Ἡ καρδιὰ τοῦ πρίγκιπα
ἐγεννήθη μῆνα Δεκέμβριο.
Στὴν Πόλη.
Ὁ ἀκριβὴς χρόνος ἐπιστροφῆς του ἐκεῖ
ἐναπόκειται εἰς τὰς χεῖρας
τοῦ μόνου Δικαίου.
Στὸ μεταξὺ ὑπάρχει μιὰ καρδιά.
Κρυμμένη.
Σὲ μιὰν ἄλλη πόλη.
Στὴ μεγάλη ἀρχαία.
Σὲ μικρὸ παρεκκλήσι.
Κρυμμένο, πνιγμένο σχεδόν
ἀπ’το σκυρόδεμα σκληρῶν ἐπιγόνων.
Ἂς εἶναι ὅμως...
Ἡ μεγάλη καρδιά
ξέρει νὰ περιμένει.
Γιατί εἶν’ ἡ καρδιά
τοῦ νεαροῦ πρίγκηπος.
Ἐκείνου ...
Τοῦ Ἀλέξανδρου.
Μὰ τί ἄλλο μπορεῖ ἀλήθεια νὰ πράξει μιὰ τρυφερὴ καρδιά, ὅταν λησμονημένη ἀπ’όλους σχεδόν, κοιμᾶται τὸν προσώρας ὕπνο της σὲ λήκυθο ἀττική; Καὶ πόσο μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ συνεχίσει τὴν ἀέναη συνομιλία μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ ποὺ φυλαγμένη κι αὐτὴ σὲ λήκυθο παρόμοια, φυλὰ τὸν τολμηρὸ πρωτότοκο νὰ μὴν διαβεῖ παράκαιρα τὸν παγωμένο ποταμό, τὸν Προῦθο;
Γιατί -εἶν’εδώ ποὺ τὰ λέμε- μέρες αὐτοῦ τοῦ χειμῶνα, τοῦ χειμῶνα ποὺ καταφθάνει ἀνυπόδητος σχεδὸν καὶ ἀδυνατῶν προσέτι νὰ παρηγορήσει τὴν πάλαι ποτὲ ἐνδοξη πολιτεία, εἶναι μέρες αὐτὲς κατάλληλες γιὰ νουθεσίες καὶ ρήσεις ἀδελφικές;
Ἢ μήπως εἶναι τὸ τοπίο τῆς πόλης αὐτῆς, ποὺ ἀλαφιασμένη προΐσταται προσώρας τῆς ἔρημης χώρας, τόπος αἰώνιας ἀνάπαυσης; Πῶς ν’αναπαυθούν οἱ καλὲς καρδιὲς ποὺ λαχταροῦν τὸ Φώς, μέσα στὴν ἀντάρα ποὺ ὡς σκοτεινὸς ἀγγελιοφόρος τοῦ Κακοῦ διατρέχει τὴν πόλη ἀπ’άκρη σ’άκρη;
Τὴν πόλη, τὴν μεγάλη, τὴν ξακουστὴ γιὰ τ’αγάλματα τὰ ὡραῖα, ποὺ ὅμως μεγαλώνοντας μίκρυνε καὶ κατέλαβε τὰ πάντα σὰν ἄτεχνος ὑπερφυσικὸς ἀνδριάντας ἀλαζόνα Ρωμαίου αὐτοκράτορα. Καὶ ἔτσι σκέπασε σχεδὸν μὲ βαριὰ σκιὰ ὅλη τὴν ὡραία ξακουστὴ χώρα. Τέτοια βαριὰ κι ἄτεχνη σκιά, ποὺ ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς νὰ περιγελοῦν κι αὐτοὺς ποὺ λὲν πὼς κατοικοῦν στὸ ἄστυ νὰ τρέχουν γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπ’τον μεγάλο ἴσκιο ποὺ τοὺς κλέβει τὶς μνῆμες. Κι ἔτσι ἄνοες καὶ σὲ λήθη βαθιὰ λησμονοῦν τὶς μεγάλες καρδιές. Ποὺ εἶν’εξάλλου τόσο ἄβολες μ’αυτή τους την ἀψηφησιά, νὰ ἐγκαταλείψουν ἄσκεφτα τιμὲς καὶ μεγαλεῖα καὶ νὰ ἐγκατασταθοῦν -προσωρινῶς ἔστω- σὲ παρεκκλήσια φύσει στενάχωρα καὶ σὲ ληκύθους( ἄκου λή- κύ- θοῦ- ς!). Στενάχωρες κι αὐτές. Ἀττικὲς ἴσως -κάτι νὰ σημαίνει ἡ λέξη- μὰ στενάχωρες κι αὐτές.
Μὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι μέρες αὐτὲς γιὰ νὰ χωρέσουν μεγάλες καρδιές;
Ὡστόσο, τοῦ πρίγκΙπος ἡ καρδιὰ ὑπομένει. Καὶ ἀναμένει.
Μεγάλη καρδιά, ποὺ διάβηκε τὸν Προῦθο. Τὸν Προῦθο ποταμό.
Ὁ ὡραῖος νεαρὸς πρίγκηψ. Ὁ ὡραῖος νεαρὸς μονόχειρ. Κρατῶντας στὸ μοναδικό του πιὰ χέρι, τ’αριστερό, ἕνα σπαθί. Τοῦ ἄλλου μεγάλου γενναίου. Ἐκείνου ποὺ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὴν Πόλη, γιατί λέει δὲν ἤτανε δικιά του. Ἄλλη ἄβολη ἀλήθεια!
Μὰ εἶναι καιροὶ τώρα αὐτοί, νὰ μὴν μοιράζεσαι καὶ νὰ μὴν παραδίδεις πόλεις, χῶρες καὶ πελάγη- ἰδίως αὐτὰ τελείως ἀπροστάτευτα μὲ τόσα νερὰ τριγύρω- ἔστω καὶ γαλάζια! Εἶναι καιροὶ αὐτοὶ ν’ ἁρπάζεις παλαιολόγεια παλιὰ σπαθιὰ καὶ νὰ διαβαίνεις παγωμένα ποτάμια, πρίγκιπας ἐσύ, μονόχειρ ὅμως. Καὶ ποῦ εἶναι ὁ αὐτοκράτωρ ὁ κραταιός, ὁ ὁμόδοξος, αὐτὸς ποὺ εἴκοσι χρονὼ ἐσύ, τοῦ χάρισες τὸ εὐγενικό σου χέρι τὸ δεξί, ἐκεῖ στὶς τευτονικὲς πεδιάδες, πολεμῶντας γιὰ τὴ δόξα τῆς ὁμόδοξης κραταιᾶς δύναμης; Ποῦ εἶναι τὰ χρυσοποίκιλτα ἄμφια τὰ μεγαλόστομα, ποὺ κρατοῦν αἰῶνες τώρα τὶς Πύλες τὶς Ὡραῖες; Ποῦ σὲ ἄφησαν μόνον ἐσένα καὶ τοὺς ἀδελφούς, μόνον ἐσένα καὶ μιὰ χούφτα ὡραίους νέους -ἀψήφιστους κι αὐτούς- μὲ μόνη ἁρματωσιὰ ἕνα παλιὸ σπαθὶ κι ἕνα ἀρχαῖο αἷμα; Τὸ αἷμα μιᾶς μακρινῆς λυπημένης χώρας.
Κι ἔτσι, μὲ τὴν εὐχὴ μιᾶς μάνας ἀρχόντισσας, ἀψήφιστης κι αὐτῆς ποὺ δὲν κάθισε νὰ λογαριάσει μήτε τὰ πολλά της πλούτη, μήτε τοὺς πολλούς της γιούς, μὲ τὴν εὐλογία κάτι ράσων ταπεινῶν -γι'αυτό γενναίων- ἅρπαξες τοῦ προγόνου τὴ σπάθα μὲ τὸ μοναδικὸ γενναῖο σου χέρι καὶ διέβης τὸ παγωμένο τῆς Εὐρώπης, ποτάμι.
Καὶ ἡττήθηκες, προδομένος. Καὶ νίκησες, ἡττημένος.
Καὶ ἔγινε ὁ Προῦθος, τὸ δικό σου σύνορο.
Καὶ ἔμεινες στὶς σκοτεινὲς φυλακὲς λαμπερῶν αὐτοκρατοριῶν -παρ ὀλίγον ὁμοδόξων αὐτῶν- χρόνους δέκα. Μὲ μόνη παρηγοριά, τὸ ὄνειρο μιᾶς λυπημένης χώρας. Ξεχασμένης ἀπ’όλους. Σχεδόν. Βλέπετε, ἀγαπητὲ πρίγκηψ, τὴν ἀψηφισιὰ σᾶς ζήλεψαν κι’άλλοι. Κάτι ξεχασμένοι πάνω στὰ βουνὰ τῆς μοναχικῆς χώρας. Καὶ κάτι ἄλλοι, ἁλιεῖς αὐτοί, στὰ γαλάζια νησιά. Καὶ μαζευτήκαν. Καὶ ἔγιναν, σὰν τοὺς ἐλάχιστους ἁπλοϊκοὺς ποὺ ἀκολούθησαν Ἐκεῖνον. Καὶ κάποιοι εἶπαν : "Μά, δὲν εἶχαν καὶ τίποτα νὰ χάσουν!"
Καὶ κεῖνοι σήκωσαν τοὺς ὤμους καὶ ἀκολούθησαν. Τὴν ἀψηφισιά. Τὴ δική σου. Καὶ δὲν σὲ ξέχασαν. Καὶ συχνὰ ἄναβαν κεράκια μυστικὰ γιὰ τὴ λευτεριά σου. Καὶ τῆς μικρῆς θλιμμένης πατρίδας.
Καὶ ἦλθε ἡ ὥρα. Ἡ προκαθορισμένη.
Ἐλευθερώθη ἡ πατρίς. Ποταμοὶ αἵματος πότισαν τὴν καρδιὰ τοῦ τόπου καὶ τὴν καρδιά του πρίγκιπα. Ἡ πρώτη ἄντεξε. Μὰ ἡ καρδιὰ τοῦ γενναίου πρίγκιπα ἔσβησε ἀποκαμωμένη. Εἶναι φαίνεται πολλὰ τὰ δέκα χρόνια στὶς φριχτὲς φυλακὲς τῶν ἐκλεπτυσμένων εὐγενῶν τῶν μεγάλων δυτικῶν Δυνάμεων...
Ἔτσι ὁ πρίγκηψ, ὁ γεννημένος στὴν Πόλη, κοιμήθηκε σὲ μιὰν ἄλλη πόλη, τῆς παλιᾶς ἠπείρου κι αὐτή, πόλη λίγο πιὸ φρέσκια, ἀνέμελη καὶ ἐντελῶς ἀδιάφορη γιὰ πρίγκιπες ποὺ διέθεσαν πλοῦτο καὶ δόξα,απλώς γιὰ νὰ διασχίσουν ἕνα ποτάμι καὶ νὰ διασώσουν τὸ μισοσβησμενο καὶ ἄβολο ὅραμα ἀρχαίας ἐνδόξου, γαλανῆς καὶ μὲ ὑγιεινὸ κλίμα -ὅπως λέγεται-χώρας. Δηλαδή, μιᾶς μελλοντικῆς ὑποψήφιας παραθεριστικῆς γωνιᾶς, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς παλιᾶς ἠπείρου.
Αὐτὰ εἶπε ἡ λαμπερὴ πρωτεύουσα καὶ συνέχισε νὰ στροβιλίζεται στὸν ρυθμό των βάλς.
Μὰ βλέπετε οἱ καρδιὲς τῶν τολμηρῶν, συχνὰ κρίνουν κατὰ τὴ δική τους βούληση.
Κι ὅταν ὁ πρίγκιπας κοιμήθηκε γιὰ πάντα, ἡ καλή του καρδιὰ ἀποφάσισε πὼς ὁ μόνος τόπος γιὰ ν’αναπαυθεί λίγο κι αὐτή, εἶναι ἐκεῖ, στὴν μακρινὴ λυπημένη πατρίδα. Καὶ ἦλθε. Καὶ βρῆκε φωλιὰ ἐκεῖ ποὺ ξαποσταίνουν ὅλες οἱ μεγάλες προδομένες καρδιές.
Σ’ένα ἐκκλησάκι.
Κι ὕστερα...ξεχάστηκε.
Γιατί...Γιατί ἡ ἀρχαία ἔνδοξη πόλη πάλιωσε. Καὶ μαζὶ τῆς πάλιωσαν οἱ ἄνθρωποι. Κι ἔγιναν τόσο παλιοί, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ θυμηθοῦν τίποτα. Οὔτε κὰν τὴν καρδιὰ τοῦ πρίγκιπα μὲ τὰ μεγάλα ρεμβώδη μάτια. Ἐκείνου ποὺ’χε τὴν τόλμη νὰ διαβεῖ τον Προῦθο.
Βέβαια οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν.
Ὅμως, ἡ καρδιὰ θυμᾶται.
Καὶ κρυμμένη προσώρας στὴν προστασία τῆς ἀττικῆς της ληκύθου, ἀναμένει...
Υ.Γ. Ἡ Καρδιὰ τοῦ πρίγκιπος Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν Βιέννη, στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ 1828, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία του ἐπιθυμία, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Νικολάου. Οἱ Καρδιὲς τῶν δύο Ὑψηλάντηδων βρίσκονται ταριχευμένες καὶ φυλαγμένες σὲ ληκύθους, στὸ ἐκκλησάκι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Στησιχόρου, ἀρ.6, στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.