Σοφία Βέμπο
Αὐτή, ἡ ἄλλη Ἑλλάδα.
Ἀπὸ τὸ "Παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος παιδιὰ ποὺ σκληρὰ πολεμᾶτε πάνω στὰ βουνά..."
στὸ "Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου, νὰ μὴν μᾶς ἀρρωστήσεις..."
μιὰ ἀνάσα, δρόμος.
Καὶ τί δρόμος!
Καὶ τί ἀνάσα! Αὐτὴ τῆς κυρίας Βέμπο.
Μὲ τὰ ὡραῖα ἄλφα
ρωμαλέα
εὐανάγνωστα
ἀνοιχτόκαρδα.
Ὅπως τὸ χαμόγελό της. Γενναιόδωρο.
Ὅπως ἡ φωνή της. Ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά.
Νὰ ἀγκαλιάζει ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν Πίνδο ὡς τὸ Καστελόριζο. Καὶ τί καλά! Κανεὶς νὰ μὴν τὴν κατηγορεῖ για αυτό. Γιατί τότε ἦταν ἀκόμη ὁ καιρός, ποὺ οἱ λέξεις δὲν εἶχαν γυρίσει ἀνάποδα. Οὔτε καὶ ὁ λόγος. Οὔτε καὶ ὁ Λόγος. Ἴσως γι αυτό. Ὁ Κόσμος φαινόταν νὰ ἔχει γυρίσει ἀνάποδα. Ἀλλὰ ὁ κόσμος κρατοῦσε ἀκόμη. Ἴσως γιατί δὲν ὑπῆρχαν φωτεινὲς ὀθόνες, νὰ σκοτεινιάζουν τὸ τοπίο τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Ἔτσι, μὲς τὸν ὀρυμαγδὸ καὶ τὴν ἀντάρα, οἱ φωνὲς μέναν ὡραῖες. Καὶ λέγαν ἀλήθειες. Κυρίως. Ἔτσι καὶ ἡ Βέμπο. Μὲ τὴν ἁρματωσιὰ μίας ψυχῆς καὶ μίας φωνῆς ποὺ εἶχε ψυχή, ἔγινε ἡ φωνὴ τῆς ψυχῆς τοῦ Γένους. Καὶ μὲ τὰ ὡραῖα ἀρχαῖα της μάτια, εἶδε ἀλήθειες. Καὶ τὶς τραγούδησε. Χωρὶς ἀνοχές. Χωρὶς ἐνοχές.
"Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου..."
Ἂν τὸ τραγουδοῦσε στὶς μέρες μας τί θὰ εἰσέπραττε; Μὴ γένοιτο!
Παρόλα αὐτά, τὸ τραγούδι ἔχει πίκρα, ἔχει παράπονο, ἔχει καημό, ἔχει νέους σὲ ἀναπηρικὰ καροτσάκια, ἔχει ψυχὲς ποὺ ἔμειναν στὴν Πίνδο, ἔχει ἥρωες, ἔχει προδότες, ἔχει Προδότες.
Ἀλήθεια! Τί ἐπίκαιρο! Μὰ γιατί δὲν τὸ ἀκοῦμε πουθενὰ πιά, τίποτα, καθόλου στοὺς πολυλογᾶδες σταθμούς; Ἴσως κάποιο ἀφιέρωμα στὴν "τραγουδίστρια τῆς Νίκης" καὶ τέλος. Γρήγορα- γρήγορα. Σχεδὸν ἐνοχικά, τί σπουδαία φωνὴ καὶ ναί, τραγούδησε "γιὰ τὴν Νίκη". Θὰ σκεφτεῖ κανείς,πὼς τραγούδησε καὶ γιὰ τὴν ἧττα;
Γιὰ τὴν ἧττα τοῦ καλοῦ, τῶν γενναίων, τῶν γελαστῶν, μὲ τὴν μάνα ποὺ τοὺς σταύρωνε γιὰ νὰ μὴν τοὺς ξαναδεῖ, γιὰ τὴν λάμψη στὰ μαῦρα μάτια, γιὰ τὴ λεβεντιά, γιὰ τὰ κομμένα πόδια, γιὰ τὸ αἷμα στὸ χιόνι, στὸ χιόνι, στὸ χιόνι... Ποὺ ὅσο κι ἂν ἔπεφτε ἁπαλὸ καὶ κατάλευκο, δὲν μποροῦσε νὰ σκεπάσει τὴν ἀπληστία τῆς προδοσίας. Τῆς προδοσίας, ποὺ εἶχε ἤδη ξεκινήσει τὸν τρελὸ χορό του Βάκχου, μεθυσμένη, ξετρελαμένη ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τῆς νιότης. Ἀπὸ τὸ αἷμα μίας νιότης λυγερῆς, ἀψήφιστης καὶ γιαυτὸ γενναίας. Ἡ τρελὴ πεθυμιὰ τῆς προδοσίας γιὰ αἷμα, ποὺ’ χε ἀρχίσει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Πίνδου.
Τά ‘ξερε ὅλα αὐτὰ ἡ φωνὴ τῆς Πίνδου; Τά ‘ξερε σὰν τραγουδοῦσε "Παιδιά, τῆς Ἑλλάδος παιδιά"; Ἢ μήπως, ἂν τὰ γνώριζε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα μακρόσυρτα ἄλφα, ποὺ παρηγοροῦσαν καὶ σκέπαζαν καὶ κανάκευαν ἕναν ὁλόκληρο λαό;
Τί ἐπέτειος καὶ αὐτή! Κρυμμένη, σιωπηλή, ταπεινή. Ἔτσι σχεδίασαν. Ἔτσι λογαριάζουν! Καὶ νὰ οἱ πολύτομες φυλλάδες τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ σημερινοῦ Τύπου, νὰ ρωτοῦν ξαφνιασμένες - ἂς ποῦμε - ἄχ! Γιατί, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἔναρξη τοῦ Μεγάλου Πολέμου, ποὺ εἶχε καὶ ἀριθμό, 2ος, τί εὐφυὴς τρόπος νὰ ξεκάνεις τὴν ἀνθρωπότητα, 1ος - 2ος (ἄρα καὶ 3ος κ.λ.π)
Ὁλοφυρόμενα ἀξιοπρεπῆ ἔντυπα, καθοδηγοῦν τὴ ροὴ τοῦ πάλαι ποτὲ κοινοῦ νοὸς στὸ ἥσυχο ρυάκι τῆς συναίνεσης καὶ τοῦ χωνέματος τῶν πάντων. Ἐντυπωσιακὲς γραφίδες, πλήρεις τίτλων, ὑποτίτλων, συμμετοχῶν σὲ συνέδρια καὶ σχετικῶν ἀνακοινώσεων κρυφῶν ἢ ἠμίκρυφων σὲ λέσχες καὶ περιζήτητα κλὰμπ (γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦμε πότε - πότε καὶ τὴν σχεδὸν κοινή μας διάλεκτο). Γραφίδες πλήρεις ἀποριῶν - Καλέ, γιατί ὅλοι οἱ λαοὶ γιορτάζουν τὴν ἀπελευθέρωση τους; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, τὸν ἑλληνικὸ (ἂς ποῦμε) μὲ τὸ ἀγύριστο κεφάλι, μὲ τὶς τραγουδίστριες τῆς Νίκης, ποὺ ἀναγνωρίστηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τίτλο, ὅταν ξεκινοῦσε ὁ 2ος μας Πόλεμος, ὁ μεγάλος, ὁ σπουδαῖος. Τί νίκη ἦταν αὐτὴ νὰ γιορτάζεται στὴν ἀρχὴ καὶ ὄχι στὸ τέλος;
Τὰ ἀξιοπρεπῆ ἔντυπα, τὰ ἄμεσα συνδεόμενα μὲ λαμπερὲς ὀθόνες, ἔχουν ἀπορίες. Τὶς ἐκφράζουν εὐκρινῶς:
Γιατί πρέπει ἕνας λαὸς νὰ ἐπιμένει ὅτι ἡ Νίκη του ἦταν στὴν ἔναρξη τοῦ Μεγάλου Δεύτερου καὶ ὄχι στὸ τέλος του;
Γιατί γιορτάζεται μὲ ἐπιμονὴ ἡ ἀρχὴ καὶ ὄχι ἡ Ἀπελευθέρωσις;
Ἐδῶ, ἂς διδαχθοῦν τὰ ἔντυπα, οἱ ὀθόνες καὶ οἱ ὁλοφυρόμενες γραφίδες ὀλίγην ἀπὸ ἱστορία, ἱστορικὴ συνέχεια κι ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα τῆς μόδας καὶ τοῦ συρμοῦ, ἀλλὰ δὲν παῦσαν νὰ ὑπάρχουν, ἐκεῖ κρυμμένα καλά, τσαλαπατημένα, φιμωμένα, ποινικοποιημένα, ἀλλὰ παρόλα ταῦτα ἀκόμα ζωντανά:
Quiz: Ποῖοι λούζονταν, καλοχτενίζονταν καὶ τραγουδοῦσαν κιόλας ἀπὸ πάνω πρὶν ριχτούν στὴν μάχη καὶ στὸν ἀχό;
Καὶ ἐπίσης ὀλίγη τροφὴ γιὰ σκέψη σὲ ἐγκεφάλους ἰθυνόντων:
Μήπως ὁ λαός - ποὺ ἀκόμη διατηροῦσε ἐλλείψει ὀθονῶν καὶ ἄλλων τεχνολογικῶν παραδείσων - διατηροῦσε ἐν τέλει καὶ κατόπιν τοῦ αἵματος, τῆς πενίας, τῆς πείνας, τῆς προδοσίας ἢ ἴσως ἐξ αἰτίας αὐτῶν, διατηροῦσε τὸν λεγόμενο "κοινὸ νοῦ", μήπως εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς κατανόησε ὅτι ἡ Νίκη ἦταν τότε καὶ ἡ Ἀπελευθέρωση ἦταν τότε καὶ ἡ ἄλλη ἀπελευθέρωση δὲν ἦλθε ποτέ;
Καὶ εἶπαν: Ἂς προλάβουμε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε τὴν ἄλλη Ἑλλάδα, πρὶν μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ζήσουμε - ὅσο ζήσουμε- σὲ μιὰν ἄλλη Ἑλλάδα που δεν θα έχει καμμία συγγένεια με την Έλλάδα;
Καὶ στὸ μεταξύ, ἡ συντριπτικὴ ἀλήθεια μιᾶς μεγάλης φωνῆς, ἀπὸ τὰ βάθη μιᾶς μεγάλης ψυχῆς, νὰ τραγουδᾶ ὡς ἐπιστέγασμα:
"Κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου νὰ μὴν μᾶς ἀρρωστήσεις..."
καὶ να συνεχίζει με την αμείλικτη βεβαιότητα:
“γιατί τὸ θέλει κι ὁ Θεὸς νὰ ζήσεις καὶ θὰ ζήσεις!"