Ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ βαδίζουν
μὲ μοναδικὴ ἁρματωσιά
ἕνα σπαθί.
Τόσοι πόλεμοι
τόσες μάχες.
Ἕνα σπαθί.
Ἕνα λάφυρο.
Ἄ! κι ἕνας ἀδελφός.
Μικρός.
Ἐτῶν ἕνδεκα.
Τὸ αἷμα του.
Στὸν Χριστὸ μπροστά.
Τὸν Ἑλκόμενο.
Στῆς Μονεμβασιὰς τὸ κάστρο.
Τὸ αἷμα του τὸ παιδικό.
Ποὺ ἀντάμωσε καὶ πότισε καὶ ἔγινε ἕνα
μὲ τοῦ πατέρα τὸ αἷμα.
Τὰ κεφάλια στὴν Τρίπολη.
Τὰ σώματα...πού;
Κι ἐσὺ μακριά.
"Φύγε Νικήτα!" σοῦ εἶπε ὁ πατέρας.
"Φύγε, βγάλε φτερά, βρὲς τοὺς ἄλλους καὶ σιμὰ στὴ βρύση τῶν Θεριῶν ἀνταμώνουμε".
Ἔφυγες. Δὲν ἤθελες. Ἔφυγες.
Γιατί; Ἦταν ἡ σιγουριὰ στὴ φωνὴ τοῦ πατέρα; Ἦταν ποὺ ὁ λόγος του στὴ νεανική σου ψυχὴ μέτραγε κάτι παραπάνω ἀπὸ νόμο; Πάντως ἄκουσες καὶ πέταξες καὶ ἔφυγες. Καὶ πρόφτασες τοὺς ἄλλους στὴ βρύση τῶν Θεριῶν.
Ἔφυγες. Μὰ ἀκόμα κρατᾶς τὸ χέρι τοῦ μικροῦ. Κι ἀκόμα μετανοιώνεις ποὺ ὑπάκουσες στὸν πατέρα, ποὺ λυπήθηκες τὰ παρακάλια τοῦ μικροῦ ποὺ’θελε νὰ μείνει καὶ δὲν τὸν βούτηξες στὴν ἀγκαλιά σου τὴ μεγάλη, τὴν ἀδερφική, νὰ τὸν ἐγλυτώσεις.
Τὸ μόνο ποὺ ἔμεινε στὸ χέρι σου τὸ δεξὶ ἦταν τὸ ἄγγιγμά του καὶ ὁ ἴδρως ἑνὸς παιδιοῦ ἕντεκα χρονώ, τοῦ μικροῦ Ἰωάννη, τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἔτσι ὅπως ἀνηφορίζατε στὰ καλντερίμια τοῦ Κάστρου καὶ τὸν κρατοῦσες νὰ μὴν ἀφήσει την ἀπαλάμη σου τὴν μεγάλη καὶ μὴν πάρει τρεχάλα τα στενοσόκακα τῆς Μονεμβασιὰς καὶ τὸν ἐχάσεις ἀπὸ τὰ μάτια σου.
Μὰ τὸν ἔχασες...
Τὸ μόνο ποὺ σοῦ ἔμεινε ἦταν τὸ ἄσπρο του κεφαλομάντηλο. Τό’βγαλε
γιὰ μιὰ στιγμὴ γιὰ νὰ σκουπίσει τον ἴδρω. Τὸ’βγαλε καὶ λάμψανε τὰ μαλλάκια του κάτω ἀπὸ τὸ λακωνικὸ φώς. Καὶ τότε σοῦ΄ρθε νὰ πεῖς:
-Γιαννάκο ἀδερφέ μου, θὰ τὴ λευτερώσουμε τὴν πατρίδα, μὴν σκιάζεσαι!
Καὶ τὴν Τριπολιτσὰ θὰ πατήσουμε!
Ἐκεῖνος, γυρίζοντας γιὰ μιὰ στιγμή, σὲ κοίταξε μὲ τὰ μάτια τοῦ ἐλαφιοῦ καὶ εἶπε σοβαρά: -Τὸ ξέρω. Ἐσὺ θὰ τὴν λευτερώσεις Νικήτα! Ἐσὺ καὶ τὸ σπαθί σου! Κι ὕστερα χαμογέλασε καὶ φάνηκαν τὰ νέα φρέσκα του δόντια.
-"Νὰ τὰ προσέχεις ἀγόρι μου...Το νοῦ σου...Αυτά θὰ τὰ κρατήσεις γιὰ πάντα!" Ἔτσι τὸν ὁρμήνευε ἡ μάνα σας.
Ποὺ νὰ’ ξερε ἡ μαυρομάνα... Ποῦ’να ξερε πὼς τὸ γιὰ πάντα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν τὸ στερνοπούλι της καὶ τὸ φὼς τῶν ματιῶν της, αὐτό το γιὰ πάντα θὰ κράταγε ἕντεκα χρόνια, ὅλα κι ὅλα.
Ναί...ήταν τὸ φὼς τῶν ματιῶν της καὶ τῶν δικῶν σου ματιῶν...
Αὐτῶν τῶν ματιῶν ποὺ δὲν δύνανται πιὰ νὰ δοῦν. Σβησμένα, μποροῦν μόνον νὰ δακρύζουν καὶ νὰ ἀναθυμιοῦνται.
Τὴ λευτέρωσα τὴν πατρίδα Γιαννάκο μανάρι μου! Καὶ τὴν Ντρομπολιτσὰ τὴν ἐπατήσαμε. Ἐθύμωσε ὁ Θοδωράκης πολὺ σὰν ἦρθε τὸ μαντᾶτο καὶ οἱ κεφαλές σας πεσκέσι. Καὶ τὶς ἐκρέμασε ὁ μπέης στὴν μεγάλη πλατεῖα νὰ τὶς θωροῦν οἱ γκιαούρηδες νὰ τρέμουν ἀπὸ τὸν φόβο. Ἔτσι εἶπε.
Κι ὁ Θοδωρῆς ἔτρεμε. Μὰ ὄχι ἀπὸ φόβο. Πότε σκιάχτηκε ὁ θειός, γιὰ νὰ σκιαχτεῖ καὶ τώρα; Μόνον ποὺ κοίταζε ἀπὸ τὰ Τρίκορφα τὴν Τρίπολη
χάμω ἁπλωμένη καὶ πλούσια μὲ χορτασμένους μπέηδες καὶ χαραμοφάηδες ἀγᾶδες καὶ προεστοὺς λαμπροὺς σκυμμένους καὶ προσκυνημένους καὶ λαὸ πολύ, ραγιᾶ καὶ γκιαούρη -ἔτσι τὸν ἐθέλανε- νὰ κουβαλᾶ τὶς πραμάτειες καὶ νὰ μὴν ἔχει μήτε βιὸς μήτε τιμή...ναί, ἔτσι κοίταζε ὁ Θοδωρῆς τὴν πόλη μας γιὰ ὥρα πολλή. Ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ μέρος μου τὴν λευκή του κεφαλὴ καὶ μοῦ΄πε: - Ξέρω πὼς θὰ τὴν πατήσουμε. Γιατι θὰ τὴν πατήσουμε τὴν Ντρομπολιτσὰ Νικήτα, μάθε το. Στὸ λέω ἐγὼ ὁ Θοδωρῆς, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ θειός σου . Δυὸ ἀδελφάδες πήραμε ὁ πατέρας σου κι ἐγώ. Παιδιὰ γερὰ μᾶς φτιάξανε. Φάγανε τὰ σκυλιὰ τὸν πατέρα σου καὶ βάλανε στὸ χέρι τὸν μικρό. Τοῦρκο τὸν ἐθέλανε καὶ τὸν ἐπαρακαλούσαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Γενίτσαρο τὸν ἐθέλανε. Μὰ ἐκεῖνος -ἕντεκα χρονὼ παιδί- καὶ εἶπε:
-Ἐγὼ θὰ πάω ἐκεῖ ποὺ εἶναι κι ὁ πατέρας μου. Τὸν ἐχαλάσατε; Ἔ! χαλάστε καὶ μένα.
Ἔτσι ἀπεκρίθη. Ἕντεκα χρονώ...
Καὶ τοῦτα τὰ γομάρια -καὶ σήκωσε τὸ δάχτυλο κατὰ τῶν προεστῶν τὰ θεριεμένα ὑποστατικά- ἔ! ἐτοῦτα τὰ γομάρια τρέμουν τὸν Τοῦρκο. Μὰ δὲν εἶναι μόνο ὁ φόβος γιὰ τὸν Τοῦρκο... Εἶναι καὶ τὸ βιός τους ποὺ λογαριάζουν. Καὶ σκύβουν. Αἰῶνες ὁλάκερους σκύβουν. Γιὰ τὰ κεφάλια τους. Καὶ γιὰ τὴν τσέπη τους. Βάρυνε τὸ πουγκί, Νικήτα, βάρυνε τὸ πουγκί, τοὺς ξέρανε τὸ χέρι. Ποῦ νὰ πιάσουν τουφέκι, ποῦ νὰ κρατήσουν σπαθί! Ὅμως ἐμεῖς Νικήτα, ἐσὺ Νικήτα, μὴν ἀφήκεις τὴ σπάθα ἀπὸ τὸ χέρι. Ἀκοῦς; ποτέ! Μέχρι νὰ λευτερωθοῦμε. Καὶ τὰ γομάρια τί θὰ κάμουν; Θὰ ἔλθουν στὸ κατόπι. Ἔχουν δαῦτοι μύτες καλές. Λαγωνικά. Μυρίζονται τὸν νικητὴ καὶ ἀκολουθάνε. Καὶ μεὶς θὰ νικήσουμε. Ἀκοῦς ἀνηψιέ;
Σήκωσε τὸ κεφάλι.
-Κοίτα τὴν Τρίπολη. Τὴν θωρεῖς: Ἔ! πὲς ὅτι εἶναι κιόλας δικιά μας.
Αὐτὰ εἶπε κι ὕστερα γονάτισε, μὲ τράβηξε ἀπ’το χέρι, γονάτισα δίπλα του κι ἐγώ. Σκύψαμε τὸ κεφάλι.
Ὁρκίσου, εἶπε σιγανά. Ὁρκίσου κι ἂς μᾶς σχωρέσει ὁ Ἀφέντης ὁ Χριστός, ποὺ δὲ θέλει νὰ πιάνουμε τὸ ὄνομά Του ἔτσι στὸ βρωμόστομα μας. Μὰ ἐμεῖς θὰ ὁρκιστοῦμε στὴν Μάνα Του, Νικήτα. Στὴν Παναγιὰ θὰ ὁρκιστοῦμε. Εἶναι ἄθρωπος αὐτή -Παναγία ἀλήθεια- μὰ ἦτον ἄθρωπος, γυναῖκα καὶ μάνα. Ἔχασε παιδί. Τῆς τὸ σταυρώσανε. Ἀμοὶ καὶ θὰ καταλάβει. Ὁρκίσου, Νικήτα, στὸ ὄνομα Της, πὼς ἀπὸ σήμερα θὰ μάχεσαι καὶ γιὰ τὸν πατέρα καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό. Καὶ δὲ θὰ ἀφήκεις τὸ σπαθὶ ἀπ’το χέρι, μέχρι νὰ λευτερωθοῦμε. Ἀκοῦς; Γιατι θὰ λευτερωθοῦμε, Νικήτα. Θὰ λευτερωθοῦμε!
Ἔτσι εἶπε. Ὕστερα πῆρε ἕνα κλαράκι ἀπὸ τὶς μυρτιὲς καὶ τὰ ἀγριοπούρναρα ποὺ φύτρωναν ἕνα γύρω, τὸ’στρωσε λίγο στὴν ἄκρια, κάθησε στὸ χαμηλὸ βράχο ποὺ ἔμοιαζε λὲς καὶ φτιάχτηκε γι’αυτόν, κοίταξε πρὸς τὴν Τρίπολη καὶ κάτι ἄρχισε νὰ σχεδιάζει στὸ χῶμα ἀπάνω.
Ἐγὼ σηκώθηκα, ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ἀγνάντεψα κατὰ τὸ νοτιᾶ, σκέφτηκα γιὰ λίγο τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Χριστοῦ στὴ Μονεμβασιὰ ποὺ τόσο εὐλαβιόταν ὁ πατέρας καὶ ἤθελε καὶ σὲ μᾶς νὰ τὴν δείξει- ἐκεῖ ποὺ σ’έσφαξαν κι ἔκανε τὸ αἷμα σου Σταυρὸ καὶ θαύμασαν μέχρι καὶ οἱ ἀγαρηνοί-πῆρα βαθιὰ ἀνάσα. Τόσο βαθιὰ ποὺ μὲ πονέσαν τὰ σωθικά μου.
Ὕστερις, ἔβγαλα τὸ κεφαλομάντηλό σου ἀπὸ τὸ σαλάχι καὶ τὸ’δεσα στὴν κεφαλή μου.
Ὁ Θοδωρῆς σήκωσε γιὰ λίγο τὰ μάτια του, μὲ κάρφωσε κι ὕστερα ἔσκυψε καὶ συνέχισε τὰ σχέδια στὴν ξερὴ γῆ τῆς Ἀρκαδίας. Ἔτσι καθὼς ἄρχισα νὰ ροβολῶ ἀπὸ τὰ Τρίκορφα, τὸν ἄκουσα νὰ μονολογεῖ:
-"Αὐτὸ εἶναι! Ἔτσι θὰ τὴν πατήσουμε!"
Καὶ τὴν ἐπατήσαμε! Εἶχε δίκιο ὁ Θοδωράκης. Τὴν ἐπατήσαμε τὴν Τριπολιτσά. Καὶ τοὺς ἐδιώξαμε, μὰ δὲ λευτερωθήκαμε. Ἀναπνέαμε ὅμως λεύτερα καὶ μπορούσαμε νὰ κάνουμε ὄνειρα. Τί σπουδαῖο πρᾶγμα! Ὄνειρα, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες σκλαβιᾶς!
Τί νὰ σοῦ ἱστορήσω, Γιαννάκο; Τί νὰ σοῦ πρωτοειπῶ; Σάματι δὲν τὰ εἶδες ἀπὸ κεὶ ψηλὰ ποὺ σ’ανέβασαν τοῦ Θεοῦ οἱ Ἀγγέλοι; Γιὰ μήπως δὲν ἤσουν μαζί μου, δίπλα μου, κάθε λεπτό, κάθε στιγμὴ τοῦ ἀγῶνα; Γιατι ἤτανε Ἀγῶνας Μέγας αὐτός, τὸ ξέρεις, τὸ εἶδες...Κανείς καὶ τίποτα δὲ σοῦ χαρίζει τὴ λευτεριά, ἂν δὲν ἁπλώσεις ἐσὺ τὸ χέρι νὰ τὴν ἁρπάξεις. Κι ἂν δὲ γίνει ἕνα τὸ χέρι σου μὲ τὸ σπαθί. Τὸ δικό μου γίνηκε...
Κοίτα τὸ χέρι μου τὸ δεξιό, κοίτα το, Ἰωάννη, ἀδερφέ μου.
Τρία σπαθιὰ ἄλλαξα καὶ χάλασα, ἐκεῖ στὰ Δερβενάκια. Τὸ τέταρτο πιὰ κόλλησε στὸ χέρι, κι εἶδαν καὶ ἔπαθαν οἱ γιατροὶ νὰ τὸ ξεκολλήσουν.
Γιατι, ἀδελφέ μου, ἄκουσα τὸ θειό μας, τὸν Θεόδωρο. Καὶ πολεμοῦσα καὶ γιὰ τὸν πατέρα, καὶ γιὰ τὸν Ζαχαριά, καὶ γιὰ ὅλους πρὶν καὶ γιὰ ὅλους μετά... Μὰ τὸ πιὸ πολὺ γιὰ σένα ἀδερφέ μου. Θαρρῶ, πιὸ πολὺ γιὰ σένα... Γιατι ἤσουν μόνον ἕντεκα χρονὼ πουλὶ καὶ δὲν πρόφταξες νὰ πετάξεις. Ἐρήμωσε τῆς μάνας ἡ ψυχή. Καὶ σὰν τῆς πῆγα τὸ κεφαλομάντηλό σου, τὸ πῆρε, τὸ ἐμύρισε, τὸ πότισε μὲ τὰ δάκρυα τῆς κι ὕστερα μου’πε:
-Δικό σου εἶναι Νικήτα. Νὰ τὸ κρατεῖς, νὰ τὸ φορεῖς, νὰ θυμᾶσαι τὸ παιδί μας. Μὰ δὲν ταιριάζει νὰ’ναι ἄσπρο. Μαῦρο θὰ τὸ βάψω! Καὶ σὰ λευτερωθοῦμε, φορεῖς κι ἕνα λευκό.
Καὶ λευτερωθήκαμε, Γιαννάκο ἀδερφέ μου. Ἀργήσαμε ὅμως. Γιατι μᾶς ἔστειλαν οἱ "φίλοι", τοὺς ἄκαπνους καὶ τοὺς σπουδασμένους, τοὺς φαναριῶτες, τοὺς μαυροκορδαίους, τοὺς μαυρόψυχους. Ἄλλοι πολεμοῦσαν, ἄλλοι θέλανε νὰ κυβερνήσουν. Καὶ σπείρανε τὴ διχόνοια καὶ τὰ συφέροντα καὶ τὴ φαγωμάρα. Καὶ χάθηκαν πολλοί. Παλληκάρια καλά. Κρῖμα.
Καὶ χύθηκε αἷμα ἀδερφικό. Κρῖμα.
Καὶ κάποτε -μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ποτάμια τὸ αἷμα καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ Θοδωρῆ ποῦ’χε τὴν Παναγιὰ Σύμμαχο καὶ τῆς μιλοῦσε λὲς κι ἦτο ἀδερφή του- κάποτε ἦρθε μιὰ λευτεριά. Κολοβή, μισή, κουρασμένη, προδομένη, μὰ λευτεριὰ ὅ,τι νὰ πεῖς.
Κι ὕστερα ἦρθε ἄνθρωπος καλός. Γενναῖος, παρ’όλο ποὺ μήτε σπαθί, μήτε ντουφέκι εἶχε πιάσει στὰ χέρια του τὰ εὐγενικά, τὰ γαντοφορεμένα. Ἄνθρωπος καθαρός. Ποὺ ἤξερε γράμματα πολλά. Μὰ δὲν τὸν εἶχαν χαλάσει τὰ βιβλία, οἱ παρόλες καὶ τὰ σαλόνια τὰ εὐρωπαϊκά.
Ἦρθε, ἔβγαλε τὰ γάντια τὰ λευκὰ ἀπὸ τὰ χέρια, ἀνασήκωσε τὰ μανίκια ἀπὸ τὸ σκοῦρο του ροῦχο καὶ στρώθηκε στὴ δουλειά. Γιατι ἤθελε δουλειὰ πολλή, τοῦτος ὁ ρημαγμένος τόπος καὶ τοῦτος ὁ ρημαγμένος λαός. Ἔπρεπε νὰ θάψει τοὺς νεκρούς του. Καὶ ἦταν πολλοί. Καὶ νὰ ταΐσει τὰ ὀρφανά του. Κι ἦταν πολλά. Καὶ κεῖνος τό’ξερε. Καὶ τὰ τάϊσε καὶ τὰ πόδεσε καὶ τοὺς ἔστησε μέχρι καὶ σχολειά. Γιὰ αὐτά. Αὐτά, τὰ παιδάκια τῆς πατρίδας μὲ τὰ λερωμένα πρόσωπα, τὰ φοβισμένα μάτια, τὰ σκελετωμένα κορμιά. Ποὺ τὸ μαυροκορδέϊκο καὶ ἡ ψηλομύτα ἡ Ἰγγλετέρα καὶ ἡ Φράντζα ἡ παρφουμαρισμένη ποὺ κρυβε τὴ βρωμιά της μὲ τὰ ἀρώματα, τὰ σιχαίνονταν καὶ τὰ ἔσπρωχναν μακριὰ μὴν καὶ τοὺς ψειριάσουν τὰ βελοῦδα. Καὶ κεῖνος τὰ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ’στεργε καὶ φύλαγε πάντα κάτι στὶς τσέπες τῆς μαύρης ρεντικότας γιὰ νὰ τὰ φιλέψει καὶ νὰ τὰ γλυκάνει καὶ νὰ τὰ κάμει νὰ ξεχάσουν τὸ αἷμα τῶν πατεράδων τους καὶ τὴ σφαγὴ τῶν μανάδων τους καὶ τὴν ἀτίμωση τῶν ἀδελφάδων τους... Καὶ τρέχαν αὐτὰ ὁλογυρά του σὰν χαρούμενα κουτάβια καὶ τὸν ἐσυνόδευαν, -ὁρισμένοι φρουροὶ τῆς Ἑλλάδος, ὁρκισμένοι φρουροὶ τοῦ Κυβερνήτη- τὰ τρίχρονα καὶ τὰ τετράχρονα ὀρφανὰ τοῦ πολέμου, ποὺ ὅλοι οἱ σπουδαῖοι ἔκαμαν πὼς δὲν τὰ βλέπαν καὶ κεῖνος τὰ ἀγάπαγε. Ξέρεις πὼς τὰ ἔλεγε τοῦτα τὰ μωρὰ ὁ Κυβερνήτης μας; Τὸ ροδόχρουν ὄνειρο τῆς πατρίδας!"
Μὰ δὲ ἠμπορῶ ἄλλο ἀδελφέ μου, δὲ δύναμαι. Καὶ δὲν ἠθέλω ἐδῶ, ἐδῶ ποὺ ἔχω τὴν ὁρισμένη ἀπὸ τὸν νέο βασιλέα θέση, χάμω στὰ σκαλοπάτια, στοῦ Περαία τὸ λιμάνι καὶ εἶμαι ἐπίσημα ζητιάνος καὶ στέκω μὲ ἁπλωμένο χέρι, δὲ θέλω νὰ δακρύζω. Γιατι, δὲ μὲ πονάει τόσο ὁ δικός μου πόνος, οὔτε ἡ φυλακὴ ποὺ μὲ ἔριξαν οἱ νέοι ἄνθρωποι ποὺ κουμαντάρουν τὴν πατρίδα, οὔτε τὰ μάτια μου καὶ τὸ φώς τους ποὺ ἄφησα στὰ σκοτάδια των μπουντρουμιών, οὔτε τὰ παιδιά μου ποὺ λύγισαν ἀπὸ τὸν πόνο σὰν μὲ εἶδαν ματωμένο καὶ δαρμένο ἀπὸ τοῦ Βαυαροῦ τὸ χέρι, ὅσο μὲ καίει καὶ μοῦ σκάφτει τὰ σωθικά, τοῦ Κυβερνήτη ὁ χαμός.
Τοῦ Ἰωάννη. Γιατι ἔτσι τὸν ἔλεγαν. Εἴχατε τὸ ἴδιο ὄνομα. Καὶ τὰ ἴδια μάτια τοῦ ἐλαφιοῦ. Καί -συχώραμε Ἰωάννη ἀδελφέ μου- μὰ σὰν μιλούσαμε καὶ ἔγερνε τὸ κεφάλι κατὰ τὴ μεριά μου καὶ ἤθελε ὅλο νὰ μαθαίνει γιὰ τὶς μάχες καὶ τὸν Ἀγῶνα καὶ κάποτε ἔλεγε σοβαρά: "Εὖγε, Νικήτα!", κι ἦταν ἡ κουβέντα αὐτὴ τὸ μεγαλύτερο παράσημο καὶ τὸ πιὸ ἀκριβὸ λάφυρο...Ναί. Ἐκεῖνες τὶς δικές μας ὧρες, ἔνιωθα πὼς δίπλα του καθόσουν κι ἐσύ. Καὶ ἀμίλητος καθάριζες καὶ γυάλιζες τὸ σπαθὶ μοῦ , τὸ μοναδικὸ λάφυρο ἀπὸ τὰ Δερβενάκια καὶ ἀπὸ τὸ ἀγαρηνὸ λεφούσι. Ἐγὼ τίποτα δὲ θέλησα, τίποτα δὲν πῆρα. Μοῦ΄ φτανε πὼς οἱ χρυσοστολισμένοι ἀγᾶδες χάθηκαν μὲς τὴν περηφάνεια τους καὶ κεῖνος, ὁ Δράμαλης ἔφυγε μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια. Μὰ σὰν ξεκόλλησε ὁ γιατρὸς τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι μου -τοῦτο τὸ δεξιὸ ποὺ τώρα εἶναι ἁπλωμένο σὲ ζητιανιὰ μὲ ἄδεια τοῦ βασιλέως τοῦ μικροῦ- ναί, τότε ἔστειλε ὁ Θοδωρῆς τὸν πρωτογιό του τον Πάνο, μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Δράμαλη στὸ χέρι.
-Αὐτὸ γιὰ σένα θεῖο, μοῦ είπε Πᾶρε το. Κι ἂς μὴ θέλεις λάφυρα καὶ ἄλλα τέτοια. Πᾶρε το γιὰ νὰ θυμᾶσαι...γιατι σήμερα πολέμησες γιὰ δέκα, γιὰ ἑκατό... Ἔτσι εἶπε ὁ πατέρας καὶ σοῦ στέλνει αὐτό. Πάρτο γιὰ νὰ θυμᾶσαι.
Γιὰ νὰ θυμᾶσαι, εἶπε ὁ Πάνος, τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ καμάρι καὶ ὁ πρωτογιός του ὁ καλός, ὁ ὡραῖος, ποὺ τοῦ τὸν ἔφεραν γυμνὸ καὶ τελειωμένο δυὸ χρόνια μετὰ καὶ κοντεψε νὰ τελειώσει κι ὁ Γέρος.
Εἶπαν πὼς ἤτανε ἀδελφικὸ τὸ χέρι ποὺ’ ριξε τὸ βόλι στοῦ Μοριᾶ τὸ καμάρι...
Καὶ γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἔτσι εἴπανε.
Μὰ ἐγὼ θαρρῶ πὼς ἤτανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἀόρατο, ποὺ ἐνῷ νικούσαμε τὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο χρόνο καὶ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ ἄντρες, γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιά, ἑνωμένοι σὰ μιὰ γροθιὰ καὶ ἠθέλαμε νὰ φτάσουμε στὴν Πόλη...ναί, μπῆκε τὸ χέρι τὸ κακὸ μὲ τὰ καμπουριασμένα νύχια καὶ μᾶς διάλυσε. Καὶ χύθηκε αἷμα ἄδικα, αἷμα ἀδελφικό.
Καὶ τοῦ Κυβερνήτη τὸ αἷμα χύθηκε. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, στὸ Ἀνάπλι.
Καὶ τὸν ἔκλαψε λαός. Καὶ μαυροφόρεσαν οἱ χῆρες ποῦ’χαν λαμπροφορέσει. Καὶ ὀρφάνεψαν ξανὰ τὰ ὀρφανὰ ποῦ’χε περιμαζώσει. Καὶ ὀρφάνεψε κι ἡ δόλια ἡ πατρίδα. Κι ἔτσι ὀρφανῆ καὶ καταφρονεμένη τριγυρνᾶ. Καὶ ποιός ξέρει, Ἰωάννη ἀδελφέ μου, μπορεῖ καὶ νὰ στέκεται ἐδῶ δίπλα μου, μὲ ἁπλωμένο τὸ χέρι, νὰ ζητιανεύει κι αὐτή, ὅπως ἐγώ, ὁ ἀδελφός σου ὁ Νικήτας ποὺ κάποιοι κάποτε τὸν ἐφώναξαν, Νικηταρά...
Ναί, μπορεῖ νὰ στέκει ἐδῶ δίπλα μου, ἡ Ἑλλάδα μας, Ἰωάννη ἀδελφέ μου, μὰ ἐγὼ ἔχω τὰ μάτια σβηστὰ καὶ δὲ μπορῶ νὰ εἰδώ. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τοῦ ἀλαφιοῦ τὰ μάτια, ἄν την ἐδεὶς σκυμμένη, νὰ τὴν σηκώσεις. Ἂν τὴν ἐδεὶς κλαμμένη, νὰ τῆς σκουπίσεις τὰ δάκρυα. Καὶ στὸ ἁπλωμένο χέρι τῆς ζητιανιᾶς, βάλε Ἰωάννη τὸ σπαθί μου, τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ λάφυρο.
Καὶ ἂν τὴν ἐδεὶς νὰ δειλιάζει, ψιθύρισέ της στὸ αὐτί, τούτη τὴ φράση ποὺ μᾶς πρωτὸ’πε ὁ Κυβερνήτης κοιτῶντας ψηλὰ τὸν καταγάλανο ἀτλαζένιο οὐρανὸ καὶ γέμισε τὶς ψυχές μας μὲ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ἀνείπωτη:
-"Εἰ Κύριος μεθ’ημών, οὐδεὶς καθ’ημών."
Ναί, αὐτὸ εἶπε ὁ Ἄλλος Ἰωάννης καὶ τὸν καταλάβαμε ὅλοι, ἀκόμη κι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν μήτε τὸ ἄλφα νὰ ὀρνιθοσκαλίσουν. Ναί, τὸν καταλάβαμε καὶ γέμισε ἡ ψυχή μας.
Ἐσὺ λοιπὸν Ἰωάννη μικραδελφέ μου, ἐσὺ ποὺ ἔφυγες σφαγμένος ἀπὸ τοῦ ἀγαρηνοῦ τὸ μαῦρο χέρι, μὰ πέταξες σὰν τὸ πουλὶ καὶ πῆγες καὶ ἐστάθηκες στοῦ Οὐρανοῦ τὰ γαλανὰ κλαριά τα ἁπλωμένα καὶ στῶν Ἀγγέλων τὴν κάτασπρη ἀγκαλιά, ἐσὺ νὰ πεῖς στὸν Κύριο καὶ στὴν Καλή του Μάνα, πὼς ἐδῶ κάτω ὑπάρχει μιὰ πατρίδα. Ποὺ πνίγηκε στὸ αἷμα.
Ποὺ λευτερώθηκε μὲ αἷμα. Καὶ ἔτσι ματωμένη δὲν πρόλαβε νὰ χαρεῖ τὴ λευτεριὰ καὶ τὴν σκλάβωσαν ξανὰ οἱ Ἔμποροι τοῦ Κόσμου. Καὶ ἀπὸ τότε τὴν ἔχουν σκλάβα καὶ ζητιάνα.
Μὰ δὲν τῆς ἀξίζει. Ἂς ἀναλάβει Ἐκεῖνος. Νὰ μαζέψει τῆς ζητιανιᾶς τὸ χέρι.
Καὶ νὰ δώσει καὶ σὲ μᾶς, αὐτὴν τὴν Ἄλλη Ἑλλάδα. Αὐτὴν ποὺ ἀγαπᾶμε καὶ περιμένουμε καὶ ποτέ -ὅσα σπαθιὰ κι ἂν ἔλειωσαν στὰ χέρια μας- δὲν λευτερώσαμε πραγματικά... . Ναί, αὐτὴν τὴν Ἄλλη Ἑλλάδα!
Υ.Γ.1/ Τὸν μικρὸ ἀδελφὸ τοῦ Νικηταρά, ἀρνούμενο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἀποκεφάλισαν οἱ Τοῦρκοι, τὸ 1816, στὸ προαύλιο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, τοῦ Ἑλκόμενου Χριστοῦ, στὴ Μονεμβασιά. Στὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου σχηματίστηκε ἐκ τοῦ αἵματός του, Σταυρός. Ήταν 11 ἐτῶν. Ἁγίασε. Εἶναι ὁ νεομάρτυς καὶ παιδομάρτυς, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Τουρκολέκας, (ἐκ τοῦ τόπου καταγωγῆς) καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 24 Ὀκτωβρίου.
Υ.Γ. 2 / Ὁ Νικήτας Σταματέλλος ἢ Σταματελόπουλος, γιὰ τὴν ἀνυπέρβλητη γενναιότητα καὶ αὐταπάρνησή του, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Ἀγῶνα, κέρδισε ἕνα σπαθί, τὸ προσωνύμιο Τουρκοφάγος καὶ μία ἄδεια ἐπαιτείας, μετὰ τὴν ἄδικη φυλάκιση καὶ τοὺς βασανισμοὺς ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς "βαυαρικῆς ἀκρίδας". Ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ τυφλὸς καὶ πάμφτωχος. Ὅμως τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ποὺ συγκεντρώθηκε ἀπὸ κάθε σημεῖο τοῦ Λεκανοπεδίου ἔξω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ κατάλυμα του, δὲν καταδέχτηκε ἕνα κάρο νὰ μεταφέρει τὸ πληγωμένο σῶμα στὸν τάφο. Ἄνδρες κάθε ἡλικίας, ὅσοι ἠδύναντο, τὸ σήκωναν στοὺς ὤμους τους καὶ σχηματίζοντας μία ἀνθρώπινη ἅλυσο, ἀκολουθῶντας τὴν πανάρχαια ὁδὸ ποὺ συνδέει τὸν Πειραιᾶ μὲ τὴν Ἀθήνα, ἔφθασαν ὡς τὸ Α΄Κοιμητήριο.
Ἐκεῖ, ἀπόθεσαν τὸ ἅγιο σῶμα. Δίπλα στὸν τάφο τοῦ μεγάλου νεκροῦ τους: Τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν ἔκπληκτη ματιὰ τοῦ Βαυαροῦ, τίμησε ὁ ποδοπατημένος ἕλληνας τὸν ἥρωά του:
Αὐτόν, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει, εἶχε τύχει τῆς ταφῆς ἑνὸς ὁμηρικοῦ ἥρωος.
Καὶ ἔμεινε στὴν συλλογικὴ μνήμη, καλούμενος μὲ τὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ τοῦ ὀνόματός του:
Νικηταράς!