Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Κρήτη-Δασκαλογιάννης - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα


 Ωδή  στον  Δασκαλογιάννη

          


           

Πρὶν γίνεις ἄγαλμα 

ἤσουν ἐπανάσταση. 

Πρὶν γίνεις ἀνάμνηση 

ἤσουν φωτιά 

Πρὶν γίνεις κομμάτια 

ἤσουν ἀκέραιος 

Πρὶν γίνεις Δάσκαλος 

ἤσουν ὁ Ἰωάννης. 

"Ἐνῷ θὰ χαθεῖ ὁ Φράγκος 

ἀλαφροπάτητος καὶ εὐγενής 

φθονῶντας καὶ ρημάζοντας μὲ καλαισθησία καὶ ἄποψη 

στὰ χνάρια του ἀπάνω 

ὁ Τοῦρκος θὰ φανεῖ... " 

Φυλᾶς τὸ Καστέλι, τα Σφακιά, τα περάσματα. 

Σὲ κόψανε κομμάτια. Κάποτε. Σὲ κρέμασαν καὶ σὲ ἔκοβαν κομμάτια. Κάποτε. Καὶ δὲ μιλοῦσες. Δὲν θρηνοῦσες. Δὲν παρακαλοῦσες. Μόνον ποὺ προσπαθοῦσες νὰ κρατᾶς τὴν κεφαλὴ στητή. Καὶ τὰ κατάφερνες. Ὡς τὸ τέλος. Κι ἦταν αὐτὸ μυστήριο μεγάλο. Γιὰ τοὺς ἀγαρηνούς. 

Οἱ ἄλλοι -πίσω ἀπὸ κλειστὰ πορτόθυρα- τὸ πανε γιὰ θάμα. Καὶ κάποιοι, μαυροντυμένοι στὰ βουνὰ καὶ στὰ Λευκὰ τὰ ὄρη, ἐρίξανε μιὰ τουφεκιὰ καὶ σκῦψαν τὰ κεφάλια. Τὶς κεφαλές τίς μαυροδεμένες. Μὲ τῆς Πόλης τὰ δάκρυα τὰ μαῦρα. 

Μαῦρα δάκρυα, μαύρη σκλαβιά. Ποιός τὴν ἀντέχει; Ἐσὺ ὄχι. Μήτε τὸ νησί σου. Τὸ μεγάλο. Τὸ ξακουστό. Ποὺ στέκει σὰν καράβι καταμεσὶς στὸ πέλαγο. Καὶ εἶναι πόθος τῶν ἐχθρῶν καὶ καύχημα τῶν φίλων. Ἐδῶ καὶ αἰῶνες... 

Κρατᾶς τὸ κεφάλι στητό. Μέγα θαῦμα!  Ἔτσι θὰ σὲ κρεμάσουν. Ἔτσι θὰ σὲ κομματιάσουν. Ἔτσι θὰ σὲ χαλάσουν, μὴν ἀντέχοντας πλιὸ τὴν κεφαλή σου την στητή. 

Καὶ μέσα τους θὰ νιώσουν πίκρα κρυφή, κρυμμένη μὲς τὴν λύσσα. Γιατί δὲν τοὺς προσκύνησες. Καὶ γιατί δὲν τοὺς πρόσπεσες καὶ δὲ γονάτισες. Μόν΄π ΄ἔφτυσες στὴ μούρη τοῦ δημίου. Κι ὕστερα σήκωσες ψηλὰ τ΄αρχοντοκέφαλό σου καὶ τὸ μάτι τὸ ἀετίσιο ἔμεινε ἐκεῖ νὰ θωρεῖ κατὰ τὸ πέλαγο, πάνω ἀπ΄της νήσου τὶς γραμμές. 

Τί ἔβλεπες; 

Κάποιοι εἶπαν τὰ καράβια τῆς μεγάλης βασίλισσας. Ἐκείνης ποὺ΄στειλε τὸ στόλο της τὸν κραταιὸ καὶ τοὺς ἀντμιράλους της τοὺς δοξασμένους. Καὶ σημαιοστολίστηκε τὸ Αἰγαῖο, ντύθηκε σὰ νύφη πεντάμορφη καὶ τὸ δικό σου τὸ νησί, ἑτοίμασες καὶ σὺ καράβια καὶ μπαρούτια. Ἐντύθηκες καὶ τὴ στολὴ τὴ μαύρη,τού μαύρου πένθους τον καημὸ γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης καὶ εἶπες νὰ πάρεις τὰ βουνά.

 Γιατί εἶναι ὁ ἀέρας ἀλαφρὺς ἀκειὰ στὰ Ὄρη τὰ Λευκά 

 καὶ δὲν τὸν ἐμαυρίζει τὸ χνῶτο τοῦ Ἀγαρηνοῦ. 

Ἀπὸ τὰ ὄρη ἐπολεμοῦσες καὶ πρόσμενες. Μάτωνες καὶ ἐπρόσμενες. 

Τώρα θὰ΄ρθεί ὁ Μόσκοβος νὰ φέρει τὸ σεφέρι.. 

Καὶ ὁ λαὸς πολεμοῦσε καὶ πρόσμενε. Μάτωνε καὶ ἐπρόσμενε. Ρήμαξαν τὰ Σφακιὰ τὰ περήφανα. Χόρτασαν αἷμα καὶ σάρκες τ ἀγρίμια καὶ τὰ ὄρνεα. 

Μόνον ὁ Σκύλος ὁ Κακὸς

 τὸ αἷμα δὲ χορταίνει. 

Ἐπέρασε ἡ Ἄνοιξη, ήλθε τὸ καλοκαίρι, καράβι δὲν ἐφάνηκε. Τελειῶσαν οἱ ἐλπίδες. 

Ἀκόμη αὐτὴν τὴν Ἄνοιξη ραγιᾶδες ραγιᾶδες 

τοῦτο τὸ καλοκαίρι 

ὥσπου νὰ ΄ρθεῖ ὁ Μόσκοβος 

νὰ φέρει τὸ σεφέρι..

Εἶναι βαρὺς ὁ χειμῶνας στὰ Ὄρη. Βαριὲς καὶ οἱ καρδιές. Μὰ ἐσὺ πολεμᾶς. Πολεμᾶς κι ἂς ξέρεις πιὰ μὲς τὴν καλὴ γενναία καρδιά σου,πώς ὁ στόλος τῆς μεγάλης αὐτοκράτειρος μὲ τοὺς σπουδαίους ναυάρχους μὲ τὶς ὡραῖες στολές τις χρυσοκεντημένες, δὲν θὰ ρθεῖ. Τραβήχτηκε νὰ ξεχειμωνιάσει στὴν μακρινὴ παγωμένη χώρα, ποὺ θὰ κοιτάξει νὰ ζεσταθεῖ καὶ τοῦτον τὸν χειμῶνα τυλιγμένη μὲ γοῦνες μπροστὰ σὲ τζάκια ἀναμμένα. Καὶ μὲ συγκίνηση ἀληθινὴ θὰ ἀκούσει ἱστορίες γιὰ γενναίους παράτολμους ποῦ δὲν ἦρθε ἡ ὥρα τους νὰ λευτερωθοῦν. Κι ἔτσι θὰ τοὺς εὕρει καὶ τ΄άλλο καλοκαίρι ραγιᾶδες ραγιᾶδες...Τί κρῖμα! 

Τὸ ἄλλο καλοκαίρι σὲ βρῆκε πάνω στὸ σταυρό. Ποὺ στήσανε οἱ βάρβαροι. Γιὰ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ὁμόδοξοι καὶ νὰ καταδικάζουν οἱ περίπου ὁμόδοξοι. Καὶ μόνον ὁ λαός σου ὁ μαυροφορεμένος σὲ ξέρει σὲ θρηνεῖ. Καὶ τὰ ἀδέλφια εἰς τὰ Ὄρη -ὅσα μισαπομείναν-ρίχνουν μιὰ τουφεκιά. Καὶ δαγκάνουν τὴν ἄκρη ἀπ΄το κεφαλομάντηλο. Τὸ μαῦρο, ποὺ πενθεῖ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης. Καὶ σηκώνουν τὴ γροθιά,εκεί πρὸς τὸν Βοριᾶ καὶ τὴν Ἀνατολή. Καὶ λένε: 

Σὰ θὰ ρθεῖ ἡ ὥρα κι ὁ καιρός... 

Στὸ σταυρό, στὸ ἰκρίωμα. Νὰ κόβουν τὸ σῶμα σου, νὰ τὸ πετοῦν στὸν ὄχλο τον ἀφιονισμένο. Καὶ ἐσὺ ἐκεῖ. Μὲ τὸ κεφάλι στητό. Νὰ περιμένεις. Τί; 

Τί τάχα περιμένεις καὶ ὕψωσες τὸ βλέμμα σου ἐπάνω ἀπ΄τόν Χάνδακα καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μαρτύριό σου; 

Τί ἔρχεται ἀπὸ τὸ Ἀρχιπέλαγο καὶ σὲ κάνει νὰ μὴ λυγίζεις; 

Εἶναι τὸ δικό σου Ἀρχιπέλαγο. Τὸ περήφανο. Τὸ ἀγαπημένο. Ποὺ σὰ θεριὸ ἀφρίζει καὶ μουγκρίζει καὶ βογκά, γιατί πονᾶ στὸν πόνο σου. Καὶ κτυποῦν τὰ νερά του τα θυμωμένα νὰ διώξουν τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τὸν ἐχαλάσουν. 

Τὸ ξέρεις τοῦτο τὸ πέλαγο. Πρὶν λίγο-ἂς ποῦμε χτές- τὸ σχίζαν τὰ καράβια σου,το ἔκοβαν στὰ δύο.Και κεῖνο δὲν ἐπόναγε.Έστρωνε τὰ νερά του μὲ ἄνθια καὶ μὲ λούλουδα. Και λέγαν ὅλοι: 

Μὰ τί μοσχοβολάει; Μὴ φθάσαν κιόλας τοῦ Γιάννη τὰ πλεούμενα κι ἡμέρεψε τὸ πέλαο; 

Τώρα στὸ σταυρό, στο ἰκρίωμα. Καὶ τὰ καράβια σου, ποῦ; Τὰ χάλασαν,τά κάψαν. 

Ὅμως ἐσὺ προσμένεις. Καὶ μ΄όση δύναμη σοῦ ἀπέμεινε, ανασηκώνεις τὸ κεφάλι. 

Πάνω ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Πάνω ἀπὸ τὸν πόνο, τὸ αἷμα ,τὸ κομματιασμένο σῶμα ,τὸ αἱμοβόρο πλῆθος,

τ ἀλέτρι τοῦ δημίου. Πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο. Πάνω ἀπὸ τὸ νησί σου. Πάνω ἀπὸ τὸ λαό σου ποὺ ἀφανισμένος δὲν ἔχει πιὰ δάκρυα νὰ σὲ κλάψει. 

Καὶ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ στέκεις πιὰ μὲ τ΄Αρχαγγέλου τὰ φτερὰ νὰ σοῦ κρατοῦν τὸ περήφανο κεφάλι, βλέπεις. Τὸ καράβι. Καὶ χαμογελᾶς. Ἐπί τέλους. Ἦρθε. Ἔφτασε. 

Ὁ δρόμων. Ὁ ἀειτάξιδος. Πηδοῦν οἱ ναῦτες. Κινοῦν τὰ μέλη. Ξεμουδιάζουν. Τί μεγάλο ταξίδι! Ἀτέλειωτο. Θαρρεῖς καὶ κράτησε αἰῶνες! Ἄ! νὰ ξεκουραστοῦν γιὰ λίγο, να ἀλλάξουνε τὰ ροῦχα καὶ ὕστερα ξανὰ πρὸς τὸν Βοριᾶ καὶ τὴν Ἀνατολή. 

Εἶναι ναῦτες, εἶναι δικοί σας, τῆς Νήσου καὶ τοῦ Πέλαγου παιδιά, κοπέλια τῆς λαλιᾶς σου. 

Πετοῦν τὰ μαῦρα πουκάμισα,ντύνονται μὲ τὰ ἄσπρα. Βγάνουν τὸ μαῦρο τὸ μαντήλι, ἐκεῖνο μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τοὺς μαύρους κόμπους. Ἀνεμίζουνε σγουρὰ μαλλιά, λάμπουν τὰ πρόσωπά τους. 

-Ἔλα! 

Γιὰ σένα τὸ λένε. 

-Ἔλα! 

Ἦρθε ἡ ὥρα. Φεύγετε. Σαλπάρετε. Πᾶρε τὸ ἄσπρο ροῦχο ποὺ κρέμεται ἀπ΄του Ἀρχάγγελου τὸ φτερὸ καὶ ξεκίνα. 

Τὸ καράβι ἦλθε.Το καράβι σου ἦλθε.Ταξίδεψε αἰῶνες μὰ ἔφθασε. Γιὰ νὰ σὲ πάρει. 

Γιὰ νὰ πετάξουν οἱ ναῦτες τὰ μαῦρα ποκάμισα. Γιὰ νὰ λύσει ὁ λαός σου τὰ μαῦρα τῆς Πόλης τὰ πένθιμα μαντήλια. Γιατί πένθος δὲν ὑπάρχει πιά.. 

Τὸ μαντᾶτο ἦρθε. Τ΄ακούσανε τ΄αδέλφια σοῦ ἀπάνω στὶς Μαδάρες καὶ ρίξανε μιὰ τουφεκιὰ καὶ στῆσαν πανηγύρι. Πατᾶν τὴ γῆ μὲ δύναμη. Πατᾶνε τὸ θερίο. Ἀντιλαλοῦνε τὰ χωριά, τὰ ὄρη,οι χαράδρες. Δίνουνε πήδους στὸ χορό. Σκοτώνουν τὸ θερίο. Πετᾶξαν τὰ πουκάμισα τὰ σκοτεινὰ τὰ μαῦρα. Ντυθήκαν ἄσπρες φορεσιὲς καὶ χαίρουνται καὶ λένε: 

Ξεκίνα Δάσκαλε 

καὶ πλιό 

ὀχτρὸς δὲ θὰ σὲ φθάσει. 

Γιατι καράβι Κρητικό 

διάβηκε τοὺς αἰῶνες. 

Πῆρε τὸ δρόμο τοῦ Νοτιᾶ 

καὶ στὸ νησί μας ἦρθε. 

Γιατι ὁ Παντοκράτορας 

σὰν ἄνοιξε τὸ μάτι 

ἀμέσως τ΄αποφάσισε: 

Στὴν Κρήτη τὸ μαντᾶτο! 

Πρῶτοι ἀπ΄όλους Κρητικοί 

θὰ φέρουν τὸ σεφέρι. 

Ποτέ, καμμία Ἄνοιξη 

ραγιᾶδες,ραγιάδες 

κανένα καλοκαίρι. 

Καὶ σὰν τὸ λέει ὁ Κριτής 

οἱ ἀθρῶποι τί νὰ κάμουν; 

Φύγε Ἰωάννη κι ἔρχονται 

μυριάδες στὸ κατόπι. 

Καὶ σὰν τελειώσει κι ὁ χορός 

πάψει ὁ πεντοζάλης 

φορᾶμε τ΄άσπρα ροῦχα μας 

κι ὅλοι ἀκολουθάμε. 

Τὰ Ὄρη ἀντηχοῦν. Τὸ Πέλαγο γιορτάζει. 

Καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησιά 

ἠχοῦνε οἱ καμπάνες. 

Τὸ ταξίδι ξεκινᾶ. Ο δρόμων εἶναι ἕτοιμος. 

Καλὸ κατευόδιο, Ἰωάννη Δάσκαλε! 

Γιορτὴ σὲ περιμένει! 

Υ.Γ.1/. Ὁ Δασκαλογιάννης ἀπὸ τὴν Ἀνώπολη Σφακίων μαρτύρησε κομματιασμένος ζωντανός,επί τοῦ ἰκριώματος ποῦ ἔστησαν οἱ τοῦρκοι στὴν πόλη τοῦ Ἡρακλείου. Ήταν ἡ τιμωρία γιὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1770-71 στὴν ὁποία πρωτοστάτησε, διαθέτοντας τὰ καράβια του στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐκ Γερμανίας προερχομένης, τσαρίνας Αἰκατερίνης , τῆς ἐπονομαζόμενης Μεγάλης. Ἡ ἀναμενόμενη βοήθεια ποὺ ὁ ναύαρχος Ὀρλώφ, εἶχε ὑποσχεθεῖ σὲ ὅλους τοὺς νησιῶτες γιὰ τὴν ἡρωική τους συμμετοχὴ στὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο δὲν ἦλθε ποτέ. Ούτε ἡ πολυπόθητη ὑπόσχεση γιὰ ἀπελευθέρωση. Τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ποὺ ξεσηκώθηκαν καὶ πρωτίστως ἡ Κρήτη, πλήρωσαν μὲ ποταμοὺς αἵματος καὶ ἀπερίγραπτες θηριωδίες. 

Υ.Γ2/ Τὸν Μάρτιο τοῦ 1453 φθάνει στὴν Κρήτη ἀπὸ τὴν Πόλη, εκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, μεταφέροντας μήνυμά του πρὸς τὸ νησί. Οἱ Κρητικοὶ ἀνταποκρίθηκαν ἄμεσα στὸ χρυσόβουλον τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ σὰν ὕστατη ἐλπίδα ζητοῦσε τὴν ἀρωγή τους ἐνάντια στὴν προετοιμαζόμενη ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς τούρκους,ολοκληρωτική ἐπίθεση κατὰ τῆς Βασιλεύουσας. 

Πέντε καράβια ἐξοπλισμένα καὶ μὲ ἐμπειροπόλεμο πλήρωμα 1.500 ἀνδρῶν ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ λιμάνι της Σούδας. Μετὰ ἀπὸ ναυαμαχία στὴν Προποντίδα ἐναντίον 60 καραβιῶν τῶν τούρκων καὶ μὲ αὐτοθυσία καπεταναίων καὶ πληρωμάτων, ἔφθασαν στὴν Πόλη στὶς 13 Ἀπριλίου 1453, τὰ ἐναπομείναντα κρητικὰ καράβια, δύο δρόμωνες. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας κατέλαβαν θέσεις ἐντὸς τῶν τειχῶν καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ καπετάν-Γραμματικοῦ, πολεμοῦσαν μὲ πρωτοφανῆ γενναιότητα στοὺς πύργους τοῦ Βασιλείου, Λέοντος καὶ Ἀλεξίου. 

Τὴν 29η Μαΐου καὶ ἐνῷ οἱ γενίτσαροι εἶχαν ἤδη ὀρμήξει στὰ τείχη ἀπὸ τὴν μυστηριωδῶς ξεκλείδωτη Κερκόπορτα καὶ ἐνῷ ὁ Τελευταῖος Αὐτοκράτωρ εἶχε ἤδη πέσει μαχόμενος παρὰ τὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ καὶ ἐνῷ στὴν Πόλη ἀκούγονταν οἱ ὀδυρμοί, ο θρῆνος, οι σφαγὲς καὶ στὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ γίνονταν τὰ ἀνείπωτα αἴσχη καὶ ἀπὸ παντοῦ ἀνέβαινε οὐρανομήκης ἡ κραυγή : Ἡ Πόλις ἑάλω, οἱ Κρητικοὶ πιάνοντας τὴν αὐτοκρατορικὴ πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, δὲν σταματούσανε τὴ μάχη. Ἔφθασε δείλι περασμένο καὶ ἔφθασε καὶ ἡ πληροφορία στὰ αὐτιὰ τοῦ σουλτάνου. Τότε λέγεται πὼς ὁ ἀνατολίτης ἐθαύμασε τὴν τρομερὴ γενναιότητα καὶ τὴν πρωτοφανῆ γιὰ αὐτοὺς ἀψηφισιὰ τῶν τελευταίων Κρητῶν μαχητῶν ποὺ μοιάζαν νὰ μὴν ἔχουν ἀκούσει πὼς ἡ Πόλις Ἑάλω. Ἔστειλε λοιπὸν δραγουμάνους μὲ λευκὴ σημαία καὶ φιρμάνι: 

Προσέταξεν ἵνα κατέλθωσι μετὰ συμβάσεως καὶ ὦσιν ἐλεύθεροι αὐτοί τε καὶ ἡ ναὺς αὐτῶν καὶ πᾶσα ἡ ἀποσκευὴ ἥν εἶχον. 

Υ.Γ.3/ Ὁ θρῦλος θέλει ὁ δρόμων ποὺ ἀπέπλευσε ἀπὸ τὴν Πόλιν γιὰ νὰ φέρει τὸ θλιβερὸ μαντᾶτο στὴν Κρήτη νὰ μὴν θέλησε νὰ φτάσει στὸ νησί. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τὸ κράτησαν οἱ Φράγκοι ὡς τὰ 1669 κι ὕστερα στὸ πάτημά τους πάνω ἔφτασε ὁ Τοῦρκος. Οἱ 170  Κρῆτες, οἱ τελευταῖοι μαχητὲς τῆς Πόλης, ἀνέβηκαν στὸ καράβι τους, ὕψωσαν μαῦρο πανὶ καὶ ἀπὸ τότε περιπλανῶνται στὸ Αἰγαῖο. Τοὺς βλέπουν βράδια οἱ ναυτικοὶ καὶ οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι καὶ οἱ καθαροὶ τὴν καρδίαν. 

Καὶ λέγεται πὼς δὲν θὰ ἀφήσουν τὸ καράβι, παρά μόνον ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἡ Πόλις. 

Γιατι θὰ΄ναι οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ πατήσουν τὸ πόδι τους ἐκεῖ. 

Ἡ Κρήτη βέβαια ἔμαθε θλιβερὸ μαντᾶτο.

Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄντρες της μαυροφορούν. 

Καὶ πάνω στὰ κεφάλια δένουν μαῦρο μαντήλι.

Καὶ ὅσοι οἱ κόμποι του,τόσα τὰ δάκρυα τῆς Πόλης...΄Αμποτε νὰ ἀσπροφορέσουν!

Στὸ μεταξύ, ἀναμένοντας - ἀνάμεσα σὲ ἄλλες μάχες καὶ αἵματος ποτάμια- χορεύουν.

Καὶ χτυποῦν τὴ γῆ. 

Καὶ ἀντιλαλεῖ ὁ χτύπος...

Καὶ ἀντιλαλεῖ στὰ Ὄρη τὰ Λευκὰ καὶ φθάνει ὡς τὰ Σφακιὰ ἡ ὠδὴ στὸν Δασκαλογιάννη...

Και ξυπνᾶ ξημέρωμα ἡ ἄλλη Κρήτη, ἀγκαλιὰ μὲ τὴν ἄλλη Ἑλλάδα. 


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος - Ἡ ἄλλη Ἑλλάδα



Ἡ Τελευταία Λειτουργία 



Χιλιάδες λαμπάδες 

καὶ καντήλια χρυσᾶ 

λαμποκοποῦν. 

Καὶ στὰ ψηφιδωτά 

ἀντανακλοῦν 

φτερουγίσματα. 

Ἀόρατα πετάγματα 

θλιμμένων ἀγγέλων. 

Ἐσὺ τὰ βλέπεις. 

Καὶ στέκεις. 

Κάτω ἀπὸ τὸν θόλο. 


Ὁ Παντοκράτωρ 

κλείνει τοὺς ὀφθαλμούς. 

Δὲν ἀντέχει ; 

Ἢ μήπως πάει νὰ ἀναπαυθεῖ; 

Γιὰ πόσο τάχα ; 


Μόνον ἡ Κυρὰ μένει ἐκεῖ 

ἀπέναντι σου ἀκριβῶς 

μὲ τὸ Μικρὸ στὰ χέρια. 

Εἶναι Μάνα αὐτή 

καὶ ἀντέχει... 


Χιλιάδες μάτια σὲ κοιτοῦν. 

Χιλιάδες μάτια σοῦ ζητοῦν. 

Τρυπᾶνε τὴν καρδιά σου. 

Εἶσαι ἡ ἐλπίδα τους. 

Τὸ ξέρεις. 

Κι εἶναι τὸ βλέμμα σου βαρύ. 

Μὲ δάκρυα γεμᾶτο. 


Μὰ μπορεῖ νὰ δακρύζει 

ἕνας Αὐτοκράτωρ; 

Μπορεῖ. 

Ἅμα εἶναι ὁ Τελευταῖος... 



Ἕνα ἐρώτημα πλανᾶται στὸν ἀέρα. Εδώ καὶ αἰῶνες. Τελευταία φτερουγίζει πάνω ἀπὸ θάλασσες καὶ ἀπὸ βουνά, ἀπὸ πόλεις καὶ χωριά. Σέρνει μαζί του μιὰν ἁλυσίδα. Βαριά, παλιά, κάνει φασαρία. Ξυπνά νυσταγμένες ψυχές, κοιμισμένα ὄνειρα, ξεχασμένες ἱστορίες. 

-Μὰ ποὺ τὴν βρῆκε τούτη ἐδῶ τὴν ἅλυσο τὴν πολυκαιρισμένη, την σκουριασμένη; 

Καὶ τί ἀνατριχίλα, έτσι ὅπως τὴ σέρνει καὶ μᾶς χαλᾶ τὸν ὕπνο μας,τον βαθύ, τον καλό μας λήθαργο τὸν ἀκριβοπληρωμένο; 


Τὸ πρὸ αἰώνων ἐρώτημα, πλήρως ἀνανεωμένο καὶ ἄκρως ἑτοιμόλογο, απαντά: 

-Τὴν βρῆκα στὸν Κεράτιο. Έφραζε τὸν κόλπο.Προστάτευε τὴν Πόλιν. Από θαλάσσης. 


Ὕστερα, σὰν νὰ μὴν φθάνει αὐτό, κραδαίνει καὶ μία κλεῖδα. 

Ἕνα κλειδὶ τεράστιο, παλιό καὶ σκουριασμένο. 

Καὶ σὰν τὸ ρωτοῦν, ἀπαντᾶ στοὺς ἀγουροξυπνημένους: 

-Αὐτὸ δὲν θὰ σᾶς πῶ σὲ ποιῶν τὴν τσέπη τὸ βρῆκα! Εἶναι ἀπὸ τὰ τείχη. Ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ Κύρκου. Προστάτευε τὴν Πόλιν. Ἀπὸ ξηρᾶς. 


Αὐτὰ λέει καὶ χάνεται. Γιὰ νὰ ξαναφανεῖ καὶ νὰ ἀρχίσει τὴν ἀναγκαστικὴ ἀφύπνιση ἀνθρώπων βολεμένων. 


Ἕνα ἐρώτημα πλανᾶται. Καὶ μέχρι νὰ τὸ ρωτήσουν τί θέλει, ησυχία δὲν θὰ βροῦν. 



Τελευταία νύχτα. Τελευταία λειτουργία. Τελευταία προσευχή. 


Ἐσὺ τὸ ξέρεις. Εἶναι αὐτὴ ἡ γνώριμη πίκρα στὰ χείλη. Τὴ γεύεσαι ἀπὸ καιρό. 

Οἱ γιατροὶ ἀποροῦν. Οἱ αὐλικοὶ συμβουλεύουν. Οἱ κουράτορες ἀνησυχοῦν. 

Οἱ μοναχοὶ γονυπετοῦν. Οἱ μάγειροι προτείνουν μαστιχόνερο. Ἡ γριά-παραμάνα κουνᾶ τὸ κεφάλι καὶ καίει μαῦρο λιβάνι. Ἐσὺ χαμογελᾶς. Καὶ πικραίνεσαι. Ἀγγίζεις μυστικὰ τὰ χείλη καὶ πικραίνεσαι. Χαμογελᾶς πάλι. Καὶ ὅλοι ἀνακουφίζονται. Εἶσαι ἡ ἐλπίδα τους. Τὸ στήριγμά τους. Τὸ τελευταῖο ὀχυρό. 

Μόνον ἡ γραῖα ἡ γερμένη ἡ διπλωμένη σχεδὸν στὰ δύο, ἐξακολουθεῖ νὰ καίει μαυρολίβανο τοῦ Κυπριανοῦ, κουνῶντας τὸ κεφάλι καὶ μουρμουρίζοντας λόγια ἀκατάλυπτα καὶ ξορκισμοὺς ἀρχαίους. Αὐτὴ ἔχει βράδια ὁλάκερα νὰ κλείσει μάτι. 

Δὲν ἡσυχάζει. Δὲν ξεγελιέται μὲ χαμόγελα καὶ ἄλλα τέτοια. Σὲ ξέρει. Σὲ μεγάλωσε.. 

Σὲ πῆρε μωρὸ στὰ πορφυρᾶ σεντόνια καὶ σοῦ ἔσταξε γάλα καὶ μέλι στὸ ρόδινο παιδικὸ στόμα. Ὁ κόρφος της σὲ ἀνάστησε. Σὲ εἶδε ἄντρα καὶ γαμπρὸ καὶ βασιλέα στὴν Πόλη. 

Καὶ τότε ἀναφουρφούρησε ἡ καρδιά της. Σὰν σοῦ ἔβαζαν τὸ στέμμα στὸ κεφάλι. Που κράταγε τὰ σγουρὰ στρουφιχτὰ μαλλιά, μόνον ποὺ τώρα γυάλιζαν μισο- ἀσημένια, κάτω ἀπὸ τὰ χιλιάδες κεριὰ κάτω ἀπὸ τὰ χιλιάδες μάτια στὴν Μεγάλη Ἐκκλησιά. 

Καὶ σφίχτηκε ὁ κόρφος ὁ στεγνωμένος. Καὶ σήκωσε τὰ κουρασμένα μάτια κατὰ τὸν Παντοκράτορα νὰ πάρει μήνυμα κι ἐλπίδα. Μά...Θέ μου Μεγαλοδύναμε! Ὁ Παντοκράτωρ κράταγε τὰ βλέφαρα κλειστά. Καὶ τότε ἦρθε στὸ στόμα της μιὰ πίκρα! 

Καὶ στὸ νοῦ της καρφώθηκε ἡ παιδική σου εἰκόνα: Τότε ποὺ ἔτρεχες νὰ κρυφτεῖς στὴν ἀγκαλιά της, γιατί δὲν ἄντεχες στὰ Θεοφάνεια νὰ φωνάζει ὁ Ἰωάννης καὶ νὰ ἀνατριχιὰ ὁ Ποταμός: " Ἰδοὺ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου." 

-Μὰ γιατί; Γιατί τὴν ἡμέρα ποὺ βαφτίζεται νὰ τοῦ πετοῦν ὅλο τὸ βάρος τοῦ κόσμου; Ἕνα ἀρνάκι εἶναι. Δὲν τὸ λυποῦνται; Πῶς ν ἀντέξουν οἱ πλάτες του τὸν κόσμο ὅλο ; 


Πὼς ἤθελε νὰ σὲ πάρει καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Στέψης στὴν ἀγκαλιά της, να σὲ κανακέψει, νὰ σὲ παρηγορήσει, να σοῦ σκουπίσει τὰ δάκρυα μὲ τὴν λευκὴ μπροστοποδιὰ κι ὕστερα νὰ σοῦ δώσει μαστιχούλα μυριστῇ- της Χιὸς τὸ δάκρυ τὸ ἀκριβό- νὰ πάρει ἀπ’ χείλη σου τὴν πίκρα! Μὰ ἦταν χιλιάδες γύρω σου. Καὶ στολὲς καὶ ἄμφια καὶ κόσμος πολύς. Ποὺ σὲ περίμενε. Πλῆθος. Ποὺ κράταγε τὰ λάθη του καὶ τὰ λάθη τῶν ἀρχόντων καὶ τὴν ἀπληστία τῶν ράσων καὶ τὴν μοχθηρία τῶν "φίλων" καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν μισθοφόρων καὶ τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ μεγάλου Θηρίου ποὺ θρονιασμένο στὰ βελοῦδα του τὰ κόκκινα περίμενε μὲ ἀγαλλίαση κρυφὴ καὶ μὲ σπαραγμὸ φανερό...Πότε τάχα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἀμολήσει τὰ Σκυλιὰ τὰ μαῦρα -τὰ καλοταΐσμένά με σάρκες καὶ αἷμα- πότε θὰ τὰ ξαμολήσει γιὰ νὰ τελειώσουν ὅ,τι ξεκίνησε αἰῶνες πρίν. 


"Ἔργον αἰσχρὸν κατ΄ανάθεσιν. Διότι πέρασαν τὰ χρόνια .Ἐπαρήλθαν οἱ αἰῶνες τῶν προσχημάτων. Που μὲ εὐλογίες καὶ τελετουργίες ξαμολούσαν οἱ Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν μὲ τὴν βοῦλα τοῦ Θηρίου καὶ τὰ φλάμπουρα τῆς Γαληνοτάτης τὸ λυσσασμένο τυφλωμένο ἀσκέρι. Το ἔστελναν νὰ ἐλευθερώσει τὸν Ποταμὸ τοῦ Ἀρνιοῦ καὶ ἄλλα καὶ ἄλλα -τοὺς ἔπιασε ὁ πόνος βλέπεις- μόνο ποὺ τὸ μάτι τους τὸ φθονερὸ ἤθελε νὰ ζυγιάσει. Τὸ βιός. Της Πόλης. Τὰ παλάτια. Τὶς ἐκκλησιές. Τὴν Ἐκκλησιὰ τὴν Μεγάλη.Τα χίλια σήμαντρα. Τις σκαλιστὲς καμπάνες. Τὶς γλυκόλαλες. Ποὺ σὰν ἠχοῦσαν ἔδιωχναν κάθε πόνο,κάθε φόβο. Γιατί κράταγε ὁ ἦχος τους μυριάδες προσευχές. Τὶς κράταγε γιὰ λίγο κι ὕστερα τὶς ἔστελνε στὸ Βόσπορο. Νὰ φυλᾶνε τὰ περάσματα. Ηχούσαν οἱ καμπάνες, ταξίδευαν οἱ προσευχές, σκορποῦσαν οἱ ἐχθροί. Έτσι γινόταν πάντα. Μέχρι ποῦ κατέφθασαν οἱ ἅρπαγες, οἱ δῆθεν ὁμόθρησκοι, οἱ πονοψυχάρηδες ποὺ κλαίγανε γιὰ τοῦ Ἀρνιοῦ τοὺς Ἅγιους Τόπους. Καὶ κάτω ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὰ τρίχινα ράσα, γυάλιζε τὸ μάτι τους γιὰ πλιάτσικο. Δασκαλεμένοι ἦλθαν. Μιά,δυό,τρείς φορές. Τὴν τέταρτη ρήμαξαν, σκότωσαν, άλεσαν. Μ΄αλέτρι πονετικό. Ποὺ εἶχε ἱερὸ σκοπό: Νὰ λευτερώσει τοὺς τόπους τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ νὰ μαρτυρήσει ἡ Πόλη. Καὶ τὰ κορίτσια της. Καὶ τὰ παλληκάρια της. Καὶ τοῦ Θεοῦ οἱ Ἅγιοι Ἀνθρῶποι. Καὶ τῶν αὐτοκρατόρων τῶν παλιῶν οἱ ἔνδοξοι οἱ τάφοι.Και ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τὴν ἔκοψαν κομμάτια. Μαλώναν καὶ δαγκώνονταν ποιός θὰ πρωτοαρπάξει. Κομμάτιασαν ἀγάλματα, φτιάξαν φωτιὲς καὶ λιώνανε τὰ χρυσόβουλα, τὰ ἱερὰ Βαγγέλια, τις ἅγιες τὶς εἰκόνες...Στο τέλος ξήλωσαν καὶ τὰ ἄλογα τὰ μπρούτζινα τ ἀρχαῖα ποὺ ἔμοιαζαν σὰν ζωντανὰ ἐκεῖ στὸ Ἱπποδρόμιο. Τα φόρτωσαν στὰ καράβια τους καὶ τὰ΄στειλαν γραμμὴ νὰ φρουροῦν τὶς δικές τους ἐκκλησιές. Γιατι πιὰ οἱ δικές μας δὲν εἶχαν χρεία προστασίας. Τὶς ρήμαξε 

ἡ ἀκρίδα. Που κατσικώθηκε στὸ σβέρκο μας χρόνους πολλοὺς κι ἔπινε τῆς Πόλης τὸ αἷμα καὶ ἔθρεφε καὶ ἔστελνε καὶ στὸ Θερίο νά’χει. 

Τὸν λάκκο μᾶς ἔσκαψαν.Κι ἂν γιὰ λίγο βγάλαμε κεφάλι καὶ βρέθηκαν ἄρχοντες συνετοὶ νὰ μᾶς ἐλευτερώσουν...Τί τα θές; Ἕνας μυαλωμένος, χίλιοι ἄμυαλοι... 

Μαζεύτηκε ἐδῶ τοῦ κόσμου τὸ κατακάθι. Καὶ πιὰ δὲ χρειάζεται νὰ στείλουνε τους 

ἀβάφτιστους νὰ λευτερώσουν τοὺς ἅγιους τόπους ἀπὸ τοὺς ἄπιστους. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καὶ μέσα κι ἔξω καὶ παντοῦ. Ανέλαβαν τὸ ἔργο. Γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἡ ἀκρίδα ἡ ἐξ ἑσπερίας ὁρμώμενη, να προλάβει νὰ χωνέψει τα κλεμμένα,ν΄απλώσει καὶ τὸ Θεριό την παντούφλα τὴν κόκκινη, νὰ ξεκουραστεῖ κι αὐτό. Γιατι σὲ λίγο ἔρχεται ἡ μεγάλη ὥρα. Χρόνια τὴν ἑτοιμάζανε. Καὶ κάτι ἡ ἀκρίδα, κάτι τὸ ἀδελφοφάγωμα κι ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, κάτι τὸ χρυσάφι ποὺ γυαλίζει καὶ λάμπει καὶ στραβώνει μέχρι καὶ τοὺς ἀνοιχτομάτηδες...Νάτα τὰ τούμπανα κι οἱ καραμοῦζες μὲ τὶς μακριὲς τὶς μύτες νὰ ἠχοῦν καὶ τὸ κανόνι ἐκείνου τοῦ ἄλλου σχεδὸν ὁμόθρησκου στὰ χέρια τῶν Λύκων,να βαράει καὶ νὰ πέφτουν τὰ εἰκονίσματα. 

Ἐμαζώχτηκαν ὅλοι ἐδῶ. Τους ἐτράβηξε τοῦ αἵματος ἡ ὀσμή. Καὶ οἱ φίλοι,τούς ἄναψαν φανάρια. Τοὺς ἔγραψαν σημάδια. Νὰ μὴν κουραστοῦν. Νὰ βροῦν τὸ δρόμο μεμιάς. 


Τὸν ἄφησαν μόνο. Κατάμονο. Ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου... 


Ποιανοῦ κόσμου; Τί δουλειὰ ἔχει τούτη ἐδῶ ἡ ψυχὴ μ΄αυτόν τὸν κόσμο; Ἀδέλφια, θεριὰ ἀνήμερα. Να μὴν μπορεῖ μὲ τίποτα νὰ τὰ μερέψει. Φίλοι, φίδια κολοβὰ κρυμμένα μὲς τὸν κόρφο. Συμμαχίες τῆς ἀνάγκης. Συλλειτουργιὲς τῆς ἀνάγκης. Συμπροσευχές τῆς ἀνάγκης. Γιὰ ν΄ανεβαίνει κάθε χάραμα μονάχος στὸ πιὸ ψηλὸ πυργὶ νὰ καρτεράει τὴ βοήθεια καὶ τὰ φλάμπουρα τῶν συμμάχων,των ἀδελφοποιτὼν ποὺ θὰ ἔστελναν καράβια καὶ στρατοὺς νὰ φοβηθεῖ ὁ Λύκος νὰ πάει στὰ λημέρια του. Λὲς καὶ δὲν ξέρουμε ποιός ἔφερε τὸ Λύκο στὴν πόρτα μας μπροστά..." 




Στὸ στόμα σου ἡ πίκρα καὶ τῆς συμπροσευχῆς ὁ καημός. Καὶ τῆς ἕνωσης τὸ κρῖμα ποὺ θὰ΄φερνε καράβια καὶ ἄντρες ψυχωμένους νὰ σώσουνε. Τὴν Αὐτοκρατορία. Ποὺ μίκρυνε καὶ ἔγινε πιὰ μιὰ πόλη. Ἡ Πόλις. Δὲν εἶναι δική σου. Οὔτε αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν ἐδῶ. Λίγες χιλιάδες ψυχές.Τρομαγμένες. Οἱ περισσότερες.Δεν εἶναι δικιά σας ἡ Πόλις. Ἀνήκει σὲ ὅλους πρὶν καὶ ὅλους μετὰ καὶ στοὺς ἀγέννητους ἀκόμα. 

Τὸ ἔγραψες καὶ τὸ ἔστειλες ἀπάντηση στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν γερτὴ μύτη καὶ τὸν πόθο στὸ ἀνήσυχο μάτι.Αδημονεί. Νὰ μιὰ ὡραία λέξη! Ἀπόλυτα ἀκριβής .Σ’αρέσει ποὺ μιλᾶς αὐτὴ τὴ γλῶσσα. Της ἀπόλυτης ἀκρίβειας. Της σχεδὸν μαθηματικῆς ἀκρίβειας. Σ αὐτὴν τὴν γλῶσσα ἀπάντησες στὸν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ γίνει βασιλιᾶς. Δεν τὴν καταλαβαίνει. Δὲν θὰ τὴν μάθει ποτέ. Δεν πειράζει. Ὑπάρχουν χίλιοι πρόθυμοι νὰ τοῦ ἐξηγήσουν. 

Οἱ ἄνθρωποι σκύβουν πρὶν κἂν ὁ ἡγεμὼν τὸ ζητήσει. Νὰ κάτι ποὺ δὲν συνήθισες ποτέ. Νὰ προσκυνοῦν στὸ πέρασμά σου. Βασιλεύεις παραπάνω ἀπὸ τέσσερα χρόνια κι ὁ ἑαυτός σου δὲν ἔγινε ὁ θρόνος. 

Ἂς εἶναι...Τώρα οἱ πρόθυμοι γραμματικοὶ ἐξηγοῦν στὸν διψασμένο ἄνθρωπο τὴν ἀπάντηση σου. Καὶ τρέμουν μὴν τοὺς πάρει τὸ κεφάλι. Γιατί ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τοὺς διαβασμένους πὼς καὶ ἕνας ἄλλος βασιλιᾶς κι αὐτὸς δικός σας, παλιὸς μὰ ὄχι ξεχασμένος, κάπως ἔτσι εἶχε ἀπαντήσει σὲ ἄλλους διψασμένους μὲ γρυπὲς μύτες ποὺ κατέβαιναν ἀρματωμένοι ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς τὰ βάθη. Καὶ μιᾶς ὁ Βασιλεὺς ὁ παλαιὸς ἦταν πολεμιστὴς καὶ ὀλιγόλογος καὶ βασιλιᾶς μιᾶς πολεμικῆς καὶ ὀλιγόλογης πόλης ,απήντησε μὲ δυὸ λέξεις. Και σκᾶνε τώρα οἱ δραγουμάνοι. Νὰ ἐξηγήσουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ σαρίκι τί πάει νὰ πεῖ: Μ ο λ ὦ ν Λ α β έ. Καὶ σκάει κι ὁ ἴδιος νὰ καταλάβει τί ἐννοεῖς λέγοντας "πῶς ἡ Πόλις δὲν εἶναι δική μου νὰ σοῦ τὴν παραδώσω,ούτε κανενὸς ἄλλου ἀπ΄όσων τὴν κατοικοῦν...’’ Καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἀνατολίτης καὶ ζυμωμένος μὲ προλήψεις καὶ κισμέτ, μάγους κι ὀνειροσκόπους μπορεῖ καὶ νὰ φοβᾶται πὼς μέσα σου κυλᾶ τὸ ἴδιο ἀρχαῖο αἷμα, το ἴδιο ἀρχαῖο πεῖσμα, η ἴδια ὀλιγόλογη καὶ ἀποφασισμένη κοψιά.

Λες νὰ σηκωθεῖ ὁ Μολῶν Λαβέ, νὰ πιάσει τὰ περάσματα καὶ νὰ γίνει ὁ θρόνος της Βασιλεύουσας ὄνειρο ἄπιαστο καὶ μακρινό; 

Εὐτυχῶς ποὺ οἱ σκυμμένες ράχες τῶν σκυφτῶν μυστικοσυμβούλων ἔχουν ἐπαρκεῖς ἱστορικὲς γνώσεις. Έτσι ψιθυρίζονται λέξεις ὅπως: Ἐφιάλτης,προδοσία..μπορεί καὶ Κερκόπορτα. Ποῦ νὰ ξεχωρίσει μὲς τὰ μουρμουρητὰ καὶ τὴν καμαρίλα ... 

Πάντως ἠρέμησε ὁ ἡγεμὼν καὶ ἄγρυπνος μένει νὰ ἀφουγκράζεται τὸ μεγάλο χτύπο τῆς μεγάλης Πόλης ἔτσι ὅπως ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὸν θόλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησιᾶς. 

Εἶναι ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς.Της καρδιᾶς μιᾶς πόλης. Ποὺ ἑτοιμάζεται. Νὰ κοιμηθεῖ. Ὅπως ἐσύ. Γιατί κουράστηκε. Ὅπως ἐσύ. Δὲν τὸ ὁμολογεῖ . Ὅπως ἐσύ. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων. Ὅπως ἐσύ. Προσευχήθηκε. Ὅπως ἐσύ. Εἶδε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Παντοκράτορά της νὰ κλείνουν. Ἐκεῖ ψηλά. Ὅπως κι ἐσύ. Αὔριο στὰ τείχη.Θα πολεμήσει. Εἶναι μιὰ παλιὰ πόλη μιὰ χιλιόχρονη πόλη. Εἶναι ἡ Πόλις. Ξέρει νὰ πολεμᾶ 

Ὅπως ἐσύ. Εἶναι μιὰ γενναία πόλη. Ὅπως ἐσύ. Δὲν φοβᾶται νὰ πεθάνει. Ὅπως ἐσύ. 

Αὔριο θὰ προδοθεῖ. Όπως ἐσύ. Ἕνα κλειδὶ ζεσταίνεται στὰ μετάξια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν γρυπὴ μύτη θὰ γίνει βασιλιᾶς. Πουγκιὰ μὲ χρυσᾶ ζεσταίνουν παλάμες μαῦρες καὶ μαῦρες ψυχές... 


Ἡ Πόλις κρυώνει. Εἶναι ἄνοιξη προχωρημένη, μὰ τὶς νύχτες κατεβάζει ὁ Βόσπορος ἀεράκι.Κρυώνεις κι ἐσύ. Ὅμως βγάζεις τὸ πορφυρὸ ὠμοφόριο καὶ τὴν σκεπάζεις. Στοργικά. Γιατι εἶναι ...ἡ Πόλις, ἡ πόλη σου. Καί ...ὄχι! Δὲν θὰ τὴν παραδώσεις. Δὲν θὰ τὴν προδόσεις. Δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψεις. Τὸ ξέρει. Καὶ ἔτσι ἀφήνεται...Γέρνει στὸν ὦμο σου τὸ ὄμορφο κουρασμένο κεφάλι καὶ ἀποκοιμιέται. 


Τὴν κοιτᾶς γιὰ λίγο καὶ κλείνεις κι ἐσὺ τὰ μάτια. 

-Γιὰ λίγο, λές. 

Καὶ ἀποκοιμιέσαι... 




Υ.Γ.1 Ἡ Κωνσταντινούπολις ἐγκαινιάστηκε στὶς 11 Μαΐου 330. Ἁλώθηκε ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς σταυροφόρους τὸ 1204. Ανακτήθηκε μὲ ἐνέργειες κυρίως τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη τοῦ Ἐλεήμονος,το 1261. Ἁλώθηκε ἐκ νέου ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς Τούρκους ὑπό τον Μωάμεθ τὸν Β στὶς 29 Μαΐου 1453. Ήταν ἡμέρα Τρίτη. Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος. Δὲν δέχθηκε νὰ παραδώσει τὴν Πόλη καὶ νὰ ἀποχωρήσει μὲ πλούτη καὶ τὴ συνοδεία του ,όπως τοῦ πρότεινε ὁ Μωάμεθ. Ἐπολέμησε μέχρις ἐσχάτων ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος πλησίον τῆς πύλης τοῦ Ρωμανοῦ. Ὁ τάφος του δὲν εὑρέθη ποτέ. 


Υ.Γ.2 Οἱ ὀθωμανοὶ τοῦρκοι εἰσῆλθαν στὴν Πόλη ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Κύρκου ἢ Κερκόπορτα ποὺ ἐνῷ εἶχε ἀπὸ βραδὺς κλειδωθεῖ, ὅπως ὅλες οἱ πύλες καὶ εἴσοδοι ἐπi τῶν τειχῶν, το ξημέρωμα τὴν βρῆκαν οἱ εἰσβολεῖς ξεκλείδωτη. 


Y.Γ.3 Ὁ Παντοκράτωρ ἐπὶ τοῦ Τρούλου τῆς Ἁγίας Σοφίας καλύφθηκε ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς μὲ ἀσβεστοκονίαμα. Ο θρῦλος θέλει, ἡ Πόλις νὰ ἀνακτηθεῖ ὅταν ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται τὸ Πρόσωπο τοῦ Παντοκράτορος καὶ ἐν πρώτοις οἱ Ὀφθαλμοί Του. 



Ἕνα ἐρώτημα πλανᾶται στὸν ἀέρα ἐδω καὶ αἰῶνες... 


Η Άλλη Ελλάδα - Λεωνίδας - Θερμοπύλες

  Ω ξεῖν’ ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις  ὅτι τῆδε κείμεθα  το ῖ ς κείνων ρήμασι πειθόμενοι.  -Δὲν εἶναι ἀλήθεια. Δὲν εἶναι. Ἐγὼ ποὺ τὸν γνώρισα  ...