου. 

Στὴν ἄκρια τοῦ πελάγου. 


Κι ὅταν κορίτσι νιούτσικα παντρεμένο 

ἦρθα ἐδῶ 

κι ἀντίκρισα 

ἐτοῦτο τὸ νησάκι 

τόσο μικρὸ καὶ μοναχό 

τὸ πόνεσα. 

Τὶς νύχτες ποὺ ἀναστέναζε 

καὶ ἀναταραζόνταν 

τὸ κράταγα στὴν ἀγκαλιά. 

Γιατι ἤμουν νιὰ καὶ δυνατή. 

Τί εἶναι ἕνα τόσο δὰ νησάκι 

γιὰ μιὰ νέα κόρη; 

Καὶ ἐπειδὴ ἦταν μικρὸ καὶ γυμνούτσικο 

γιὰ νὰ μὴν κρυώνει καὶ νὰ μὴν ντρέπεται 

πῆρα κομμάτι ἀπ’το νυφικὸ καὶ ἔφτιαξα 

τὸ λευκό 

καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα τὰ προικιά 

ἔφτιαξα τὸ γαλάζιο. 

Καὶ τὸ ἀνέβασα ψηλά 

αὐτὸ τὸ φουστανάκι. 

Καὶ τό ‘πὰ Σημαία. 

Καὶ χάρηκε τὸ νησί 

Καὶ χάρηκα κι ἐγώ. 


Τὸ βλέπαν τὰ καράβια μας 

καὶ παίρνανε ἐλπίδα. 

Τὸ βλέπανε καὶ οἱ ἅρπαγες 

καὶ πέφταν τοῦ θανάτου. 


Μὰ ποιός φοβόταν; 

Ὄχι ἐγώ. 

Οὔτε τὸ νησί μου. 

Γιατί ἔχει ἕνα καλό 

κι ὁ ἔρημος ὁ φόβος. 

Σὰν δὲν τὸν λογαριάζεις 

φεύγει μακριά. 

Θυμώνει καὶ ρουθουνίζει 

καὶ κάνει καμώματα 

καὶ θέατρα πολλά 

μὰ δὲν τοῦ περνᾶ 

καὶ φεύγει. 


Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς ἅρπαγες 

τοὺς ἔμπορους 

τοὺς ξένους. 

Ὅλοι περᾶσαν ἀπὸ δῶ. 

Λὲς κι ἄλλο πέρασμα δὲν εἶχε. 

Καὶ ζήλεψαν τὴν ἀρχοντιά 

κι ἔκαμαν ζημιὲς μεγάλες. 

Καὶ τὸ μεγάλο τὸ νησί 

ἐκεῖνο κάτω ἀπ’τη ρίζα του Καστέλλου 

ἐκεῖνο μὲ τὰ ζωγραφιστὰ σπίτια 

καὶ τὰ πολλὰ καράβια 

ἐθάρρεψε καὶ νόμιζε πὼς λευτερώθηκε 

ὄχι μιά, αλλά δυὸ φορές. 

Καὶ πέσανε οἱ ἀχάριστοι 

καὶ κάψαν τὸ Καστέλλο. 

Καὶ ἅρπαξαν κι ἐρήμωσαν 

καὶ σκόρπισε ὁ κόσμος. 


Ἐγὼ δὲν εἶχα πολλά. 

Μιὰ μαυρομάνα μ’απέμεινε 

κι αὐτὴ τυφλή. 

Μὰ ἤξερε τὸ πέλαγο 

σὰν νὰ’ταν ἡ παλάμη της. 

Κι ὅταν τὴν ἔφερα στὸ νησί 

ἐκάθισε στὸ βράχο 

ἀνάσανε καὶ εἶπε: 

"-Βρὲ πὼς μυρίζει ἡ λευτεριά 

σὰν τοὺς ἀνθοὺς τοῦ γάμου. 

Ἄντε θυγατέρα, την εὐκή μου νά΄χεις. 

Τὸ νησὶ καὶ τὰ μάτια σου. 

Τὸ νοῦ σου! 

Ὅσο εἶσαι ἐδῶ 

Ἐχθρὸς δὲν τὸ πατάει." 


Κι ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ μέρος μου. 

Κι ἦταν τὰ μάτια τα σβηστά 

γεμᾶτα δάκρυα. 


Καὶ πῆρα τὴν εὐχὴ τῆς μάνας. 

Καὶ ἔδεσα τὸ κεφαλομάντηλο τὸ πλουμιστό 

καλά-καλὰ κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι 

καὶ τὴ Γαλανή 

καλά-καλὰ πάνω στὸ βράχο 

κι ἔρχουνταν τὰ σκυλιά 

κρυφὰ τὶς νύχτες καὶ τὴν ἐγκρέμιζαν 

καί ΄γὼ πάλι τὴν στέριωνα 

καὶ χαίρονταν ἡ Γαλανή 

χαίρονταν τὸ νησάκι 

καμάρωνα κρυφὰ κι ἐγώ 

γιατι ἤμουν φτωχιά 

μὰ εἶχα ἕνα νησί 

καταδικό μου. 

Καὶ ἕνα πέλαγο 

καταδικό μου 

καὶ σὰν δὲν εἶχα νυφικό 

καὶ προῖκα γιὰ καμάρι 

εἶχα τὸ φλάμπουρο τῆς Λευτεριᾶς 

τὸ Γαλανὸ καὶ Ἄσπρο 

ποὺ φούσκωνε στὸν ἄνεμο 

κι ἔπαιρνε τὴν ψυχή μου 

καὶ τὴν ταξίδευε γοργά 

στὸ πέλαγο τὶς νύχτες. 

Κι ἔλεγα στὸν ὕπνο μου: 

"Τί ὄμορφη πατρίδα!" 

Καὶ σὰν ξυπνοῦσα 

κράταγα νησιὰ στὴν ἀγκαλιά μου! 

Καὶ πέρναγαν τὰ χρόνια. 

Καὶ πέρναγαν καὶ τὰ σκυλιά. 

Μὰ ὅρμο δὲν ἐπιάναν. 

Καὶ μένανε ἀλατεροί 

μαυρομαρμαρωμένοι. 

Κι ἡ Γαλανὴ ἀνέμιζε. 

Ἴδιο καρφὶ στὸ μάτι. 


Κάποτε δὲν ἐξύπνησα 

ἔμεινα στὸ κρεβάτι. 

Τί μὲ σκουντοῦσαν τὰ νησιά 

νὰ τὰ σφιχταγκαλιασω 

τί ἔκλαιε τὸ Ἀρχιπέλαγο 

κι ἔλαιε: Ξύπνα μάννα! 

Ἐγὼ ἐκεῖ 

ὕπνος βαθύς 

καὶ σφαλικτὰ τὰ μάτια. 

Μὰ πρὶν ἔλθει ἡ νύχτα ἡ βαριά 

ἡ νύχτα ἡ μεγάλη 

ἦρθε ἡ μάνα μου καὶ ἦταν ὄμορφη 

καὶ ἔλαμπε τὸ μάγουλο ἀπὸ νειότη. 

Κι ἦταν τὰ μάτια της ζωντανὰ καὶ φώτιζαν 

σὰ φάροι μὲς τὴ νύχτα. 

-Θυγατέρα, σοῦ ἑτοίμασα τὸ νυφικό, είπε. 

Καὶ ἔριξε πάνω μου τὴ Γαλανόλευκη 

-Κοίτα, το νοῦ σου στὸ νησί! 

Ὅσο εἶσαι ἐκεῖ 

σκυλὶ δὲν πλησιάζει! 


Τώρα ἐδῶ. 

Εἶναι ἀλαφρὺς ὁ ὕπνος. 

Παρηγοριά μου τὸ νησί. 

Καὶ οἱ λεμονανθοί. 

Αὐτοὶ ἔρχονται 

ἀπ’αντίκρυ. 

Μόλις πέσει ἡ νύχτα. 

Κουρνιάζουν ἥσυχα-ἥσυχα 

καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σημαία 

φτιάνουν κύκλο ἀρχαῖο. 

Δὲν κάνουν τίποτα. 

Μόνον ἀνασαίνουν. 

Κι εἶναι ὁ ἀνασασμός τους 

παρηγοριὰ μεγάλη. 

Γιατί κρατᾶ ἡ λεμονιά 

μὲ τοὺς ἀνθούς της 

μυριάδες ψυχές. 

Δικές μας ψυχές 

ἀδέλφια μας. 

Ποὺ προδόθηκαν 

καὶ κάηκαν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα. 

Καὶ ὅσοι ἀπόμειναν 

ψάχναν κάπου νὰ κουρνιάσουν. 

Καὶ βρῆκαν τὰ νησιὰ γιὰ νὰ κοιτοῦν ἀντίκρυ 


νὰ κλαῖνε καὶ νὰ ἀναστενάζουν.

Να φθάνει τὸ δάκρυ τους στὶς λεμονιές 

ποὺ μόνες αὐτὲς ἀπέμειναν 

νὰ κρατοῦν τὴν τιμὴ ἑνὸς ὁλόκληρου Γένους. 

Καὶ κρυφά, μυστικά σχεδόν, κάτω ἀπὸ τὸ χνῶτο τὸ βαρύ 

ἄνθισαν οἱ λεμονανθοί, μεγάλωσαν καὶ γίναν. 


Ψυχὲς γινήκαν. Και εἶναι ἐδῶ 

σὲ κύκλο καθισμένες. 

Ἀνασαίνουν. 

Καὶ τὸ νησὶ ἀνατριχιά. 

Καὶ γὼ ἀνατριχιάζω. 

Γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι μας. 

Κι ἂν μᾶς ξέχασαν ὅλοι 

μᾶς ξέρουν οἱ λεμονιές. 

Καὶ οἱ ψυχές. 

Καὶ μᾶς κρατοῦν παρέα. 

Καὶ ἀγαποῦν τὸ πέλαγο. 

Τὸ ξέρουνε δικό τους. 

Γνωρίζουν ὅλα τὰ νησιά 

μὲ τὰ ὀνόματά τους. 

Τὰ καλοῦν ἕνα-ἕνα. 

Προσκλητήριο. 


Τὸ νησί 

κι ἐγώ, η Κυρά του 

δώσαμε τὸ παρόν. 

Οἱ δυὸ μᾶς φυλᾶμε. 

Οἱ παλιὲς ψυχὲς τὸ ξέρουν. 

Γι’αυτό εἶναι ἐδῶ. 

Οἱ λεμονανθοὶ τὸ ξέρουν. 

Γι’αυτό ἀνθοῦν. 

Μοσχοβολάει τὸ πέλαγο. 

Ἔρχεται ἡ ὥρα. 

Οἱ νεκροὶ τὸ ξέρουν. 


Καιρὸς νὰ τὸ μάθουν καὶ οἱ ζωντανοί. 

Ὅσοι ἀπομένουν...


Υ.Γ. Ἡ Κυρά της Ρῷ , Δέσποινα Ἀχλαδιώτου(1890-1983), ἐτάφη-κατ’επιθυμία της, τυλιγμένη μὲ τὴν Γαλανόλευκη, κάτω ἀπὸ τὸ ἱστίο τῆς ἑλληνικῆς σημαίας στὴ νῆσο Ρῷ. Ἐκεῖ ποὺ ὕψωνε καθημερινὰ μόνη της τὴν Γαλανόλευκη.


Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

  Τὸ χέρι τοῦ Κολοκοτρώνη   Ἡ Μεγάλη Ἀρχαία ἔχει ἁλωθεῖ.  Οἱ κάτοικοι δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθεῖ.  Καὶ προχωροῦν ἀμέριμνοι.  Τὸ ἄγαλμα ὅμως γνω...