Ω ξεῖν’ ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις
ὅτι τῆδε κείμεθα
τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
τὸ ξέρω καλά.
Ἔχει κι ἡ προδοσία τὰ ὀφέλη της...
Δὲν ἦταν μόνον οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπαίτιοι.
Τοῦ πείσματος.
Καὶ τῆς πειθοῦς.
Ἦταν κι αὐτός.
Ὁ ἴδιος.
Ὁ ἕνας.
Ὁ Βασιλιᾶς.
Χωρὶς στέμμα.
Κι ὅμως...
Ὅποιος τὸν ἔβλεπε -ἔτσι ἀγέρωχο καὶ σὲ πλήρη πολεμικὴ ἐξάρτηση- ὅποιος τὸν ἔβλεπε νὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὶς μικρὲς φοβισμένες πολιτεῖες καὶ τὶς ἀτελείωτες τῆς Θήβας πεδιάδες καὶ τὰ μικρὰ στενὰ περάσματα στὴ γραμμὴ τῆς ρηχῆς παραλίας τῶν χωριῶν μας, ἤξερε, καταλάβαινε εὐθὺς πὼς αὐτός... δὲν ἦταν Βασιλιᾶς σὰν τοὺς ἄλλους.
Γιατι βασίλευε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν κανέναν. Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος.
Ποιός νὰ προσκυνήσει; Αὐτὸς ποὺ περπατοῦσε σὰν ἄλλος κανεὶς νὰ μὴν εἶχε πατήσει ποτὲ σὲ τούτη ἐδῶ τὴ γῆ; Αὐτός, ποὺ κρατῶντας τὸ κεφάλι σὲ εὐθεῖα γραμμή, μήτε ψηλὰ μήτε χαμηλά, ἔμοιαζε σὰν νὰ μὴν νοιάζεται ποιός στέκει καὶ τὸν θαυμάζει, ἔτσι ὑπερήφανο καὶ ὡραῖο, μὲ τὰ μακριά του μαλλιὰ νὰ λάμπουν , μὲ τὰ δυνατά του πόδια νὰ προβάλλουν σὲ κάθε νέο βῆμα, μὲ τὴν πανοπλία ποὺ φοροῦσε λὲς κι ἔγινε γι’αυτόν, μόνον γιὰ αὐτόν, τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ βασιλιᾶδες τῆς μακρινῆς ἀφρούρητης πόλης. Τῆς Σπάρτης! Τῆς πόλης ποὺ δὲν ἤθελε τείχη γιατι -λέει- ἄνδρες σὰν κι αὐτὸν φθάναν.
Ἄνδρες σὰν κι αὐτόν! Καὶ μεὶς οἱ ὑπόλοιποι δηλαδὴ τί ἤμασταν; Δὲν ἤμαστε ἄντρες ἐμεῖς; Μὲ ὄνομα, μὲ γονιούς, μὲ γυναῖκα καὶ παιδιά, ἄντρες μιᾶς πόλης ἤμαστε κι ἐμεῖς. Πόλεις μὲ τείχη καὶ πύλες καὶ βασιλιᾶδες καὶ ἄρχοντες. Λογικοὺς βασιλιᾶδες καὶ ἄρχοντες. Ποὺ ξέρουν νὰ ζυγιάζουν τὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν κίνδυνο. Καὶ κοιτοῦν τὸ συμφέρον τους καὶ τὸ ὄφελος τῶν ἀντρῶν τους καὶ ὅλων ὅσοι ζοῦν στὶς πόλεις τους.
Ἄντρες εἴμαστε ὅλοι.
Ὅμως αὐτοὶ ποὺ κατέφθασαν στὸ τέλος ἑνὸς ζεστοῦ καλοκαιριοῦ κι ἐνῷ οἱ μεγάλοι ἀγῶνες στὴν Ὀλυμπία εἶχαν ξεκινήσει, ναὶ αὐτοὶ μὲ τοὺς ἐρυθροὺς μανδύες ριγμένους σχεδὸν ἀνέμελα στὸν δεξί τους ὦμο, σὰν νὰ πήγαιναν σὲ γάμο καὶ σὲ χαρὰ μεγάλη, μὲ τὰ μακριὰ μαλλιὰ ποὺ πρόβαλλαν σγουρὰ καὶ λάμποντα κάτω ἀπὸ περικεφαλαῖες χαλκοῦ στίλβοντος, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν διασχίσει σὲ σχηματισμὸ φάλαγγος τὴ μισὴ Ἑλλάδα καὶ ἔμοιαζαν λὲς καὶ μόλις εἶχαν τελειώσει τὸ λουτρό τους στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τους, τοῦ Εὐρώτα -ποὺ κάποιοι τὸν λογίζονταν γιὰ θεὸ ἰσχυρὸ καὶ ἀνίκητο- ναὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν φημισμένο Βασιλιᾶ τους βαδιζοντας μόλις ἕνα βῆμα πίσω του, μὲ τὶς στρογγυλές τους ἀσπίδες καὶ τὸ Λάμδα τους νὰ σχηματίζει σὰν διαβήτης τὸν μυστικὸ κύκλο τῆς πόλης καὶ τῶν ἐθίμων τους καὶ τῶν μοναδικῶν δικῶν τους κωδικῶν, αὐτοὶ τοῦ Ταϋγέτου οἱ Λάκωνες, ἔκαμαν ὅλους ἐμᾶς νὰ μοιάζουμε μὲ κάτι, ποὺ κάποτε θύμιζε... ἄντρες! Τί ντροπή!
Τί μεγάλη ντροπή! Κοκκίνισαν μέχρι κι οἱ συνήθως ἄχρωμες παρειές μου σὰν τοὺς πρωτοαντίκρισα κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὰ ἁρμυρίκια τῆς μικρῆς πόλης ποὺ σιμὰ στὸν κλειστὸ καὶ ἀβαθῆ κόλπο, ἔγινε τὸ καταφύγιο τοῦ πατέρα μου καὶ τὸ δικό μου κατόπιν. Καὶ στὰ χαμηλὰ καὶ λασπωμένα παράλια μαζὶ μὲ τὰ καλάμια, τὶς βουρλιὲς καὶ τὶς ἀραιὲς πρασινάδες, ἔθρεψε μὲ προστατευτικὴ ὑγρασία καὶ τὰ δικά μας σχέδια γιὰ μιὰ ἤρεμη προστατευμένη ζωή. Τὴ ζωὴ ἀνθρώπων λογικῶν καὶ νοικοκυρεμένων. Καὶ μπορῶ νὰ πῶ πὼς τὰ καταφέραμε. Τὰ καταφέραμε νὰ ζοῦμε ὅπως τὸ αἷμα μας ἐπιτάσσει ἐδῶ καὶ αἰῶνες: ἥσυχα, ἀθόρυβα σχεδόν...Ναι, τὰ καταφέραμε, νὰ εἴμαστε σχεδὸν ἀόρατοι καὶ νὰ διαβιοῦμε λάθρα.
Μέγα κατόρθωμα! Διότι ὅλοι ἐδῶ - σὲ τούτην τὴ χρυσῆ καὶ γαλανὴ καὶ διαρκῶς ἐρωτευμένη μὲ τὴν ἐλευθερία της χώρα, ἕναν καημὸ φαίνεται νά’χουν, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ πατέρας ποὺ τοὺς ἤξερε καὶ τοὺς μελετοῦσε χρόνια: νὰ ἀποκαλύπτονται. Νὰ εἶναι συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως παρόντες, δηλώνοντας τὴ γενιά τους, τὴν πόλη, τὴν καταγωγή, τοὺς προγόνους καὶ τοὺς ἥρωές τους -ὅλοι ἔνδοξοι, ὅλοι ἀτρόμητοι καὶ φημισμένοι- μιὰ ἀτέλειωτη σειρὰ θεῶν, ἡμιθέων καὶ ἡρώων νὰ φουσκώνει τὰ πανιὰ τῶν μεγάλων τοὺς ὀνείρων καὶ νὰ γεμίζει ἐφιάλτες τὸν ὕπνο ἡμῶν τῶν ὑπολοίπων...
Τόσο φαίνεται εἶχε κουράσει τὸν πατέρα ὁ συνεχὴς ὕμνος τῶν προγόνων, ποὺ γιὰ νὰ ταράξει τὰ μεγαλόπνοα ὄνειρα τῶν ἀπογόνων, ἀποφάσισε νὰ μοῦ δώσει τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο ὄνομα: Ἐφιάλτης!
Κι ὅταν τοῦ θύμισαν ὅτι αὐτὸ εἶναι ὄνομα δαίμονος ποὺ ζηλεύοντας τὸν ὕπνο τῶν ἀνθρώπων κάθονταν πάνω στὴν ἀναπνοή τους καὶ τοὺς ἔπνιγε τὴν ἀνάσα καὶ τοὺς ἔκανε νὰ βλέπουν μαῦρα ὄνειρα, ἐκεῖνος σήκωσε τοὺς ὤμους. Καὶ καθὼς ξέκοβε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μουρμούρισε αὐτὸ ποὺ θὰ ἐπαναλάμβανε συχνὰ καὶ καθὼς μεγάλωνα καὶ κράταγε πιὰ ἡ μνήμη μου λόγια καὶ εἰκόνες, γράφτηκε μέσα μου γιὰ πάντα:
"Καλύτερα νὰ πνίγει ὁ γιός μου τὴν ἀνάσα καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἄλλων, πρὶν τὸν πνίξουν αὐτοί. Ἐφιάλτης εἶναι ἕνα καλὸ ὄνομα. Κι ἂν εἶναι δαίμονα ὀνομασιά, ἀκόμη καλύτερα... Ποιός ἄλλος ἐξὸν ἀπὸ ἕναν δαίμονα μπορεῖ νὰ τὰ βάλει μαζί τους;"
Βέβαια μεγαλώνοντας, ντρεπόμουν γιὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ ποὺ τὸ’χαν γιὰ κατάρα καὶ μάλωνα μὲ ὅσους μὲ περιγελοῦσαν καὶ στὸ μεταξὺ ἔφτιαχνα σχέδια μυστικά, σχέδια ἐκδίκησης. Ὁ περίκλειστος κόλπος, ὁ ἥσυχος μισοβαλτωμένος κόλπος μὲ τὰ καλάμια καὶ τὰ ἀσημοπούλια, τριγυριζόταν ἀπὸ ψηλὰ βουνά. Ἔβοσκα τὰ λιγοστὰ ζωντανά μου, πούλαγα τὴν πραμάτεια μου καὶ στεκόμουν μακριά. Κρυβόμουν καὶ μάθαινα. Μονοπάτια καὶ περάσματα τὰ μελέτησα καὶ τὰ ἔμαθα καλύτερα κι ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου τὰ ἔπη. Κι ὅταν τύχαινε νὰ μὲ ρωτήσουνε διαβάτες, ταξιδιῶτες καὶ ἔμποροι κατὰ ποὺ ὁδηγεῖ τὸ μονοπάτι αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, ἐγὼ σήκωνα τοὺς ὤμους καὶ δὲν ἀπαντοῦσα. Δὲ μιλοῦσα, μὰ περίμενα. Τί; Πότε θὰ φανοῦν οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι. Τὰ σωστὰ ἀφεντικά. Κι οἱ βασιλιᾶδες ποὺ ξεχωρίζουν ἀπὸ ὅλους, μὲ τὰ πλούτη τους καὶ τοὺς σκλάβους τους καὶ τὴν βαριὰ χρυσῆ κορώνα στὴν κεφαλή τους. Σωστοὶ βασιλιᾶδες. Κι ὄχι σὰν κι αὐτὸν ποὺ πέρασε ἀπὸ μπροστά μας, ἀπ’ τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας, γιὰ νὰ ἀνέβει καὶ νὰ πιάσει τὰ Στενὰ καὶ δὲν καταδέχτηκε οὔτε ἕνα στέμμα -ἀπὸ χαλκὸ ἔστω- νὰ βάλει στὸ κεφάλι του. Καὶ περπατοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του, σὰν νὰ’ταν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀκόμα ἔτρωγε καὶ ἔπινε μαζί τους!
Αὐτὸ τὸ ξέρω καλὰ καὶ τὸ’δα μὲ τὰ μάτια μου σὰν τοὺς πῆγα γάλα καὶ τυρὶ ἀπὸ τὰ ζωντανά μου. Καὶ ὅπως σήκωσα λίγο τὰ μάτια γεμίζοντας τὸν ἁπλὸ πήλινο κύλικα, τὸν εἶδα ἀπὸ κοντά: Εἶχε βγάλει τὴν περικεφαλαία μὲ τὸ φαιοκόκκινο λοφίο καὶ εἶχε σκύψει στὴν πηγὴ νὰ πλύνει πρόσωπο καὶ χέρια. Καὶ ἔτσι ὅπως ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι καὶ τίναξε πίσω τὰ μακριὰ μαλλιά του, ἐκεῖνα λάμψανε σὰν καπνισμένο χρυσάφι στὸ φὼς καὶ σὰν περήφανη χαίτη χρυσόμαλλου λιονταριοῦ.
Καὶ τότε κάποιος τὸν ἐφώναξε Λεωνίδα!
Καὶ εὐθὺς σκέφτηκα καὶ ζύγισα. Αὐτός... ὁ Λεωνίδας. Ὁ γιὸς τοῦ Λέοντα. Τὸ παιδὶ τοῦ λιονταριοῦ.
Κι ἐγώ... ὁ Ἐφιάλτης. Ὁ γιὸς τοῦ δαίμονα. Τοῦ ὕπνιου. Ποὺ κλέβει καὶ μαυρίζει τὰ ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν μπόρεσα νὰ μὴν μισο γελάσω πικρά, καθὼς μάζευα τὴ λιγοστή μου πραμάτεια. Καὶ δὲν ξέρω τί μὲ ἔπιασε καὶ ποιός δαίμονας σκοτεινὸς ὁδήγησε τὸ λογισμό μου, ξαφνικὰ ἅρπαξα τὴν περικεφαλαία ποῦ ἦταν ἀκουμπισμένη δίπλα στὴν πηγὴ κι ἔκανα νὰ στολίσω μ αὐτὴν τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου..
Τὸ Θηρίο δίπλα του, ποὺ τὸν βοηθοῦσε νὰ βγάλει τὸν κόκκινο μανδύα καὶ νὰ κάτσει στὰ λιθάρια ἐκεῖ ποὺ ἔφτιαξαν πρόχειρο τραπέζι, ὅταν μὲ εἶδε πετάχτηκε σὰν ἀστραπὴ καὶ σὰν ἀστρίτης, ἅρπαξε τὴν περικεφαλαία , μὲ ξάπλωσε στὸ χῶμα καὶ μὲ τὸ πόδι του μὲ πάταγε στὸ στέρνο. Πρὶν προλάβει νὰ βγάλει τὸ κοντομάχαιρό του ἀπὸ τὸ θηκάρι, ἕνα χέρι ἁπλώθηκε καὶ κράτησε τὸ δικό του. Καὶ μιὰ φωνή. Μιὰ φωνὴ ποὺ ἀκόμα μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἠχεῖ στ’αυτιά μου καὶ θαρρῶ πὼς θὰ τὴν ἀκούω ὥσπου νὰ πεθάνω. Μιὰ φωνὴ βασιλική... Καὶ τότε κατάλαβα γιατι αὐτός, ὁ Λεωνίδας τῆς Σπάρτης, δὲν εἶχε χρεία στέμματος καὶ χρυσῆς κορώνας.. Μιὰ φωνὴ ποὺ θὰ τὴν θυμᾶμαι μέχρι νὰ σβήσω καὶ νὰ χαθῶ γιὰ πάντα:
-Διηνέκη! Δεῖξε οἶκτο.
Καταλάβατε; Καταλάβατε ἐσεῖς ποὺ κατηγορεῖτε αἰῶνες ὁλόκληρους τὸν ἱερόσυλο καὶ τὸν ἄπατρι, τὸν φιλοχρήματο ἀχρεῖο ἐξωμότη, τὸν Ἐφιάλτη; Τὸν Ἐφιάλτη, τὸν Προδότη!
Οἶκτος. Λύπηση ἀνακατεμένη μὲ ἀπέχθεια καὶ σιχασιὰ ἴσως γιὰ τὸν φουκαρᾶ τὸν κακομοίρη τὸν στραβοκάνη μὲ τὰ καλαμοπόδαρα, ποὺ τόλμησε νὰ βάλει στὸ λιγδιασμένο του κεφάλι τοῦ Βασιλέα τὸ κράνος τὸ τρανό.
-Χάσου, σφύριξε τὸ Θηρίο κι ἐγὼ πισωπερπάτησα μισοπροσκυνῶντας καὶ μουρμουρίζοντας εὐχαριστίες καὶ φρόντισα νὰ χαθῶ ἀπὸ τὰ μάτια τους.
Ἔτσι καθὼς κουτρουβαλοῦσα στὴν πλαγιὰ σκυφτὸς καὶ βιαστικός, γύρισα μόνον μιὰ στιγμὴ καὶ τὸν κοίταξα γιὰ τελευταία φορά. Καὶ μὲς τὸ δειλινό, μοῦ φάνηκε πὼς γύρω του ἄναβαν φωτιές. Κι αὐτὸς στὴ μέση λέοντας σωστός. Καὶ τὰ Θεριὰ δίπλα καὶ τριγύρω του, βγάναν τὶς περικεφαλαῖες, ἀκουμποῦσαν τὶς ἀσπίδες, στρώναν τὰ μαλλιὰ καὶ ἔστηναν χορό.
Γιὰ μιὰ στιγμή μου φάνηκε πὼς μὲ κοίταξε κι ἐκεῖνος. Καὶ σάν...να χαμογέλασε... Ἕνα ἁδρὸ σχεδὸν ἀδιόρατο χαμόγελο μαλάκωσε θαρρεῖς τὶς κοφτὲς γωνίες τοῦ ὡραίου του προσώπου. Καὶ ἔτσι χαμογελαστὸς καὶ ἀγέρωχος μέσα ἀπ’τις φλόγες τὶς πορφυρές, λὲς καὶ σταμάτησε νὰ μοιάζει μὲ ἄνθρωπο θνητό. Ἡ μορφή του ἄρχιζε νὰ θυμίζει τοὺς θεούς, τοὺς ἠμίθεους καὶ τοὺς ἥρωες ποὺ τόσο ἀγάπαγε τοῦτος ὁ λαός... Καὶ τότε ἦρθε μιὰ φωνή, ἡ Φωνή του. Ἥσυχη. Σίγουρη. Καθοριστική. Νὰ ἐπαναλαμβάνει σὰν ὕμνο καὶ σὰν παιᾶνα καὶ σὰν ἀρχαῖο ρητό, κάτι ποὺ τότε δὲν μποροῦσα νὰ ξεχωρίσω μὰ τώρα χρόνια μετά, τὸ ἀκούω συνέχεια πρωΐ καὶ βράδυ νὰ ἠχεῖ στ’αυτιά μου, νὰ μοῦ κλέβει τὴν ἀκοὴ καὶ νὰ μὴν μπορῶ πουθενὰ νὰ βρῶ ἀνάπαυση.
Δυὸ λέξεις μόνον. Μοναχὰ δυὸ λέξεις: Μολῶν λαβέ!
Νὰ ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς στὸν ἴδιο τόνο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, νὰ περνοῦν μέσα ἀπ’τις Πύλες τὶς Θερμές, νὰ ἀντηχοῦν στὰ ἴδια αὐτὰ Στενά:
Μολῶν λαβέ... Μολῶν λαβέ... Μολῶν λαβέ...
Μὰ δὲν ἄντεξα ἄλλο καὶ κυνηγημένος ἀπ τὸν ἀντίλαλο,, κατέβηκα τρέχοντας σχεδὸν καὶ ἔφτασα στὸ μονοπάτι. Τὸ μονοπάτι τὸ δύσκολο τὸ κακοτράχαλο, ποὺ διέσχιζε τὸ δάσος μὲ τὶς παλιὲς βελανιδιὲς ποὺ λίγοι τὸ γνώριζαν. Ἐγὼ τὸ περπατοῦσα καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια. Τὸ μονοπάτι ποὺ εἶχε καὶ ὄνομα: Ἀνοπαία ἀτραπός.
Καὶ μόνον σὰν εἶδα κάτω στὴ μεγάλη πεδιάδα καὶ τριγύρω στὸν περίκλειστο κόλπο τὶς φωτιὲς καὶ τὰ μιλιούνια ἀπὸ τὸν ἀμέτρητο στρατὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλιᾶ μὲ τὴν βαριὰ κορώνα καὶ τὸ χρυσὸ θρόνο, μόνον τότε σταμάτησα. Πῆρα ἀνάσα, κοίταξα ψηλὰ κατὰ τὰ Στενά, σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ προχώρησα πρὸς τὸ στρατόπεδο τῶν χρυσοφόρων Μήδων.
Ὡστόσο καὶ πρὶν κατεβάσω τὸν χαμηλό μου πῖλο μέχρι τὰ μάτια, μὲ πρόφτασε ἡ φωνή του γιὰ ἄλλη μιὰ φορά: ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!
Ἔκλεισα μὲ τὰ δυό μου χερια τὰ αὐτιὰ καὶ προχώρησα. Ὁ μεγάλος βασιλεὺς εἶχε πλέον ἀφιχθεῖ..... Μυριάδες ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι ὑποχρεωτικοὶ καὶ σκλάβοι πρόθυμοι εἶχαν στήσει τὴ βαρύτιμη σινικὴ σκηνή του καὶ εἶχαν στρώσει χαλιὰ χρυσοκέντητα γιὰ νὰ πατήσει. Μὰ ἔτσι ὅπως διάβαινε χιλιοπλουμισμένος καὶ ἀργοκίνητος γιὰ νὰ ἀνεβεῖ στὸ θρόνο του, ἄρχισαν οἱ ἀνατολίτικοι ἐπίμονοι ἦχοι καὶ οἱ στριγγιὲς μουσικὲς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ μοιρολόϊ ἀργόσυρτο καὶ θρῆνο σὲ τρόπο λυδικό. Καὶ ἔτσι δὲν ἄκουσε ὁ Μέγας Βασιλεύς, τὴν ἀγέρωχη δωρικὴ φωνὴ ψηλὰ ἐκεῖ στὰ Στενά...
Τὴ φωνὴ ἐκείνου, τοῦ Λεωνίδα, ποὺ αὔριο καὶ ὕστερα καὶ μετὰ καὶ γιὰ τὸ τώρα καὶ γιὰ ὅλους τοὺς αἰῶνες, σφράγισε τὶς Θερμοπύλες καὶ τὸν προδότη καὶ τοὺς βαρβάρους καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, μὲ δύο λέξεις μόνον:
ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ !
Και έτσι μᾶς νίκησε γιά πάντα…Υ.Γ.1 Ὁ Ἐφιάλτης ὁδήγησε τοὺς Πέρσες, ὥστε νὰ χτυπήσουν τοὺς Σπαρτιᾶτες πισώπλατα ἀπὸ τὸ μονοπάτι ποὺ ὀνομαζόταν Ἀνοπαία Ἀτραπός.
Υ.Γ.2 Στὴν πρόταση τοῦ Ξέρξη νὰ παραδώσει τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀποχωρήσει μὲ πλούτη ἀμύθητα, ὁ Λεωνίδας ἀπήντησε μὲ δύο λέξεις: Μολῶν Λαβέ.